Του Πάνου Τεζαψίδη
Διαβάζοντας το Ελληνικό Καλοκαίρι του Jacques Lacarrière, κάπου στο κεφάλαιο που αναφερόταν στο Άγιο Όρος, γίνεται περιγραφή ενός μικρού ασκηταριού – ένα κελί όπου ζούσε ένας μοναχός, μέσα στην ερημιά ενός παρατημένου ελαιώνα κοντά στη θάλασσα.
Στο βιβλίο, ο συγγραφέας ήταν γλαφυρός: περιέγραφε πως αρρώστησε σοβαρά κατά τη διάρκεια μιας δυνατής βροχής και πως ο μοναχός τον περιέθαλψε και τον θεράπευσε με ποντικόλαδο – μη ρωτάτε πως παρασκευάζεται αυτό, γιατί μάλλον θα σας κοπεί η όρεξη… Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 50, και ο Lacarrière γυρίζει την Ελλάδα, μια Ελλάδα πάμφτωχη και ονειρική συγχρόνως, όπου τίποτα δεν έχει αλλάξει εδώ και αιώνες, ειδικά στην ύπαιθρο. Δεκαετία του 80 πλέον – χειμώνας του 1985- και μαζί με τον φίλο και συνταξιδιώτη Αλέξη Μεχτίδη βάζουμε μπρος για μια πεζοπορική εξόρμηση στο Άγιο Όρος, που ακόμα δεν είχε τους δρόμους που έχει σήμερα, ούτε τις υποδομές που το έχουν βάλει στον 21ο αιώνα. Ούτε τηλέφωνα, ούτε ρεύμα στα περισσότερα μοναστήρια. Στόχος μας να περπατήσουμε και να εξερευνήσουμε τα τεράστια και ακατοίκητα δάση του βόρειου τμήματος της χερσονήσου, εκεί που κανένας δεν πάει, γιατί ούτε μοναστήρια υπάρχουν ούτε σκήτες. Μόνο αδιαπέραστο δάσος. Για να το κάνουμε αυτό βέβαια, έπρεπε να μπούμε παράνομα, χωρίς διαμονητήριο, περνώντας τα συρματοπλέγματα νότια της Ουρανούπολης.
Στην αρχή όλα ήταν εύκολα: Η πρώτη μας στάση ήταν στη Ρωσική σκήτη της Χρουμίτσας, που τότε οι Ρώσοι είχαν αρχίσει να ξεπατώνουν τα πεύκα για να φυτέψουν αμπέλια. Από κει και πέρα, όμως κατευθυνόμενοι προς τα ερείπια της Θηβαΐδας, μια απερίγραπτη περιπέτεια μας περίμενε. Οποιαδήποτε οργάνωση και οποιοσδήποτε προσανατολισμός με βάση το χάρτη, απλά δεν ίσχυε. Τα μονοπάτια χάνονταν, αλλού ακολουθούσαμε παλιές αντιπυρικές ζώνες οι οποίες μετά από λίγα χιλιόμετρα εξαφανίζονταν, πέφταμε σε βαθιές κοιλάδες και περνούσαμε από δασωμένα διάσελα, κάναμε γύρους και ξαναγυρίζαμε στο ίδιο σημείο, μια ταλαιπωρία άνευ προηγουμένου, μη ξεχνάμε ότι ήταν χειμώνας και έκανε και κρύο. Οι διανυκτερεύσεις γίνονταν σε ένα μικρό αντισκηνάκι που στηνόταν στη μέση του πουθενά. Όσο για το φαγητό; ξηροί καρποί, σοκολάτες και το βράδυ έτοιμες σούπες φτιαγμένες σε μικρό γκαζάκι.
Τη δεύτερη ημέρα, προσπαθώντας να ακολουθήσουμε την ακτή – χωρίς καν μονοπάτια – πέσαμε πάνω σε ένα μικρό ερειπωμένο συγκρότημα. Βασικά ένα κτίσμα με δωμάτια, σαν υποστατικό και κανα-δυο βοηθητικές πέτρινες καλύβες και ένας ερειπωμένος αρσανάς, με παράθυρα που έχασκαν. Και όπως γρήγορα αντιληφθήκαμε, ήταν το μέρος που περιγράφει ο Jacques Lacarrière, - τα λεγόμενα Καμένα - αυτό με τον μοναχό και το ποντικόλαδο. Εγκαταλειμμένο πλέον, χωρίς μοναχό, μόνο με νυχτερίδες. Ένα στοιχειωμένο μέρος κοντά στη θάλασσα ακριβώς όπως περιγράφεται στο βιβλίο. Εξερευνώντας το εσωτερικό διαπιστώσαμε ότι κάποιοι πρέπει να είχαν έρθει παλιότερα και να έψαξαν το χώρο καλά. Οι τρύπες στα πατώματα και τους τοίχους αυτό έδειχναν. Ο τόπος παρ’όλο που ήταν όμορφος είχε κάτι το - ας πούμε - παράξενο. Ανέδιδε κάτι το μυστήριο, μια υπόγεια απειλή, που δεν ξέρω που οφειλόταν, αλλά και οι δύο ήμασταν ιδιαίτερα ανήσυχοι τη νύχτα, μέσα στο μικρό αντίσκηνο περίπου καμιά διακοσαριά μέτρα μακριά από τα ερειπωμένα κτίσματα.
Η περιπλάνηση μας στα σκοτεινά δάση του Άθω συνεχίστηκε και τις επόμενες ημέρες, αλλά πλέον το σκηνικό άλλαξε: Διασχίζοντας κάθετα τη χερσόνησο βρεθήκαμε στις βόρειες ακτές και ανακαλύψαμε μια σειρά από απάτητες και παρθένες αμμουδιές, που αν ήταν αλλού θα ήταν γεμάτες με ξενοδοχεία. Εδώ όμως ξετυλιγόταν μπροστά μας ένα περιδέραιο από θαυμάσιες δασωμένες παραλίες, με τα δέντρα να φτάνουν μέχρι το γιαλό. Τόποι αναξιοποίητοι ακόμα και σήμερα, που θυμίζουν, ειδικά στους παλιότερους, μια άλλη Ελλάδα.
Περνώντας πλέον από κατοικημένα μοναστήρια, Εσφιγμένου, Βατοπέδι, Παντοκράτορα, μάθαμε ότι το μικρό κελί που περάσαμε εκείνη τη νύχτα “έχει φαντάσματα” και “κάποιοι που έμειναν εκεί βρέθηκαν την άλλη μέρα με χαμένα τα λογικά και με κάτασπρα μαλλιά, αποτέλεσμα του απερίγραπτου τρόμου που έζησαν εκεί τη νύχτα”… Ευτυχώς εμείς ήμασταν η εξαίρεση!!!
Η χειμωνιάτικη πολυήμερη περιπέτεια μας στην χερσόνησο του Άθω, τέλειωσε ξανά στη νότια ακτή παίρνοντας το καραβάκι για την Ουρανούπολη. Στις φωτογραφίες, η πεζοπορία μας και η εξερεύνηση του κελιού που περιγράφει ο Lacarrière.
Σημείωση: με μεγάλη λύπη παρακολουθήσαμε την μεγάλη πυρκαγιά που
το 2012 κατέστρεψε μεγάλο μέρος των παρθένων δασών που εμείς είχαμε
περπατήσει.
Διαβάζοντας το Ελληνικό Καλοκαίρι του Jacques Lacarrière, κάπου στο κεφάλαιο που αναφερόταν στο Άγιο Όρος, γίνεται περιγραφή ενός μικρού ασκηταριού – ένα κελί όπου ζούσε ένας μοναχός, μέσα στην ερημιά ενός παρατημένου ελαιώνα κοντά στη θάλασσα.
Στο βιβλίο, ο συγγραφέας ήταν γλαφυρός: περιέγραφε πως αρρώστησε σοβαρά κατά τη διάρκεια μιας δυνατής βροχής και πως ο μοναχός τον περιέθαλψε και τον θεράπευσε με ποντικόλαδο – μη ρωτάτε πως παρασκευάζεται αυτό, γιατί μάλλον θα σας κοπεί η όρεξη… Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 50, και ο Lacarrière γυρίζει την Ελλάδα, μια Ελλάδα πάμφτωχη και ονειρική συγχρόνως, όπου τίποτα δεν έχει αλλάξει εδώ και αιώνες, ειδικά στην ύπαιθρο. Δεκαετία του 80 πλέον – χειμώνας του 1985- και μαζί με τον φίλο και συνταξιδιώτη Αλέξη Μεχτίδη βάζουμε μπρος για μια πεζοπορική εξόρμηση στο Άγιο Όρος, που ακόμα δεν είχε τους δρόμους που έχει σήμερα, ούτε τις υποδομές που το έχουν βάλει στον 21ο αιώνα. Ούτε τηλέφωνα, ούτε ρεύμα στα περισσότερα μοναστήρια. Στόχος μας να περπατήσουμε και να εξερευνήσουμε τα τεράστια και ακατοίκητα δάση του βόρειου τμήματος της χερσονήσου, εκεί που κανένας δεν πάει, γιατί ούτε μοναστήρια υπάρχουν ούτε σκήτες. Μόνο αδιαπέραστο δάσος. Για να το κάνουμε αυτό βέβαια, έπρεπε να μπούμε παράνομα, χωρίς διαμονητήριο, περνώντας τα συρματοπλέγματα νότια της Ουρανούπολης.
Στην αρχή όλα ήταν εύκολα: Η πρώτη μας στάση ήταν στη Ρωσική σκήτη της Χρουμίτσας, που τότε οι Ρώσοι είχαν αρχίσει να ξεπατώνουν τα πεύκα για να φυτέψουν αμπέλια. Από κει και πέρα, όμως κατευθυνόμενοι προς τα ερείπια της Θηβαΐδας, μια απερίγραπτη περιπέτεια μας περίμενε. Οποιαδήποτε οργάνωση και οποιοσδήποτε προσανατολισμός με βάση το χάρτη, απλά δεν ίσχυε. Τα μονοπάτια χάνονταν, αλλού ακολουθούσαμε παλιές αντιπυρικές ζώνες οι οποίες μετά από λίγα χιλιόμετρα εξαφανίζονταν, πέφταμε σε βαθιές κοιλάδες και περνούσαμε από δασωμένα διάσελα, κάναμε γύρους και ξαναγυρίζαμε στο ίδιο σημείο, μια ταλαιπωρία άνευ προηγουμένου, μη ξεχνάμε ότι ήταν χειμώνας και έκανε και κρύο. Οι διανυκτερεύσεις γίνονταν σε ένα μικρό αντισκηνάκι που στηνόταν στη μέση του πουθενά. Όσο για το φαγητό; ξηροί καρποί, σοκολάτες και το βράδυ έτοιμες σούπες φτιαγμένες σε μικρό γκαζάκι.
Τη δεύτερη ημέρα, προσπαθώντας να ακολουθήσουμε την ακτή – χωρίς καν μονοπάτια – πέσαμε πάνω σε ένα μικρό ερειπωμένο συγκρότημα. Βασικά ένα κτίσμα με δωμάτια, σαν υποστατικό και κανα-δυο βοηθητικές πέτρινες καλύβες και ένας ερειπωμένος αρσανάς, με παράθυρα που έχασκαν. Και όπως γρήγορα αντιληφθήκαμε, ήταν το μέρος που περιγράφει ο Jacques Lacarrière, - τα λεγόμενα Καμένα - αυτό με τον μοναχό και το ποντικόλαδο. Εγκαταλειμμένο πλέον, χωρίς μοναχό, μόνο με νυχτερίδες. Ένα στοιχειωμένο μέρος κοντά στη θάλασσα ακριβώς όπως περιγράφεται στο βιβλίο. Εξερευνώντας το εσωτερικό διαπιστώσαμε ότι κάποιοι πρέπει να είχαν έρθει παλιότερα και να έψαξαν το χώρο καλά. Οι τρύπες στα πατώματα και τους τοίχους αυτό έδειχναν. Ο τόπος παρ’όλο που ήταν όμορφος είχε κάτι το - ας πούμε - παράξενο. Ανέδιδε κάτι το μυστήριο, μια υπόγεια απειλή, που δεν ξέρω που οφειλόταν, αλλά και οι δύο ήμασταν ιδιαίτερα ανήσυχοι τη νύχτα, μέσα στο μικρό αντίσκηνο περίπου καμιά διακοσαριά μέτρα μακριά από τα ερειπωμένα κτίσματα.
Η περιπλάνηση μας στα σκοτεινά δάση του Άθω συνεχίστηκε και τις επόμενες ημέρες, αλλά πλέον το σκηνικό άλλαξε: Διασχίζοντας κάθετα τη χερσόνησο βρεθήκαμε στις βόρειες ακτές και ανακαλύψαμε μια σειρά από απάτητες και παρθένες αμμουδιές, που αν ήταν αλλού θα ήταν γεμάτες με ξενοδοχεία. Εδώ όμως ξετυλιγόταν μπροστά μας ένα περιδέραιο από θαυμάσιες δασωμένες παραλίες, με τα δέντρα να φτάνουν μέχρι το γιαλό. Τόποι αναξιοποίητοι ακόμα και σήμερα, που θυμίζουν, ειδικά στους παλιότερους, μια άλλη Ελλάδα.
Περνώντας πλέον από κατοικημένα μοναστήρια, Εσφιγμένου, Βατοπέδι, Παντοκράτορα, μάθαμε ότι το μικρό κελί που περάσαμε εκείνη τη νύχτα “έχει φαντάσματα” και “κάποιοι που έμειναν εκεί βρέθηκαν την άλλη μέρα με χαμένα τα λογικά και με κάτασπρα μαλλιά, αποτέλεσμα του απερίγραπτου τρόμου που έζησαν εκεί τη νύχτα”… Ευτυχώς εμείς ήμασταν η εξαίρεση!!!
Η χειμωνιάτικη πολυήμερη περιπέτεια μας στην χερσόνησο του Άθω, τέλειωσε ξανά στη νότια ακτή παίρνοντας το καραβάκι για την Ουρανούπολη. Στις φωτογραφίες, η πεζοπορία μας και η εξερεύνηση του κελιού που περιγράφει ο Lacarrière.
Στο βιβλίο του, που εκδόθηκε το 1954, ο Jacques Lacarrière δημοσιεύει και 96 φωτογραφίες τις οποίες μπορείτε να δείτε εδώ.
Στη σελίδα 80 υπάρχει ένας μοναχός με την ψαρόβαρκά του. Αν
παρατηρήσουμε τις δύο φωτογραφίες που δημοσιεύω αμέσως πιο πάνω, η μια
του κ. Τεζαψίδη (1985) και η άλλη δική μου (2020), καθώς και αυτή που
ακολουθεί (2011), ο μοναχός της φωτογραφίας είναι αυτός που θεράπευσε
τον συγγραφέα με το ποντικόλαδο, φωτογραφημένος από τον Jacques
Lacarrière μπροστά στο πέτρινο κτίριο στα Καμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου