Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

!!!

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

[..]θα λέτε: μάνα, και τούτη τη λεκάνη, πίσω μας θα την αφήσουμε; Να σας πω για τη λεκάνη.[..] Δεν τη θυμάστε φαίνεται τη λεκάνη γεμάτη ως τη μέση με το αίμα της Ουρανίας. Τη θυμάστε; Ήτανε νύχτα του Οχτώβρη, ζεστή. Το κοριτσάκι από τ' απόγεμα, σα γύρισε από το σχολειό, παραπονιόταν. Ένα βάρος, μαμά, στο κεφάλι μου.[..]
Το παιδί χάνεται, Αριάγνη! Άνοιξα τα παράθυρα. Σώστε, χριστιανοί, το χάνω μέσα από τα χέρια μου, φωνάζω. Από κάτω, κάτι μου λέγανε. Σκύβω, ήταν ο Γιούνες, μ' εκείνο τον σερσέμη τον πιανίστα το Γερμανό και χάζευαν το τάβλι του ποδηλατά.
-Ομ Μεχάλη, τρέχει τίποτα;
-Βρε Γιούνες, του λέω, σώσε, το παιδί μου τελειώνει.
Ώσπου να το πω ήταν απάνω. Πλατς, πλας χτυπούσαν τα γυμνά του πόδια στα πέτρινα σκαλοπάτια. Μια και δυο τη σήκωσε στα χέρια και δρόμο κάτω. Πίσω ο Μιχάλης με το παλτουδάκι της, για να τη σκεπάσει. Ξοπίσω τους εγώ με τις παντόφλες και τη νυχτικιά. Πού την πάει; Τρέχαμε σαν τρελοί και δεν τον προφταίναμε. Λι από πίσω μας ο μαχαλάς ξεσηκωμένος να ρωτάει: Μα τι γίνηκε; Φονικό;
Όταν φτάσαμε στην Μπουστάνι, τον χάσαμε. Αριστερά, πήρε την Νταουαουίν, είπε ένας περαστικός. Κατάλαβα, την πήγαινε στο φαρμακείο που διανυχτέρευε, αντίκρυ στο σαράι του Πασά. Την είχαν κιόλας ξαπλωμένη στο μουσαμαδένιο κρεβάτι. "Ψυχραιμία, κυρία μου", έλεγε ο φαρμακοποιός. "Μην κάνετε έτσι. Τώρα θα φτάσει ο γιατρός. Μα πού το βρήκατε τέτοιο θηρίο; Κοιτάξτε πώς την έσπασε την πόρτα μου. Αφού τον είδα και του φώναξα έρχομαι, ήταν ανάγκη να την κλωτσήσει;"
Με το γιατρό άλλο ζήτημα. Τον κατέβασε με τις πυτζάμες. Και τον κρατούσε από το σβέρκο μπας και του φύγει.
-Βρε, Γιούνες, του λέω, κατέβασε τα χέρια σου απ' το γιατρό, δεν ντρέπεσαι;
-Ομ Μεχάλη, μου κάνει, άσε με να τελειώσω τη δουλειά κι ύστερα δείρε με.
Έτσι το σώσαμε το κοριτσάκι. Κι όταν γυρίσαμε σπίτι με τ' αμάξι που μας έφερε ο Γιούνες, και την πλαγιάσαμε στο κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε, είδα τη λεκάνη πάνω στο τραπέζι: Θε μου, είπα, αυτό είναι το αίμα του παιδιού μου, πώς να το χύσω στο νεροχύτη; Μα κι αυτό το έκανα κι όταν γύρισε ο κύρης της, ξημερώματα πια, το σπίτι ήτανε συγυρισμένο κι όλα τα παιδιά κοιμόντουσαν σα να μην είχε γίνει τίποτα.
-Το γουμάρι, του κάνω, ο ξιπόλυτος, που λες καμιά φορά, έσωσε το παιδί μας απόψε.
-Ποιος, τι; Κι όταν του τα είπα με το νι και με το σίγμα, τι γυρίζει και μου κάνει;
-Κι άφησες αυτόν τον βρωμάραπα να πάρει στην αγκαλιά του το κορίτσι μας;
Τη λεκάνη και τα εικονίσματα μπορείτε να τα πάρετε. Ακόμα και το τραπέζι με τον κίτρινο μουσαμά. Και την Ουρανίτσα την ίδια μπορείτε να την στείλετε αλλού. Μα η νύχτα μέσα στο γαιδουροκαλόκαιρο, το φως της ασετυλίνης, τους δρόμους και το βουητό του μαχαλά, τα σπασμένα τζάμια και τις μεγάλες φωτισμένες γυάλες με το πράσινο και το κόκκινο νερό, το λαχάνιασμα του Γιούνες, το χαμόγελο του γιατρού, αυτά όλα θα μείνουν πίσω, δεν κλείνονται σε βαγόνια. Και δίχως αυτά τι παίρνετε μαζί σας; Τίποτα!

Αριάγνη
Στρατής Τσίρκας