Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας σαν σήμερα γεννήθηκε πριν
153 χρόνια. Υπήρξε ένας από τους τρεις μεγάλους εκπροσώπους της ηθογραφίας,
μαζί με τους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Γεώργιο Βιζυηνό. Είναι γνωστός για τα
έργα του "Ο Ζητιάνος" αλλά και για τα υπέροχα "Λόγια της
Πλώρης".
26 χρονών και μετά την λήξη
της στρατιωτικής του θητείας διορίστηκε υγειονομικός γιατρός στο ατμόπλοιο
Αθήναι, με το οποίο ταξίδεψε στα παράλια της Μικράς Ασίας, στον Ελλήσποντο, στη
Μαύρη Θάλασσα, αλλά και στην ευρύτερη λεκάνη της Μεσογείου.
Ο Καρκαβίτσας
κατέγραψε τις εμπειρίες από την περίοδο αυτή της ζωής του σε ημερολόγιο με την
ονομασία Σ’ Ανατολή και Δύση. Αυτές οι σημειώσεις αξιοποιήθηκαν 8 χρόνια
αργότερα για τη συγγραφή της συλλογής διηγημάτων Λόγια της πλώρης. Η επιλογή
του τίτλου της συλλογής από τον Καρκαβίτσα δεν είναι τυχαία. Στην πλώρη
βρίσκονταν τα διαμερίσματα των ναυτών και των θερμαστών· «λόγια της πλώρης»,
λοιπόν, είναι οι κουβέντες που αντάλλασσαν μεταξύ τους οι ναυτικοί.
Να τι λέει ο ίδιος σε ένα παλαιό του προλόγισμα: «Η πλώρη τού Αθήναι μας –όπως κάθε καραβιού πλώρη–
είναι η κατοικία και αυλή των ναυτών και των θερμαστάδων... που ξοδεύουν την
ακριβή ώρα της ανάπαυσής τους μπαλώνοντας τα ρούχα τους, βράζοντας τον καφέ ή
τσάι τους και λέγοντας παραμύθια ή ανέκδοτα του τόπου τους... Τα απλά τους
λόγια πολλές φορές μ’ εσυγκίνησαν∙ τα χοντρά τους αστεία και η ελευθεροστομία
τους πολλές φορές με χαροποίησαν∙ τα δυστυχήματά τους κι οι αγώνες τους πολλές
φορές μ’ ήφεραν σε θέση να καταραστώ την ανθρωπότητα».
Στα διηγήματα αυτά
καθρεφτίζεται η ζωή των ναυτικών του τέλους του 19ου αιώνα· ζωή γεμάτη
κακουχίες. Άφθονα είναι τα λαογραφικά στοιχεία σε όλα τα διηγήματα: παραμύθια,
παραδόσεις, δημοτικά τραγούδια, ήθη, έθιμα, λαϊκές γιορτές, δεισιδαιμονίες,
μάγια και πολλά άλλα. Ο Καρκαβίτσας αναπλάθει λογοτεχνικά το εθνικό παραδοσιακό
υλικό, ιδιαίτερα από την περιοχή της λαϊκής παράδοσης.
Μια από αυτές τις ιστορίες
που παρουσιάζει είναι και ο μύθος για το Μαύρο κοράλι, το Γιούσουρι όπως το
έλεγαν. Γιούσουρι (από το αραβικό γιουσούρ), ονομάζουν οι ναυτικοί το μαύρο
κοράλι. Η παράδοση, όπως έχει καταγραφεί, αναφέρεται στην ύπαρξη ενός τεράστιου
κοραλιού στον κόλπο του Βόλου: «ένα γιούσουρι μεγάλο σαν πλατάνι βρίσκεται στον
κόρφο του Βόλου, απάνου σ’ έναν πάγκο δεκαφτά οργιές του βάθους. Είναι
στοιχειωμένο».
Ο φόβος που προκαλεί το
γιγάντιο κοράλι αποτελεί και την κινητήριο δύναμη της πλοκής του μύθου.
Ο τρόπος που περιγράφεται,
αλλά και ο «σεβασμός», με τον οποίο αντιμετωπίζεται από τους ναυτικούς, το
γιούσουρι εξάπτουν τη φαντασία αλλά και την περιέργεια του Γιάννου Γκάμαρου, του
ήρωα του διηγήματος. Ο Γιάννος απευθύνεται στον πατέρα του με το ερώτημα γιατί
δεν κόβει κάποιος το μυθικό αυτό μαύρο κοράλι. Η γεμάτη φόβο εξήγηση του πατέρα
δεν ικανοποιεί τον ήρωα του διηγήματος, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία να ζητά από
τον καπετάνιο του ψαροκάικου, στο οποίο δουλεύει, την ευκαιρία να βουτήξει για
να βγάλει το κοράλι στην επιφάνεια. Μετά από πολλές πιέσεις ο καπετάν
Στραπάτσος δέχεται να δώσει στον πρωταγωνιστή μία ευκαιρία...
Ψάρευα το σφουγγάρι με τη
μηχανή του καπετάν-Στραπάτσου στην Έγριπο. Δώσε απάνω, δώσε κάτω, φτάσαμε και
στον κόρφο του Βόλου.
Άρπαξα τον καιρό.
«Τι λες, καπετάνιε; Κάνουμε
την απόπειρα;»
«Ποια;»
«Πάμε να κόψουμε το
γιούσουρι;»
Γέλασε ο καπετάν-Στραπάτσος·
γέλασαν και οι άλλοι· γέλασα και εγώ. Δεν τολμούσα να κάνω το σοβαρό.
«Ρε, τι λες;» μου κάνει,
«είσαι στα συγκαλά σου ή να στείλω για τον παπά; Αμή, πήγαν τόσοι και τόσοι και
δεν έκαμαν τίποτα, και θα κάμουμε εμείς;»
«Γιατί όχι; Είμαστ’ αδέξιοι
εμείς; Έπειτα, άκου να σου ειπώ: εκείνοι πήγαν με την πέτρα. Μια βουτιά κι
απάνου. Τι θες να κάμουν με μια βουτιά;»
«Μωρέ, κοίτα να βγάλουμε το
καρβέλι και άφησε τα όνειρα!» μου λέει τέλος ο καπετάνιος.
Δεν απελπίστηκα. «Θα τον
καταφέρω στο ύστερο» σκέφτηκα.
Και αλήθεια, έδωκα, πήρα, τον
κατάφερα μια Κυριακή που δεν ψαρεύαμε.
«Τι λες, πάμε;» του κάνω.
«Μωρέ, πού να πάμε;»
«Για το γιούσουρι!»
«Και ποιος θα βουτήξει;»
«Εγώ βουτάω! Γι’ αυτό ρωτάς;»
Πήγαμε τέλος. Κοιτάζω με το
γυαλί στον πάτο, πουθενά γιούσουρι. Φέρνω μια βόλτα, δυο, τρεις· τίποτα! Άρχισα
ν’ απελπίζομαι. Μια απελπισία παράξενη. Τόσα χρόνια το ανάσταινα στη φαντασία
μου, το έβλεπα μπροστά μου, πάλευα μαζί του, το νικούσα, και τώρα να βγαίνουν
όλα ψέματα! Δεν μπορούσα να το υποφέρω. Κάπου έπρεπε να υπάρχει, κάπου να το
συναντήσω, θες κάτω στους βυθούς, θες πέρα στο ακρογιάλι, θες πάνω στα σύγνεφα!
Να το συναντήσω, να μετρηθώ μαζί του, κι ας με καταλύσει. Ας κρεμαστούν και τα
δικά μου κόκαλα απάνω του, όπως και των άλλων παλαβών. Όχι όμως να μην το
γνωρίσω ποτέ στη ζωή μου! Τότε γιατί έζησα τόσον καιρό, γιατί έγινα εικοσάχρονος,
γιατί έμαθα τη θάλασσα, γιατί ανασκάλισα τους βυθούς; Μονάχα για το καρβέλι;
Εγώ, κρεμασμένος στη
κουπαστή, δεν έπαυα να κοιτάζω ζερβόδεξα με καρδιοχτύπι μεγάλο, σα να ζητούσα
της μάνας μου τα κόκαλα. Μάταια όμως! Το νερό πρασινογάλαζο έφτανε ως κάτω στον
πάτο και μου έδειχνε ξερά τα φύκια· όχτους εδώ απόκρημνους, εκεί αμμόστρωτες
απλωσιές σουφρωμένες, ζεστές, κρεβάτια για τις νεράιδες μαλακά κι απάρθενα. Το
γιούσουρι όμως όχι· κανένα σημάδι για τ’ ονειρεμένο μου δεντρί.
Έλεγα ν’ αφήσω το γυαλί και
να ξαπλωθώ στο κατάστρωμα. Αλλά την ίδια στιγμή θολό σύγνεφο ίσκιωσε μπροστά
μου, πίσω έμεινε σα να διάβηκε φάλαινα.
«Στοπ!» φωνάζω· «σταθείτε»!
Στάθηκε το καΐκι, γύρισε πίσω
στα νερά του και είδαμε όλοι σαν χιλιόχρονη βελανιδιά να κάθεται στον πάγκο.
Δεν ήταν λοιπόν ψέμα, δεν ήταν παραμύθι!
Ντύνομαι γοργά, παίρνω το
λάζο στη ζώνη μου, ένα τσεκούρι στο χέρι, και βουτώ κάτω. Μα καθώς σήκωσα τα
μάτια, σύγκρυο μ’ έπιασε. Καλά το έλεγαν οι γέροντές μας. Τι ο διπίθαμος
Αράπης! Τι Γοργόνα και τι Άριστος! Τούτο είναι το θάμασμα! Οι ρίζες του
μελαψές, λεπιδοντυμένες, βύζαιναν το μάρμαρο, έμπαιναν στις σχισμές, αγκάλιαζαν
τ’ αγκωνάρια, γάντζωναν τις ποδιές του, ένα σώμα θαρρείς και μια δύναμη. Απάνω
ορθοκάθεδρος ο κορμός, αρκουδοντυμένος, με ρόζους εδώ κι εκεί κλειστούς στο
πολυτρίχι μέσα, οργιές ψήλωνε. Και από κει κλαδιά και αντικλάδια μυριόριζα,
καμαρωτά κι ολόισια έφευγαν πέρα δώθε, ψηλά και χαμηλά, λες κι έπασχαν ν’
αποκλείσουν όλον τον πλατύχωρο κόρφο με το δίχτυ τους. Ολόγυρα το νερό διάφανο,
σαν γυάλα το σκέπαζε και το έλουζε, τροφή μαζί και ταίρι, ανάσα και κλίνη του.
Και κάτω από το μαρμαρένιο βάθρο σκοτεινή έχασκε η άβυσσο, κρύα και άπατη.
Ήβρα το δέντρο στον ύπνο του.
Μα και στον ξύπνο να το ήβρισκα, το ίδιο έκανε. Αν ήταν ν’ αρπάξω ένα κλαδί και
να βγω απάνω, καλά. Μα εγώ ήθελα να το κόψω σύρριζα. Για τούτο κατέβηκα εκεί.
Έκαμα το σταυρό μου, ξάμωσα το τσεκούρι και γκοπ! του κατάφερα την πρώτη.
Ξύπνησε ο Όφης. Και αρχίζει αμέσως ένας σίφουνας, ένας χτύπος, ένα κακό, λες
και χύθηκαν όλα τα ρέματα απάνω μου. Το νερό χόχλασε, δάρθηκε κλωθογύριστα,
σκότος πήδηξε από την άβυσσο κι έχασα όλα τα πάντα. Έκατσα χαμηλά, αρπάχτηκα σ’
ένα ρίζωμα να μη με σύρουν. Και είδα άξαφνα τους ρόζους τους κλειστούς να
γλαυκοπαίζουν σα μάτια αράπικα και να χύνεται αστρίτης η φλόγα απάνω μου. Και
στα κλαδιά τα λευκοπράσινα είδα να κρέμονται τα σκέλεθρα, πομπή και γάνα των
παλαβών που τόλμησαν να τα βάλουν μαζί του.
Μόλις έπεσε ο σίφουνας,
σηκώνω το τσεκούρι και του καταφέρνω δεύτερη με όλη μου τη δύναμη. Πέτρα να
χτύπαγα, το λιγότερο θα ράγιζε· εκείνο τίποτα. Ούτε σκλήθρα δεν άνοιξε. Αντί να
πάει μέσα το τσεκούρι, έφυγε πίσω δυο πιθαμές, τρεις, τέσσαρες, σα να χτυπούσα
σε λάστιχο. Πρέπει να το ξεριζώσω, πικροσυλλογίστηκα.
Τσιμπάω απάνω:
«Ρίχτε μου το λοστό».
Μου κατεβάζουν το σύνεργο.
Ρίχνω πέρα το τσεκούρι και αδράχνω το λοστό. Αρχίζω στις ρίζες. Τυραννήθηκα,
και γω δεν ξέρω πόσο. Ώρες ερχόταν, ώρες περνούσαν, και γω με το λοστό στο
χέρι.
Τέλος, κατάλαβα πως άρχισε να
λασκάρει. Έχανε το στήριγμά του.
«Απάνω!» τσιμπάω.
Με ανεβάζουν απάνω. Γδύνομαι
γοργά, παίρνω τη πρώτη ανάσα.
Μπρε! Πήρε και σούρπωνε.
Αντίκρι το Πήλιο ψήλωνε βαθυγάλαζο σαν από λουλάκι. Τα χωριά του άσπριζαν στις
πλαγιές, σκόρπια μάρμαρα. Στο Βόλο άναβαν τα φώτα και ο ουρανός, ολοπόρφυρος
από το ηλιοβασίλεμα, έβγαζε ένα τρεμόφεγγο τ’ αστέρια του. Μου φάνηκε πως
ξανάζησα όταν είδα μπρος μου γνώριμα πρόσωπα. Ξέχασα μια στιγμή και το
γιούσουρι και τους κόπους μου και τη δόξα μου ακόμη.
«Τι, απόκαμες;» ρωτάει ο
καπετάν-Στραπάτσος.
«Τώρα θα ιδείς!» του λέω
πηδώντας απάνω. «Έλα, παιδιά! Τα κουπιά σας. Το δέντρο θα το σύρουμε στο νησί
απόψε».
«Μωρέ, τι λες! Δεν έπαθες
τίποτα; Δε σ’ άγγιξε το στοιχειό;»
Και ρίχνονται όλοι απάνω μου,
με ψηλαφούν, σφίγγουν τα κρέατά μου, κινούν τα μπράτσα μου, και ακόμη δεν
πιστεύουν πως είμαι γερός.
«Μα τραβάτε παιδιά, παιδιά!»
λέω. «Το δέντρο κόπηκε».
Ρίχνονται στα κουπιά, τραβούν
με δύναμη. Ναι! Αντί να σύρει μπροστά, πίσω πήγαινε το καΐκι μας.
«Μωρέ, μας γελάς» λέει ο
καπετάνιος αγαναχτισμένος. «Τι μολογάς πως έκοψες το γιούσουρι;»
«Μα τον αι-Νικόλα, το ‘κοψα»
του κάνω· «τράβα! Τ’ ήθελες, να τ’ αποκόψω, για να με πλακώσει από κάτω; Δυο
τραβήματα θέλει και θα ’ρθει με τις ρίζες του».
Αρχίζουμε πάλι το τράβημα.
Κάπου μια ώρα έτσι παιδευτήκαμε. Άκουες τους σκαρμούς κι ετριζοβόλουν. Πείσμα
έπιασε τους ναύτες και αντρειεύονταν σαν ξωτικά. Ο καπετάν-Στραπάτσος,
ξετρελαμένος από χαρά και περηφάνια, ψυχή έδινε σε όλους με τις φωνές του:
«Ω-ω! Ω-ω!... Γεια σας,
παλικάρια! Ίσα, λιοντάρια μου! Ντροπή μας! Μωρέ, ίσα, τίγρηδες!»
Και τα παλικάρια, τα
λιοντάρια, οι τίγρηδες, έχωναν βαριά το κουπί και το έπαιρναν πίσω με τόση
δύναμη, που έλεγες τώρα θα γίνει σύψαλα. Τέλος, βαθύ μούγκρισμα αντήχησε κι η
θάλασσα σήκωσε τρανό κύμα καταπάνω μας. Το καΐκι πέταξε γοργόφτερο εμπρός.
Αμέσως, μέγα κήτος φάνηκε να πιάνει απ’ άκρη σ’ άκρη τον κόρφο. Ήταν το
γιούσουρι.
«Να ιδώ! Και γω να ιδώ!»
Τρέχουν όλοι στην πρύμη να
γνωρίσουν το στοιχειό. Το βλέπουν και σταυροκοπιούνται φοβισμένοι.
«Εμπρός!» λέω στον
καπετάν-Στραπάτσο. «Να το βγάλουμε όξω τώρα που νύχτωσε, πριν το νιώσουν και
μας το πάρουν οι Τούρκοι».
Μόλις βγήκαμε από τον κόρφο,
Γοργόνα οργισμένη μας απάντησε η νοτιά. Ο ουρανός έσβησε τ’ αστέρια του, έκρυψε
τα σύνορά του. Άδης το σκότος απλώθηκε απάνω μας. Το κύμα ψήλωνε βουνό, ανέμιζε
φωσφορούχους τους αφρούς κι έχυνε φως κάτασπρο, θαμπό και άχαρο περίγυρα. Τι
άλογα και τι άτια, τι φώκιες και τι φάλαινες κλωθογύριζαν κοπαδιαστά,
βρουχιούνταν και αλάλαζαν στο σύσκοτο εκείνο χάος! Ν’ ανησυχώ άρχισα. Δεν ήταν
θάλασσα εκείνη· ήταν θυμός και σείσμα, κατάρα και χολή, φαρμάκι της άβυσσος.
Όμως τίποτα. Το γιούσουρι,
σφιχτοδεμένο, ακολουθούσε τα απονέρια που έστρωνε η πρύμη της σκάφης μας. Το
άκουα να δέρνεται κάποτε και να ρουχνίζει, σαν ζωντανό που παίρνει ανήφορο.
Ντροπή το είχε πως νικήθη και πάσχιζε με κάθε τρόπο να απαλλαγεί. Μα ποιος το
άφηνε; Μέσα στο άγριο πέλαγο μια ξεχώριζα ταρναριστή φωνή, τη φωνή του
διαλαλητή· ένα γνώριζα αίσθημα, το θάμασμα των γερόντων μας. Ένα πόθο, την ευχή
των κοριτσιών:
«Να λεβεντονιός για να γίνει
άντρας μας!»
Με το χάραμα είδα κατάπλωρα
συγνεφοσκεπασμένο το νησί μας. Τρία μίλια θέλαμε ακόμη. Μα τρία γερά. Τα
μπράτσα λύθηκαν όλη νύχτα επάνω στο κουπί. Τα πρόσωπα σούρωσαν· τα μάτια
θόλωσαν. Ζάρες έκαμε το μέτωπο· άσπρισαν τα κατάμαυρα μαλλιά, σα να κύλησαν
στογός τα χρόνια επάνω μας. Ο καπετάνιος, ξαπλωμένος τ’ ανάσκελα στον πάγκο,
έμοιαζε πτώμα. Οι λαμνοκόποι αμίλητοι κινούσαν ράθυμα τα κουπιά, σαν μηχανές
που κάνουν αναίσθητα το έργο τους. Μόνος εγώ εξακολουθούσα να λάμνω σωστά. Ήρθε
μάλιστα πολλές φορές που τους πήρα. Μα τι να κάμω και γω; Περισσότερος ήταν ο
πόθος παρά η δύναμή μου. Το κύμα επίμενε να ψηλώνει ακόμα, να λιχνίζει και να
μας βρέχει και να μας κλυδωνίζει φοβερά.
Τέλος, ρόδισε η ανατολή,
φάνηκε ο ήλιος. Φάνηκαν βουρκωμένες οι στεριές, θολό το πέλαγο, φιλόξενο το
νησί μας αντίκρι.
«Άλα, παιδιά, και φτάσαμε!»
φώναξα.
Και πηδώ στην πλώρη ν’
αγναντέψω καλά το λιμάνι, να ιδώ την αμμουδιά όπου θα το ρίξω θρασίμι. Το καΐκι
πέταξε μέσα, δυό χάλαρα πήδηξε, άραξε απάνω στον άμμο. Τρέχω στην πρύμη και
αδειάζω τη γούμενα.
Ωιμέ! Σχοινί κομματιασμένο
κρατώ μόνο στα χέρια μου!
Τι έγινε το άκαρπο δεντρί;
Κάτω βρίσκεται, στον κόρφο του Βόλου, απάνω στο θεόχτιστο πάγκο του, με τις
λεπιδωτές ρίζες, αρκουδοντυμένο τον κορμό, κλαδιά και παρακλάδια του πέρα δώθε,
λες και πάσχει να κλείσει όλα στο δίχτυ του. Ακόμη το παραδίνουν γενιά σε γενιά
οι ναύτες και πάει από πατέρα σε παιδί, από παιδί σ’ εγγόνι, πάντα μεγάλο,
θαμαστό πάντα, σκληρό σαν σίδερο, δυνατό σαν λέοντας, ψυχωμένο και αθάνατο σαν
στοιχειό.
Και γω, ο Γιάννος ο Γκαμάρος,
νέος αι-Γιώργης του νησιού, εβδομηντάρης κι ετοιμόρροπος τώρα, δε
θαλασσοδέρνομαι παρά για το καρβέλι!
Μια υπέροχη ιστορία από τα
Λόγια της πλώρης. Ένας μύθος από τα παλιά χρόνια που ο Καρκαβίτσας άκουσε πάνω
στο καράβι, την κατέγραψε και την μετέφερε στις επόμενες γενιές.
Πολύτιμες ιστορίες ανθρώπων
που έζησαν σε μια εποχή στέρησης και πόνου.
Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΧΑΙΝΑ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟN ΕΞΑΙΣΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΣΥΜΠΤΩΣΕΩΝ (1865-2002)
Του Διονύση Κράγκαρη
1865
Γέννηση. Γονείς ο Δημήτριος Καρκαβίτσας (1840-1922) και η Άννα Βασιλείου Σκαλτσά (1844-1913).
1870
Γράφεται στο δημοτικό σχολείο Λεχαινών
1878
τελειώνει το Α’ Γυμνάσιο της Πάτρας.
1883-1888
Φοιτά στην Ιατρική Σχολή Αθηνών
1884
Δημοσιεύει το πρώτο του διήγημα Η Ασήμω στην Εβδομάδα
1887
Στέλνει ανταποκρίσεις εκ Λεχαινών στη Νέα Εφημερίδα με το ψευδώνυμο Πέτρος Αβράμης.
1888
-Ο Ψυχάρης δημοσιεύει το έργο του Το ταξίδι μου
Ταξιδεύει στην Παρνασσίδα και τη Δωρίδα
-Δημοσιεύει τον Αφορισμένο και επιβάλλεται ως συγγραφέας.
-Παραμονές Χριστουγέννων παίρνει το πτυχίο της Ιατρικής με τον βαθμό λίαν καλώς.
1889
Κατατάσσεται στο στρατό για να υπηρετήσει τη θητεία του.
-Γράφει τη Λυγερή, το ηθογραφικό διήγημα Νέοι Θεοί και άλλα διηγήματα που θα συμπεριληφθούν αργότερα στη συλλογή Παλιές αγάπες,
1892-1894
Εργάζεται ως γιατρός στο ατμόπλοιο «Αθήναι» της Πανελληνίου Ατμοπλοΐας
-Δημοσιεύει τις εντυπώσεις του από την επίσκεψή του στις φυλακές του Ναυπλίου
1894
-μέλος της Εθνικής εταιρείας
1895
Εργάζεται ως γιατρός στην Αμπλιανη της Ευρυτανίας.
1896
-Ολυμπιακοί Αγώνες
Κατατάσσεται στο στρατό ως μόνιμος αξιωματικός. Στις 11/11 ονομάζεται ανθυπίατρος.
-Κυκλοφορεί σε βιβλίο Η Λυγερή.
1897
-Ελληνοτουρκικός πόλεμος και οδυνηρή ήττα της Ελλάδας, κατάρρευση του οράματος της Μεγάλης Ιδέας.
-Βγαίνει σε βιβλίο Ο Ζητιάνος.
1899
-Λόγια της πλώρης.
1900
-Παλιές αγάπες, συλλογή 15 διηγημάτων ηθογραφικού και ιστορικού περιεχομένου της περιόδου 1885-1897.
1904
-Ο Μακεδονικός αγώνας και ο θάνατος του Παύλου Μελά.
-Αρχαιολόγος
1905
Συνιδρυτής της εταιρείας Η Εθνική Γλώσσα
1908
-Ιδρύεται από τον Νικόλαο Πολίτη η Λαογραφική Εταιρεία στην οπόια συμμετέχει.
1909
-Το Κίνημα στο Γουδί. Μέλος αρχικά του Στρατιωτικού Συνδέσμου, γίνεται στη συνέχεια αντίπαλός του και πολέμιος του Βενιζέλου
Περιοδεύει στη Θεσσαλία και επισκέπτεται στη Σκιάθο τον Παπαδιαμάντη
1910
Από τα Ιδρυτικά μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου
1912
-Α΄Βαλκανικός Πόλεμος. Συμμετέχει ως στρατιωτικός γιατρός στα ορεινά χειρουργεία.
1913
-Β΄βαλκανικός Πόλεμος
-Προσάρτηση Κρήτης
1914
-Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος
1916
-Κίνημα Βενιζελικών. Συλλαμβάνεται φυλακίζεται και στη συνέχεια εξορίζεται στη Γέρα Μυτιλήνης και στα Λεχαινά
1917
-Αρρωστος στο σανατόριο της Πεντέλης
1922
-Διηγήματα για τα παλληκάρια μας
-Διηγήματα του γυλιού
24 Οκτωβρίου. Πεθαίνει και ενταφιάζεται στο νεκροταφείο Αμαρουσίου.
1927
Μεταφορά των οστών του στον οικογενειακό τάφο στα Λεχαινά.
1935
Συγκρότηση επιτροπής στα Λεχαινά για την ανέγερση προτομής του.
1936
Φιλολογική εσπερίς με ομιλητές τους Ιωάννη Μιχαήλ και Ανδρέα Μπασιλάρη. Απαγγελία ποιήματος από την Τούλα Τρυφωνοπούλου.
1939
29 Απριλίου. Αποκάλυψη της προτομής του , από τον πρωθυπουργό της δικτατορίας Ιωάννη Μεταξά. Ομιλίες Ευσταθίου Διασάκου, Σαράντη Σαραντόπουλου και Τάκη Δόξα.
1953
Απρίλιος, 19. Φιλολογικό μνημόσυνο διοργάνωσε το περιοδικό «Ηλειακά» στο προαύλιο του Γυμνασίου με ομιλίες του φιλόλογου Νίκου Χριστόπουλου με θέμα «Η ζωή και το έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα» και του εκδότη των «Ηλειακών» Ντίνου Ψυχογιού με θέμα «Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας και τα Λεχαινά». Η Τούλα Τρυφωνοπούλου απήγγειλε το ποίημά της «Στη σκιά του Ανδρέα Καρκαβίτσα» και η μαθήτρια Μαρία Σέττα το ποίημα του Ηλία Καμπίτη «Στον Ανδρέα Καρκαβίτσα».
1962
Μάιος, 13 Εκδήλωση του Διδασκαλικού Συλλόγου Λεχαινών με ομιλητή τον Θεόδωρο Πολυζωγόπουλο. Θέμα: Η ζωή και το έργο του διηγηματογράφου Ανδρέα Καρκαβίτσα.
1966
Εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του. Ομιλίες των Θεοδώρου Ξύδη και Λεωνίδα Δρόσου.
1971
-Ίδρυση του σωματείου «Μορφωτική Ένωση Λεχαινών ο Ανδρέας Καρκαβίτσας» από νέους των Λεχαινών.
– Έκδοση από το ίδιο σωματείο του τριμηνιαίου περιοδικού «Ανδρέας Καρκαβίτσας».
1972
10-16 Απριλίου. Για τη συμπλήρωση 50 χρόνων από το θάνατό του η «Μορφωτική Ένωση Λεχαινών ο Ανδρέας Καρκαβίτσας» καθιερώνει ετήσια εβδομάδα λόγου και τέχνης με την επωνυμία «Καρκαβίτσεια».Ομιλίες των Δημητρίου Τσάκωνα με θέμα «Ελληνικότης και Καρκαβίτσας» και Ντίνου Ψυχογιού με θέμα «Ο Καρκαβίτσας και τα Λεχαινά».
7 Μαίου Ομιλία του Θόδωρου Ξύδη με θέμα «Αντρέας Καρκαβίτσας-50 χρόνια από τον θάνατό του» σε εκδήλωση που οργάνωσε ο Διδασκαλικός Σύλλογος Λεχαινών.
1973
7 Ιανουαρίου. Ομιλία του φιλόλογου Στράτου Χωραφά για τη ζωή και το έργο του Α.Κ.με την ευκαιρία της έκδοσης των Απάντων του από τον εκδοτικό οίκο «Καπόπουλος», σε εκδήλωση που οργάνωσε Η Μορφωτική Ένωση Λεχαινών ο «Ανδρέας Καρκαβίτσας».
Aνοιξη. Καρκαβίτσεια ΄73. Παρουσίαση των Απάντων του Α.Κ. από τον Γ. Βαλέτα στον κιν/φο Αστρον.
(Τα Καρκαβίτσεια οργανώνονται κάθε χρόνο, εκτός από τα χρόνια 1974, 1975, με ποικίλες εκδηλώσεις Λόγου και Τέχνης).
1982
19-25 Απριλίου, Καρκαβίτσεια. Εκδήλωση με θέμα «Ο Καρκαβίτσας και η εποχή του» με ομιλητή τον Διονύση Κράγκαρη και παράλληλη προβολή σλάϊντς που επιμελήθηκαν οι Δ.Κράγκαρης και Γ.Γώτης.
Δεκέμβρης. Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 60 χρόνων από το θάνατο του Α.Καρκαβίτσα, το περιοδικό «Διάλογος» (τρίμηνη έκδοση της Μορφωτικής Ένωσης Α.Καρκαβίτσας» συμπεριέλαβε στο τεύχος 17 μικρό αφιέρωμα στο συγγραφέα με ένα κείμενο του Γιώργου Βαλέτα (Γύρω στον Καρκαβίτσα) και μια έρευνα με θέμα «Το έργο του Α.Καρκαβίτσα σήμερα. Επιδράσεις στους νέους πεζογράφους» στην οποία απάντησαν οι πεζογράφοι Σπύρος Πλασκοβίτης, Φίλιππος Δρακονταειδής, Νίνα Κοκκαλίδου, Θόδωρος Θεοδωρόπουλος και οι κριτικοί Δημήτρης Ραυτόπουλος, Κ.Καζάζης και Μ.Μερακλής. Στο αφιέρωμα αυτό δημοσιεύεται φωτογραφία του Α.Κ. με στολή αρχιάτρου που παραχώρησε στο περιοδικό ο Ηλείος πεζογράφος και επίσης γενικός αρχίατρος Ηλίας χ.Παπαδημητρακόπουλος .
1987
16 Μαρτίου. Εκδήλωση σε απευθείας μετάδοση στη δημοτική βιβλιοθήκη στα πλαίσια της ραδιοφωνικής εκπομπής της ΕΡΤ (Α’ πρόγραμμα) «Συγγραφείς και πόλεις» , αφιερωμένη στον Ανδρέα Καρκαβίτσα. Ομιλητής ο Διονύσης Κράγκαρης. Διάβασαν κείμενα του συγγραφέα οι ηθοποιοί Σοφία Μυρμηγκίδου και Κώστας Μεσσάρης. Επιμέλεια εκπομπής: Μιχάλης Μήτρας.
1989
Διατηρητέο ιστορικό μνημείο και ως έργο τέχνης χαρακτηρίστηκε το πατρικό σπίτι του Ανδρέα Καρκαβίτσα με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού
1991
Ιδρύεται «Εταιρεία φίλων Μουσείου Ανδρέα Καρκαβίτσα» (αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία) με σκοπό τη δημιουργία μουσείου Καρκαβίτσα στο ισόγειο του πατρικού σπιτιού του συγγραφέα ιδιοκτησίας των κληρονόμων της αδελφής του Ευγενίας. Η προσπάθεια δεν τελεσφόρησε λόγω διαφωνίας των κληρονόμων με το Υπουργείο Πολιτισμού στο θέμα της αναπαλαίωσης του κτιρίου και των τοιχογραφιών του με έξοδα του υπουργείου.
1996
Νοέμβριος, 21-23. Τριήμερες εκδηλώσεις αφιερωμένες στα 110 χρόνια από την εμφάνιση του Αντρέα Καρκαβίτσα στα Ελληνικά γράμματα. Οργάνωση Δήμος Λεχαινών και Δημοτική Βιβλιοθήκη Λεχαινών.
21,Κατάθεση στην προτομή του
-Αποκαλυπτήρια πλάκας στο σπίτι που έζησε
-εγκαίνια προθήκης στη δημοτική βιβλιοθήκη Λεχαινών
22, τα σχολεία των Λεχαινών τιμούν τον Καρκαβίτσα (Γυμνάσιο, Λύκειο, 1ο Δημοτικό) με ομιλίες, απαγγελίες, θεατρικό και έκθεση ζωγραφικής.
23, Ομιλία της νεοελληνίστριας- ερευνήτριας της Ακαδημίας Αθηνών Αλίκης Παλιοδήμου με θέμα «Αντρέας Καρκαβίτσας ο Λεχαινίτης πεζογράφος». Πρόλογος Λεων. Δρόσου. Ανάγνωση κειμένων από Ευανθία Στιβανάκη και Γιάννη Παπανάγου.
2000
Μάιος-Έκδοση των ποιημάτων του Α.Κ. (Ποιήσεις) από τις εκδόσεις Πατάκη με επιμέλεια του Η.Χ.Παπαδημητρακόπουλου και προλεγόμενα του Ανδρέα Χρ. Ριζόπουλου.
2002
Νοέμβριος, 24. Εκδήλωση για τα 80χρονα από τον θάνατο του Ανδρέα Καρκαβίτσα, οργανωμένη από τον Δήμο Λεχαινών. Ομιλίες των Μιχάλη Μερακλή, καθηγητή Παν/μίου Αθηνών με θέμα «Τα γραμμένα στην καθαρεύουσα του Α. Καρκαβίτσα», Παναγιώτη Μαστροδημήτρη, ομότιμου καθηγητή του Παν/μίου Αθηνών με θέμα «Οι απόψεις του Α. Καρκαβίτσα για τη γλώσσα» και του καθηγητή του Παν/μίου Πατρών Σωκράτη Σκαρτσή με θέμα «Η φύσις δεν με στέργει: Ο Καρκαβίτσας στα γράμματά του». Κείμενα του Α. Καρκαβίτσα διάβασαν οι φοιτήτριες του τμήματος θεατρολογίας του Παν/μίου Αθηνών Γιούλη Μάντζιου και Ελένη Σκαρμούτσου. Ακολούθησε συζήτηση με το κοινό.
2005
Ιούνιος,11. Επονομασία του Α΄ Δημοτικού Σχολείου Λεχαινών σε «Ανδρέας Καρκαβίτσας».
ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ
ΛΕΧΑΙΝΩΝ
ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑ
ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
ΜΕ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΑ ΛΕΧΑΙΝΑ
(από τη συλλογή Διηγήματα,1982
Ο ΑΦΟΡΕΣΜΕΝΟΣ)
Από τα διηγήματα του Γυλιού
ΤΟ ΣΥΓΝΕΦΟ
ΤΟ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΚΟΥΤΙ
Ο ΚΟΥΡΔΟΥΚΕΦΑΛΟΣ
ΟΙ ΕΥΕΛΠΙΔΕΣ
Από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ Μας
Η ΑΣΗΜΩ
ΚΑΠΕΤΑΝ ΒΕΡΓΑΣ
Από τη συλλογή ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ
Ο ΕΒΥΘΟΣ
Η ΚΑΚΗ ΑΔΕΡΦΗ
ΚΡΥΦΟΣ ΚΑΗΜΟΣ
Η ΜΑΝΑ
Διηγήματα στην έκδοση του Αρχαιολόγου
ΤΟ ΚΟΝΙΣΜΑ
Σκόρπια διηγήματα
ΣΕΙΣΜΟΦΟΒΙΑ
ΤΡΕΙΣ ΚΙ Ο ΧΑΡΟΣ
Η ΝΥΞ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΕΝ ΤΟΙΣ ΧΩΡΙΟΙΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥΓΕΡΗ
Η ΚΥΡΑ ΠΑΓΩΝΑ
ΟΙ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣΤΑΙ
ΤΟ ΚΑΛΟ ΠΗΓΑΔΙ 355-357
ΟΙ ΚΑΡΡΟΛΟΓΟΙ 376-377
Από ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΑ
ΜΙΚΡΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ
Ο ΜΑΙΟΣ ΕΝ ΛΕΧΑΙΝΟΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου