῾Υπάρχει δέ ἕνα ὡραῖο ποίημα πού ἐκφράζει ἀκριβῶς πῶς αἰσθάνεται ἕνα ἄδολο καί ἀθῶο παιδί τήν ἑνότητα καί τήν ἀγάπη μέ τά κεκοιμημένα ἀδέλφια του.
Συνάντησα μιά ὀχτάχρονη παιδούλα
μέ τά σγουρά της τά μαλλιά δετά
σ᾿ ὁλόχρυση πλεξούδα.
Μιά ὀπτασία ᾿Αγγέλου
μάτια πού σέ κοιτοῦνε μ᾿ ἀπορία,ἁπλή καρδιά.
—Μικρό τριαντάφυλλο, τῆς εἶπα μαγεμένος,
στόν κῆπο σου ἔχεις ἄλλα σάν καί σέ;῎Εχεις ἀδέλφια ν᾿ ἀγαπᾶς;
Γελᾶ σάν ἥλιος ἡ μικρούλα καί μέ κοιτᾶ.
—Μά ναί μοῦ λέει, μά ναί.
Εἴμαστε ἑπτά!
—Καί ποῦ ᾿ναι οἱ ἄλλοι; τή ρωτῶ.
—῎Ω μή γυρεύεις.
Οἱ δυό ἔχουν φύγει σ᾿ ἕνα τόπο μακρινό
στό Κονγουαίη.
Οἱ δυό τους μέσ᾿ τό κύμα
μέρα καί νύχτα ταξιδεύουν,
κι οἱ ἄλλοι δυό
κοιμοῦνται μέσ᾿ στό μνῆμα
Βλέπεις τή χλόη ἐκεῖ πού τούς σκεπάζει;
Συχνά τό δείλι δίπλα τους περνῶ
τούς λέω τραγούδια, παραμύθια,
κεντῶ τ᾿ ὁλόδροσο πουρνό.
Στήν πρασινάδα του κεῖ χάμου
τούς λέω τά πιό ὄμορφα ὄνειρά μου.
Τώρα ἐγώ ᾿μαι πού κοιτάζω μ᾿ ἀπορία.
—Γλυκό κορίτσι, ἄν κάποιος σέ ρωτᾶ,
«πόσα ἀδέλφια ἔχεις; νά μή λές ἑπτά.
— Εἴμαστε ἑπτά, μοῦ λέει ξανά
κι ἀθῶα περίσσια.
Μετρῆστε λίγο, κύριε, πιό καλά.
Δυό στό Κονγουαίη,
δυό στή θάλασσα,
δυό μένουν κάτω ἐκεῖ στά κυπαρίσσια,
κι ἐγώ. Εἴμαστε ἑπτά!
— Μά εἶναι νεκροί οἱ δύο, σοῦ λέω,
εἶν᾿ οἱ ψυχές τους πού φτερουγίζουνε στόν οὐρανό,
εἶν᾿ ἀγγελούδια σ᾿ ἕνα κόσμο ἀλλοτινό
Μά ἡ παιδούλα πιά δέν μέ κοιτᾶ.
—Γλυκό κορίτσι, ἄν κάποιος σέ ρωτᾶ,
«πόσα ἀδέλφια ἔχεις; νά μή λές ἑπτά.
— Εἴμαστε ἑπτά, μοῦ λέει ξανά
κι ἀθῶα περίσσια.
Μετρῆστε λίγο, κύριε, πιό καλά.
Δυό στό Κονγουαίη,
δυό στή θάλασσα,
δυό μένουν κάτω ἐκεῖ στά κυπαρίσσια,
κι ἐγώ. Εἴμαστε ἑπτά!
— Μά εἶναι νεκροί οἱ δύο, σοῦ λέω,
εἶν᾿ οἱ ψυχές τους πού φτερουγίζουνε στόν οὐρανό,
εἶν᾿ ἀγγελούδια σ᾿ ἕνα κόσμο ἀλλοτινό
Μά ἡ παιδούλα πιά δέν μέ κοιτᾶ.
Μονολογεῖ, μετράει μ᾿ ἀπορία.
Κι ὅμως εἴμαστε ἑπτά!
(᾿Αγνώστου)
2 σχόλια:
Η μάνα μου. Όταν ήταν κι αυτή,πριν κάμποσα χρόνια, μικρό κορίτσι στο χωριό, βίωσε την απώλεια δυο μικρών νεογέννητων αδελφών. Για κάποιο λόγο πέθαιναν λίγο μετά που γεννιόντουσαν. Φαίνεται πως ο χαμός τους είχε τόσο πολύ τυπωθεί μέσα της, που μπορούσε με λεπτομέρειες να θυμάται τις τελευταίες τους ώρες παρά το φύλο τους γιατί ήταν σχεδόν και όχι απόλυτα βέβαιη πως ήταν κοριτσάκια. Συχνά πυκνά τα θυμόταν αυτά τα αδελφάκια, θυμόταν τον πατέρα της να ψάχνει να βρει λεμόνια να δώσουν λίγες σταγόνες γιατί αυτό είχε πει ο γιατρός, θυμόταν που λεμόνια δεν βρίσκονταν πουθενά, αλλά αυτό που κυρίως θυμόταν και που δεκάδες φορές μας είχε πει, ήταν αυτό που είχε διαβάσει. Διάβασε λοιπόν, πως τα αδελφάκια αυτά, που χάνονται έτσι μικρά και πρόωρα, θα περιμένουν σαν αγγελάκια πια, τα αδέλφια και τους γονείς τους για να παραλάβουν την ψυχή τους όταν αυτή θα πετάξει στον ουρανό και θα αποχωριστεί πια από το σώμα τους. Ήταν όλο αυτό κάτι το οποίο την χαροποιούσε ιδιαίτερα. Αρχικά, νόμιζα πως το λεγε και το ξανάλεγε από φόβο θανάτου. Ήμουν πολύ λάθος. Τώρα λοιπόν, μπορώ να ελπίζω πως αυτά τα τρία αδέλφια, είναι κάπου μαζί..
Τρελλογιάννη, πού θα πάει αυτό, ανακαλείς στη μνήμη ξεχασμένες, αγαπημένες εικόνες...μπορώ να βλέπω λεπτά μαλλάκια να ανεμίζουν και να νιώθω ένα ζεστό χέρι να με κρατά..
Τελικά..τα κοριτσάκια που χάθηκαν ήταν τρία και ο παππούς έψαχνε απεγνωσμένα για μήλο κι όχι λεμόνι. Σήμερα διασταύρωσα τις πηγές μου..έτσι για να 'μαστε αντικειμενικοί..
Δημοσίευση σχολίου