Ο Χριστός ανασταίνεται την τρίτη μέρα μετά την ταφή Του. Τόσο οι βιβλικές μαρτυρίες όσο και η εκκλησιαστική εικονογραφία και η υμνολογία αργότερα, υποδηλώνουν την Ανάσταση έμμεσα, θα έλεγε κανείς, μετά από σημεία, όπως το κενό μνημείο, ο άγγελος του Θεού που ελευθερώνει την είσοδο του τάφου, τα «οθόνια» της ταφής «κείμενα μόνα». Δεν προσδιορίζεται ούτε περιγράφεται κάποια συγκεκριμένη στιγμή που το νεκρό σώμα του Χριστού ζωοποιείται και πάλι και επαναλειτουργεί βιολογικά, όπως συνέβη με τους νεκρούς που ανέστησε ο Ίδιος ο Χριστός στη διάρκεια του δημόσιου βίου Του. Υπάρχει όμως η εμπειρία και μαρτυρία των σωματικών Του εμφανίσεων μετά την Ανάσταση.
Ο Αναστημένος Χριστός εμφανίζεται στις Μυροφόρες γυναίκες και στους οδοιπόρους της Εμμαούς και στη σύναξη των Μαθητών στο υπερώο της Ιερουσαλήμ ή στις όχθες της Τιβεριάδας.
Για την εμπειρία και βεβαιότητα της Εκκλησίας, η Ανάσταση του Χριστού διαφέρει από τις αναστάσεις νεκρών που πραγματοποίησε ο Ίδιος στον επίγειο βίο Του. Στο νεκρό σώμα του Λαζάρου ή του γιου της χήρας στη Ναΐν ή της θυγατέρας του Ιαείρου, το κυριαρχικό πρόσταγμα του Χριστού αποκαθιστά τις νεκρωμένες λειτουργίες της ζωής —όπως στις περιπτώσεις των άλλων θαυμάτων αποκαθιστούσε κάποιες επιμέρους λειτουργίες: την όραση του τυφλού ή την ακοή και τη λαλιά του κωφαλάλου ή τη βάδιση του παραλύτου— όμως το σώμα των αναστημένων παραμένει φθαρτό και θνητό. Όλοι αυτοί πέθαναν κάποτε και πάλι, γιατί το σώμα τους που αναστήθηκε μια φορά, ήταν υποταγμένο, όπως και πριν αναστηθεί, στις συνέπειες της ανθρώπινης πτώσης, στην αναγκαιότητα της φθοράς και του θανάτου.
Οι αναστάσεις των νεκρών που περιγράφονται στην Αγία Γραφή, είναι για τα ανθρώπινα μάτια δείγμα εκπληκτικό της δύναμης του Θεού, δηλαδή της ελευθερίας Του από κάθε φυσικό περιορισμό. Αυτή η δύναμη μπορεί να ανατρέψει τους νόμους της φύσης, αλλά δεν μπορεί να μεταβάλει τον τρόπο υπάρξεως της φύσης. Μια τέτοια μεταβολή δεν επιβάλλεται εξωτερικά, είναι μόνο καρπός της προσωπικής ελευθερίας, κατόρθωμα ελευθερίας. Όπως συχνά τονίσαμε, το πρόσωπο είναι που υποστασιάζει τη ζωή και την ύπαρξη —και την υποστασιάζει ή ως φυσική αυτοτέλεια (υποτάσσοντας την ύπαρξη στις αναγκαιότητες του κτιστού) ή ως γεγονός αγαπητικής σχέσης και ερωτικής κοινωνίας με τον Θεό (ελευθερώνοντας την ύπαρξη από τη φθορά και το θάνατο). Αλλά η αγάπη και ο έρωτας δεν επιβάλλονται εξωτερικά, είναι μόνο κατόρθωμα προσωπικής ελευθερίας.
Αυτό το κατόρθωμα ελευθερίας ολοκληρώθηκε από τον Χριστό πάνω στον Σταυρό και φανερώθηκε υπαρκτικά με την Ανάστασή Του. Με την υπακοή Του μέχρι θανάτου στο θέλημα του Πατρός οδήγησε ο Χριστός την ανθρώπινη φύση Του στην τέλεια παραίτηση από κάθε διεκδίκηση υπαρκτικής αυτοτέλειας, μετέθεσε την ύπαρξη της φύσης στη σχέση αγάπης και στην ελευθερία της υπακοής στον Θεό. Και αυτή η φύση που αντλεί την ύπαρξή της από τη σχέση με τον Θεό, δεν πεθαίνει. Γιατί, αν και κτιστή, υπάρχει πια με τον τρόπο του ακτίστου, όχι με τον τρόπο του κτιστού.
Το αναστημένο σώμα του Χριστού είναι σώμα υλικό, φύση κτιστή. Διαφέρει όμως από τα σώματα των άλλων αναστημένων, γιατί αυτό υπάρχει τώρα πια με τον τρόπο του ακτίστου, τον τρόπο της ελευθερίας από κάθε φυσική αναγκαιότητα. Έτσι, ενώ είναι αισθητό και απτό, με σάρκα και οστά (Λουκ. 24, 30), ενώ μπορεί να πάρει τροφή όπως όλα τα άλλα σώματα (και ο Αναστημένος Χριστός τρώει μέλι και ψάρι μπροστά στα μάτια των Μαθητών Του: Λουκ. 24, 42) και ενώ τα σημάδια των πληγών που δέχθηκε είναι ψηλαφητά επάνω Του, όμως το ίδιο αυτό σώμα μπαίνει στο υπερώο «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» (Ιωάν. 20, 1) και γίνεται άφαντο στην Εμμαούς μετά την κλάση του άρτου (Λουκ. 24, 31) και τελικά αναλαμβάνεται στους ουρανούς (Μάρκ. 16, 19· Λουκ. 24, 51) ενθρονίζοντας την ανθρώπινη «πηλό» στη δόξα της θείας ζωής.
Η μεταβολή στον τρόπο υπάρξεως της ανθρώπινης φύσης του Χριστού μετά την Ανάστασή Του δηλώνεται στα Ευαγγέλια έμμεσα και πάλι —δεν είναι δυνατόν να οριστεί και να περιγραφεί με τις αντικειμενικές κατηγορίες που προσδιορίζουν τις κοινές καθημερινές μας εμπειρίες. Επισημαίνεται μια «ετερότητα»: είναι ο γνώριμος «υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου», αλλά «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μάρκ. 16, 12). Η Μαρία η Μαγδαληνή, στον κήπο του μνημείου, Τον νομίζει για κηπουρό. Οι δύο οδοιπόροι, στον δρόμο για την Εμμαούς, Τον νομίζουν τυχαίο διαβάτη. Οι Μαθητές που ψαρεύουν στην Τιβεριάδα, Τον ακούνε να τους ζητάει κάτι «βρώσιμον» και δεν υποψιάζονται πάλι πως είναι Αυτός που τους περιμένει στην όχθη. Όλοι Τον ανακαλύπτουν ξαφνικά και αυτονόητα, αλλά αφού αρχικά πλανηθούν.
Τι είναι αυτό που Τον διαφοροποιεί καταρχήν και πρέπει να υπερβεί κανείς κάτι για να Τον αναγνωρίσει; Σίγουρα κάτι που δεν λέγεται, αλλά μόνο βιώνεται. Ίσως αν η σχέση μαζί Του σταματήσει στη φαινόμενη ατομικότητα δεν κατορθώνει να αναγνωρίσει την υπόσταση, την ελευθερωμένη από την ατομική αυτοτέλεια. Δεν ξέρουμε και δεν μπορούμε να περιγράψουμε την εμπειρία, τολμούμε μόνο να την προσεγγίσουμε ερμηνευτικά μέσα από τα γεγονότα που τη συνοδεύουν: Το σώμα του Αναστημένου Χριστού είναι η ανθρώπινη φύση ελεύθερη από κάθε περιορισμό και από κάθε ανάγκη, είναι ένα ανθρώπινο σώμα με σάρκα και οστά, που όμως δεν αντλεί ζωή από τις βιολογικές του λειτουργίες, αλλά υποστασιάζεται σε πραγματική ύπαρξη χάρη στην προσωπική σχέση με τον Θεό, που αυτή και μόνη το συνιστά και το ζωοποιεί.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
πηγή
[ «Αλφαβητάρι της πίστης»,
κεφ. 8ο, §ι΄, σελ. 172–175.
Εκδόσεις «Αρμός»·
Αθήνα, 1999.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου