Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Διάσημος Γάλλος φωτορεπόρτερ γίνεται Ορθόδοξος μοναχός!



Διάσημος Γάλλος φωτορεπόρτερ γίνεται Ορθόδοξος μοναχός!
«Έγινα μοναχός για να διεισδύσω στο νόημα της ζωής, να μάθω τον κόσμο!»


Στο πέρασμά του από την Ελλάδα ο Γάλλος μοναχός Ιωάννης δέχτηκε να συναντηθούμε και να μιλήσουμε για το προσωπικό του συναπάντημα με την Ορθόδοξη πίστη. Το βλέμμα του, πριν γίνει μοναχός ήταν εστιασμένο κυρίως σε μια καλλιτεχνική επιφάνεια της ζωής, αφού ήταν παγκοσμίως διάσημος φωτογράφος. Όμως όλα πήραν άλλη μορφή, όταν μια σειρά απρόβλεπτων γεγονότων τον ώθησαν να συναντηθεί με την ποιητική φύση του Θεού και ως γνήσιος καλλιτέχνης την αναγνώρισε. Στην μετάφραση της συνέντευξης βοήθησε και τον ευχαριστώ γι’ αυτό ο πατήρ Νικόλαος Δουληγέρης, με τον οποίο ο Μοναχός Ιωάννης είναι φίλος από πολλά χρόνια μετά την πρώτη τους γνωριμία στο Άγιο Όρος.
Ο μοναχός Ιωάννης, κατά κόσμον Gérard Gascuel, γεννήθηκε το 1947 στη Σεβέν της Γαλλίας. Σπούδασε φωτογραφία στο Παρίσι (École Louis Lumière) και κατόπιν εργάστηκε ως καλλιτεχνικός φωτογράφος σε διάσημα περιοδικά μόδας και σε εφημερίδες, καθώς επίσης και στον χώρο της διαφήμισης. Προσωπικές φωτογραφικές του εκθέσεις φιλοξενήθηκαν στο Παρίσι, σε μουσεία (Μουσείο Φωτογραφίας) και σε Φεστιβάλ Τέχνης του εξωτερικού (Ιαπωνία, Καναδάς, ΗΠΑ κ.α.)

Ο πατήρ Ιωάννης το 1983, στη διάρκεια μιας δημοσιογραφικής αποστολής του στην Ελλάδα, συναντά και γνωρίζει τον ορθόδοξο μοναχισμό. Λίγο αργότερα θα γίνει μοναχός στο Άγιο Όρος.


Στην αρχή της συζήτησης, μας αναφέρει με βλέμμα που λάμπει από ενθουσιασμό πως δεν θα ξεχάσει ποτέ τις πρώτες του μέρες στο Άγιο Όρος, όταν πήγε με την φωτογραφική του μηχανή ν’ αποτυπώσει την φύση και τον μοναχισμό, απεσταλμένος μιας Ιαπωνικής εφημερίδας στην οποία εργαζόταν:


«Πριν γίνω μοναχός, ήμουν δημοσιογράφος. Πήγα στο Άγιο Όρος, στην Ελλάδα, για να γράψω ένα άρθρο για μια γιαπωνέζικη εφημερίδα στην οποία κρατούσα το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ. Μια μέρα, περπατώντας στο δάσος, βρέθηκα μπροστά σε μια ερειπωμένη εκκλησία. Μπήκα, και στην κρύπτη της ανακάλυψα ένα οστεοφυλάκιο. Η τυχαία αυτή συνάντηση ήταν για μένα η αποφασιστική στροφή. Ήμουν 30 ετών. Στην ηλικία αυτή, το μόνο που σκέφτεται κανείς είναι να καταβροχθίσει την ζωή, αναζητώντας την άμεση ευχαρίστηση, την δύναμη, την γνώση. Ξαφνικά αντίκρισα κατά πρόσωπο την ίδια μου την πραγματικότητα. Κάποια μέρα θα βρεθώ εκεί, στην άλλη όχθη χωρίς να έχω ζήσει. Κατάλαβα ότι δεν ζούσα για μένα, αλλά για την εντύπωση που ήθελα να δώσω στους άλλους για μένα.




Βαθιά συγκίνηση


Βγαίνοντας από την εκκλησία, ταραγμένος από την θέα του οστεοφυλακίου, βλέπω έναν γέρο μοναχό – δεν τον είχα συναντήσει ποτέ άλλοτε. Πολλές φορές η Θεία Πρόνοια μας στέλνει το πρόσωπο που πρέπει, την στιγμή που πρέπει. Του ζήτησα να μου μιλήσει για το πνευματικό νόημα της εικόνας, όμως δεν μιλούσε καμία από τις γλώσσες που μιλούσα. Για να μου εξηγήσει, λοιπόν, το νόημα της εικόνας άρχισε να ψέλνει στα ελληνικά. Δεν καταλάβαινα λέξη, αλλά το άκουσμα μου προκάλεσε καινούρια ταραχή: ήταν για μένα πρωτάκουστο. Η συγκίνηση δεν ήταν εγκεφαλική ή αισθητική∙ είχε αγγίξει τα βάθη της καρδιάς. Ψάλλοντας έναν ύμνο, ερμήνευε το μυστήριο της εικόνας της Σταύρωσης. Ξεπερνώντας την γλώσσα με τις λέξεις ανακάλυπτα εκείνον που πέθανε σαν σκλάβος και δοξάστηκε ως Θεός. Από έναν απλό ύμνο, ανακάλυψα μια καινούρια «γλώσσα», τη γλώσσα της καρδιάς. Πέθανα και ξαναγεννήθηκα σε μια νέα πραγματικότητα. Η ζωή μου πολύ σύντομα στράφηκε στην Ορθοδοξία. Κάποτε, μετά από δυο χρόνια, αποφάσισα να πάω να τον συναντήσω, αλλά όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα τον άνθρωπο, ούτε το καλύβι του. Ρώτησα στην μονή Σταυρονικήτα που θεώρησα ότι ήταν κοντά αλλά μάταια, κανείς δεν τον είχε ακουστά. Έναν ολόκληρο χρόνο έψαχνα, όμως με διαβεβαίωσαν πως τέτοιο καλύβι ουδέποτε υπήρχε. Πιστεύω ακράδαντα ότι έζησα ένα προσωπικό θαύμα.






Όλα μέσα μου βρήκαν απήχηση!


Ο ίδιος, αναφέρει: «Επιστρέφοντας στο Παρίσι, το μόνο που σκεπτόμουν ήταν να διδαχτώ τη γλώσσα της καρδιάς. Η Θεία Πρόνοια με οδηγούσε ακόμη: στο μετρό, μπέρδεψα την έξοδο και βγαίνοντας πέρασα, “τυχαία”, μπροστά από μια Ορθόδοξη εκκλησία.
Mπήκα στο ναό, είχε ακολουθία. Όλα έβρισκαν μέσα μου απήχηση: το χρυσό των εικόνων , το θυμίαμα, η πανηγυρική λειτουργία, η κατανυκτική ατμόσφαιρα της σύναξης των πιστών… Είπα στον εαυτό μου: πρέπει να μπω για τα καλά σε αυτό τον δρόμο. Κι έτσι έγινα προσκυνητής των αδύτων».


Όταν του απηύθυνα το ερώτημα “πώς πήρε την απόφαση να γίνει Ορθόδοξος και πώς την πραγματοποίησε εν τέλει”, χαμογέλασε με την αίσθηση ότι θα έπρεπε να εξηγηθεί με τρόπο τέτοιο που ο ακροατής του, που δεν έχει περάσει από τέτοιο στάδιο θα τον κατανοούσε απολύτως:




«Όταν παίρνεις μια απόφαση, σου δίνεται και η δύναμη να την πραγματοποιήσεις. Από την στιγμή που η επιθυμία πήρε σάρκα και οστά, έμενε να βρεθεί ο τόπος για να ριζώσω. Στην ορθόδοξη παράδοση, η αναζήτηση τόπου ταυτίζεται με την αναζήτηση πνευματικής πατρότητας. Χρειάζεται ένας Πατέρας που να σε κρατάει σε εγρήγορση ώστε να αντιληφθείς αυτή την «γλώσσα» –δεν πρόκειται για την ομιλία ή την παιδεία- ένας Πατέρας που να σε αφυπνίσει, για να νοιώσεις το σκίρτημα της θείας Παρουσίας μέσα σου. Δεν αποζητούσα διανοητική κατανόηση, δεν ήθελα να διδαχτώ μια καινούρια τεχνική∙ επιθυμούσα να μυηθώ στην ζώσα και βιωμένη Παράδοση. Αυτό σημαίνει: δουλειά στους αγρούς, δηλαδή χειρωνακτική εργασία, να μάθεις να προσεύχεσαι, να μάθεις να σέβεσαι, να μάθεις να ζεις με την καθοδήγηση ενός γέροντα, να μάθεις να συνομιλείς μυστικά με τον ζώντα Χριστό. Ήθελα να γνωρίσω σε βάθος τον Λόγο, δηλαδή τα Θεία Ονόματα, την ζωογόνο Δύναμη του Πνεύματος, και όχι το γράμμα που πετρώνει το Πνεύμα. Το ότι δεν μιλούσα ελληνικά δεν με εμπόδισε καθόλου. Έφυγα για το Άγιο Όρος και μετά πήγα στην έρημο της Ιουδαίας, όπου έμεινα κάποια χρόνια. Είχα ανάγκη στη νέα μου πίστη ο Θεός να είναι για μένα το παν. Γνωρίζω ότι ο Θεός μιλά σε «καθαρά καρδία», όμως, πριν η καρδιά ειρηνέψει, μέσα στην έρημο επιστρέφουν όλα τα πάθη μας, όλες οι αδυναμίες μας, όλα τα όνειρα και οι μωροφιλοδοξίες μας, ό,τι ανεκπλήρωτο, ό,τι δεν κάναμε σωστά: χρειάζεται πολλή δουλειά για να καθαριστεί και να λαγαρίσει ο εαυτός πριν μπει, με την Χάρη του Θεού, στην έσω Σιωπή.»






Το να είναι κάποιος Ορθόδοξος είναι ένας αγώνας, το να αποφασίσει ωστόσο να στραφεί στον αναχωρητισμό δείχνει ότι αυτός ο άνθρωπος θέλει ν’ αθληθεί σε πρωταθλητικό επίπεδο. Επίσης δείχνει μια ανάγκη να απομακρυνθεί από τα εγκόσμια. Του το ανέφερα και απάντησε ξεκάθαρα:


« Έγινα μοναχός όχι για να αποφύγω τον κόσμο, αλλά για να διεισδύσω στο νόημα της ζωής, για να γνωρίσω τον κόσμο βαθύτερα και σε μια διάσταση πιο προσωπική.
Έγινα μοναχός για να γνωρίσω σε βάθος αυτή την γλώσσα, την γλώσσα της καρδιάς, που δεν σου αποκαλύπτεται παρά μόνο με την εμπειρία, με το βίωμα∙ και το βίωμα προϋποθέτει σχέση εμπιστοσύνης με την αιωνιότητα την κάθε στιγμή∙ αυτή η γλώσσα δεν αρνείται τον κόσμο, αντιθέτως τον αφουγκράζεται, τον παντρεύεται, τον μεταμορφώνει, τον καλεί με το όνομά του, ζει μαζί του το θαύμα της καθημερινότητας.
Ο μοναχός δεν απορρίπτει τον κόσμο, πράγμα που θα σήμαινε ότι απορρίπτει τον ίδιο του τον εαυτό. Αντιθέτως, βρίσκεται στην καρδιά του κόσμου και η σχέση του μοναχού με τον κόσμο είναι εκλεπτυσμένη και ουσιαστική.»


Στην αρχή ο πατήρ Ιωάννης πηγαίνει στο Άγιο Όρος και στη συνέχεια μεταβαίνει στο Μοναστήρι του Αγίου Σάββα, στην έρημο της Ιουδαίας, όπου εγκαταβιώνει πλάι στον Γέροντά του, π. Σεραφείμ, έναν άνθρωπο που επέλεξε για πνευματικό του οδηγό και που τον ενέπνευσε στην πνευματική ζωή. Ο π. Σεραφείμ θα του αφαιρέσει με μαεστρία τον ευρωπαϊκό του ορθολογισμό. Του ζήτησα να αναφερθεί με λεπτομέρειες σε αυτή την συνάντηση:




« Ένας μοναχός που είχε έρθει στο Άγιο Όρος μού μίλησε για τον πατέρα Σεραφείμ, ο οποίος ζούσε στο μοναστήρι του Αγίου Σάββα, στην έρημο της Ιουδαίας, κοντά στην Νεκρά Θάλασσα. Μετά από πολλές δυσκολίες, πήγα να τον συναντήσω. Αμέσως κατάλαβα ότι αυτός ήταν ο οδηγός που ζητούσα. Είχε μια φωτεινή ομορφιά. Μια φωτεινότητα που δεν σε παραπλανά, αλλά σε φωτίζει, σε μεταμορφώνει, σε ειρηνεύει με λόγους αληθείας, με απόσταγμα απλότητας. Αυτός ο Γέροντας έκανε φανερή σε μένα την Παρουσία του Θεού. Αποφάσισα ότι θα γίνω μοναχός και ότι στον άνθρωπο αυτό θα έκανα Υπακοή. Όμως τα πράγματα μαζί του δεν ήταν εύκολα και γρήγορα πήρα το πρώτο μου μάθημα. Φανταστείτε, σας παρακαλώ∙ ένας νέος άντρας τριάντα τριών ετών, φθάνει στην έρημο της Ιουδαίας, έχοντας εγκαταλείψει τα πάντα και μια πολύ καλή ζωή στο Παρίσι, και ζητά να ενταχθεί στο κοινόβιο. Με έβαλαν στην κουζίνα∙ το φαντάζεστε; Εμένα, έναν Γάλλο! Μου έμαθαν να σκουπίζω το πάτωμα, να πλένω πιάτα… Βέβαια, το πλύσιμο των πιάτων στην έρημο δεν είναι απλή υπόθεση, γιατί το νερό είναι λιγοστό. Ξαναμάθαινα, όπως ένα μικρό παιδί, καθημερινά πράγματα και πώς αυτά συνδέονται με το Πνεύμα. Δεν επρόκειτο για μάθηση πρακτική. Ήταν μύηση. Υπάρχει τόση ομορφιά στην απλή κίνηση, ομορφιά που μπορεί να γίνει δοξολογία, μαρτυρία, σάρκωση της Παρουσίας.




Τα …βαρίδια που όλοι μας κουβαλάμε και το περιστατικό με το λουκούμι, που τον έκανε να συνειδητοποιήσει πολλά


Ο π. Ιωάννης συνεχίζει την περιγραφή του: Την πρώτη ημέρα εμπρός στο πιάτο κάθε μοναχού έβαλα το επιδόρπιο, ένα λουκούμι. Τότε οι μοναχοί ήταν δώδεκα, άρα έβαλα δώδεκα λουκούμια. Όταν γύρισα, το λουκούμι μου είχε εξαφανιστεί. Η θέση μου ήταν δίπλα στον πατέρα Σεραφείμ, οπότε η δουλειά ήταν δική του. Εάν ήδη από την πρώτη ημέρα ο Πνευματικός κλέβει το λουκούμι μου, τι θα γίνει μετά από δεκαπέντε μέρες; Κατάχρηση εξουσίας, τρομερό! Για σκεφτείτε το καλά! Και στο Παρίσι μπορεί να σας κλέψει κάποιος, κατανοητό∙ αλλά σε ένα μοναστήρι, την πρώτη κιόλας μέρα να σε κλέψει ο ηγούμενος! Άλλο πράγμα! Είχα βάλει μετάνοια και είχα υποσχεθεί υπακοή! Άρχισα να κάνω σκέψεις αρνητικές, κάτι που επηρέαζε την προσευχή μου.
Μετάνοια
Μετά το δείπνο, πήγα να δω τον πατέρα Σεραφείμ. Έβαλα μετάνοια και τον ρώτησα: “Πάτερ, γιατί μου πήρες το λουκούμι μου;” Με άφησε να μιλάω χωρίς να μου απαντά. Μετά από πέντε λεπτά δεν είχα τίποτε άλλο να πω. Μου είπε: “Τα είπες όλα;” “Όχι” απάντησα “αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτε”. “ Ήθελα να δω αν θα με κατακρίνεις∙ αν το είχες κάνει, θα σου είχα πει: Ορίστε η πόρτα, μπορείς να φύγεις”. Για μένα αυτό ήταν ένα μάθημα ασυνήθιστο, παράδοξο. Πράγματι δεν πήγα στην έρημο για να κρίνω τους κλέφτες και τους ψεύτες. Θα μπορούσα βέβαια να του κάνω και λίγο κήρυγμα: ξέρετε, αυτό δεν ήταν καλό, δεν ήταν ωραίο… Θα μπορούσα να σηκωθώ και να φύγω από το μοναστήρι και να καταγγείλω στον Τύπο τον Πατέρα Σεραφείμ με κατηγορίες όπως: κατάχρηση εξουσίας ή κλοπή, βγάζοντας στα φόρα ένα σκάνδαλο…



Εάν ήρθα στο μοναστήρι φέρνοντας μαζί μου τα βαρίδια του κόσμου, δεν έχω καμιά δουλειά στην έρημο. Ο πατήρ Σεραφείμ μού δίδαξε ∙ “Δεν είσαι εδώ για να κρίνεις, είσαι εδώ για σένα. Εάν βλέπεις ότι κάποιος αδελφός κάνει λάθος, το θέμα δεν σε αφορά. Αν όμως αυτό σου δημιουργεί πρόβλημα, τότε έλα να με δεις. Αλλά όταν δεις έναν αδελφό να σφάλλει, όποιο κι αν είναι το σφάλμα του, προσευχήσου γι’ αυτόν, μην αρχίζεις να τον κρίνεις, να τον γεμίζεις ενοχές, κάνοντάς του μάθημα ηθικής”. Ένα από τα πρώτα μαθήματα στην έρημο ήταν πως ήμουν εκεί για μένα τον ίδιο. Και πως, χωρίς να είμαι απομονωμένος, ήμουν μόνος ενώπιον του Θεού.»


Στην ζωή του στην έρημο της Ιουδαίας πήρε πολλά μαθήματα. Τον παρακαλώ να μας μεταφέρει μέρος της πνευματικής του μαθητείας. Χωρίς να σκεφτεί ιδιαίτερα, απάντησε ως ένας άνθρωπος που βιώνει αυτή την διδασκαλία που διδάχτηκε:


«Μια μέρα ένοιωθα πλημμυρισμένος από την Θεία Χάρη. Πήγα στον Γέροντα: “Πάτερ, με επισκέφτηκαν άγγελοι, καταλαβαίνω το νόημα του Ευαγγελίου…” Ο Γέροντας ούτε καν με κοίταξε. “ Άντε να σκουπίσεις τα αποχωρητήρια και δες αν οι άγγελοι σε συνοδεύουν ακόμη”. Ο πατήρ Σεραφείμ δεν απέρριπτε την ύπαρξη Ασώματων δυνάμεων, μέλημά του όμως ήταν να εξαφανίσει κάθε ίχνος πνευματικής υπερηφάνειας. Ο πατήρ Σεραφείμ, τρυφερά αυταρχικός, πέταγε τα επικαλύμματα, καθάριζε τη ματιά μου, καταδίωκε τις ψευδαισθήσεις και την άγνοια, για να μου δοθεί η χάρη του Θαβωρείου φωτός. Μου πρόσφερε ελευθερία με αγάπη, με άφησε να αποπλυθώ, να καθαριστώ, με άφησε να σωφρονιστώ. Δεν με θανάτωσε, δεν με απέρριψε, αφαίρεσε όλα τα περιττά.»



Με την ευχή του Πνευματικού του ίδρυσε τη Σκήτη της Αγίας Πίστης στη Σεβέν

Τρία χρόνια ασκήτεψε στην έρημο της Ιουδαίας και εν συνεχεία με την ευχή του πνευματικού του το 1996 εγκαθίσταται στην Σεβέν της νότιας Γαλλίας, όπου ιδρύει τη Σκήτη της Αγίας Πίστης, ένα τόπο προσευχής και αναχώρησης. Η αγία Πίστη ήταν μια δεκαπεντάχρονη κοπελίτσα που μαρτύρησε στα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Από τη Σκήτη της Αγίας Πίστης, εκδίδεται σήμερα το περιοδικό Art sacré, ενώ ο π. Ιωάννης είναι συγγραφέας πολλών έργων: Hommes de Lumière, Fils de lumière, Pèlerinage au Mont Athos, J’ai soif d’une eau de vie, L’amour en question, Insaisissable fraternité, Le jardin de la foi.


Σήμερα, συνασκητεύει μ’ έναν ακόμη μοναχό και συγκεντρώνει κοντά του Γάλλους προσκυνητές, παλιούς φίλους από τον καλλιτεχνικό χώρο, χριστιανούς αλλά και αναζητητές του Θεού που μαθητεύουν στην Ορθοδοξία. Από την συζήτησή μας, αντιλήφθηκα την αιτία που σήμερα αργά μα σταθερά κάποιοι ελάχιστοι ίσως πολίτες της Γαλλίας οσμίζονται την αλήθεια της Ορθόδοξης πίστης. Το να γίνεται σήμερα εξωτερική Ιεραποστολή στην Γαλλία από έναν Ορθόδοξο Γάλλο σ ΄ένα μοναστήρι στα βουνά της Γαλλίας είναι ένα γεγονός που μας σιγουρεύει πως η χάρη του Θεού…γεμίζει τις ελλείψεις των ανθρώπων και μας στρέφει σε Αναστάσιμη έκπληξη.
__________


Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 06.02.2019

Δεν υπάρχουν σχόλια: