Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

Χειροπέδες και άστρα


Άδεια η Αθήνα αυτές τις ημέρες. Ή σχεδόν άδεια.
Αυτές τις μέρες, που αδειάζει, στον δρόμο που περνάω ακούγονται γλώσσες πολλές.
Τα ελληνικά σαν... να πάνε διακοπές.
Στην πόλη μένουν οι γλώσσες των μεταναστών. Διασχίζω τον δρόμο και φτάνω στο άλσος, για να τρέξω. Αγαπώ ιδιαίτερα το τρέξιμο. Από τότε που έγινα μετανάστης, περισσότερο.
Μου θεραπεύει το άγχος, ακόμα και τον φόβο. Το άλσος έχει αδειάσει και αυτό. Έχουμε μείνει μόνο εμείς, οι «μουτζαχεντίν του τζόγκινγκ».
Βλέπω (ξανά) το ζευγάρι των Περσών με το κοριτσάκι τους, που κρατά πάντα έναν Μπομπ σφουγγαράκη αγκαλιά. Βλέπω την κοπέλα με τη μαύρη φόρμα, που τρέχει πάντα με το iΡod στο χέρι.
Παίρνει ένα πονεμένο ύφος κάθε φορά που τρέχει. Έχει ενδιαφέρον να βλέπεις πώς αλλάζει το ύφος των ανθρώπων όταν τρέχουν.
Εδώ είναι και η γιαγιά που περπατά με τα κλειδιά στο χέρι, τα οποία «κουδουνίζουν» κάθε φορά, σαν να συνοδεύουν τα βήματά της.
Δεν έχει φύγει ούτε αυτή. Την θαυμάζω αυτή τη γιαγιά. Οι δύο έφηβοι Κινέζοι, εδώ. Την τελευταία εβδομάδα εμφανίστηκαν στο άλσος. Είναι εκπληκτικό πώς κάθε χώρος σε συνδέει με τους ανθρώπους. Επιβεβαιώνεις, ασυνείδητα, τα γνωστά πρόσωπα, σημειώνεις τα καινούργια.

Βραδιάζει, στο άλσος ανάβουν τα φώτα. Αρχίζω και τρέχω.

Προσπερνώ την κοπέλα με τη μαύρη φόρμα. Ακούω τη βαριά ανάσα της.
Εκείνη τη στιγμή, σε μία από τις πόρτες του άλσους εισβάλλουν πέντε-έξι μηχανές, με αστυνομικούς επάνω, με τις ωραίες εκείνες μπλε φόρμες που μοιάζουν με T-shirt και γράφουν ΡΟLΙCΕ στην πλάτη. Διασχίζουν το άλσος σιγά, κοιτώντας δεξιά και αριστερά, κάνοντας τον γύρω του διαδρόμου που τρέχουμε και εμείς. Σκόνη σηκώνεται και οι προβολείς των μηχανών μας τυφλώνουν. Κοιτάζω πίσω μου.
Το «κουδούνισμα» των κλειδιών της γιαγιάς δεν ακούγεται πια. Ο θόρυβος των μηχανών πνίγει το τραγούδι των τζιτζικιών. Η κοπέλα με τη μαύρη φόρμα σταματά. Σταματάω κι εγώ. Δεν ξέρω αν κάποιος το είπε ή απλά μου φάνηκε ότι άκουσα «ψάχνουν λαθρομετανάστες».

Ακόμα και στο άλσος; Ενστικτωδώς το χέρι μου πήγε στο διαβατήριο. Το κρατώ πάντα μαζί μου. Ακόμα και όταν τρέχω. Το σύνδρομο του μετανάστη. Ο χειρότερος εφιάλτης μου είναι να χάσω το διαβατήριό μου, όπου είναι κολλημένη η άδεια παραμονής.

Οι έφηβοι Κινέζοι δεν τρέχουν πια, αποτραβιούνται ανάμεσα στα δέντρα. Οι Πέρσες μαζεύουν το παιδάκι τους, που σφίγγει πάντα τον Μπομπ σφουγγαράκη στην αγκαλιά και βλέπει με έκπληκτα μάτια τους αστυνομικούς, σουρεάλ δρομείς πάνω σε προβολείς και ρόδες. Ανταλλάσσω ένα βλέμμα με το ζευγάρι των Περσών.

Ένα βλέμμα του τύπου: «Μετανάστης κι εσύ;». Το σύνδρομο του μετανάστη και αυτό. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα τα βλέμματα των αιτούντων άσυλο, που είχα δει το μεσημέρι σε φωτογραφία που μου έστειλαν από τη Χίο, πίσω από τα βρώμικα τζάμια του λεωφορείου να δείχνουν τις χειροπέδες τους. Τους μεταφέρουν - λένε- σε άγνωστα κέντρα, κατακαλόκαιρο. Κανείς δεν ξέρει πού.
Οι αιτούντες άσυλο και οι λαθρομετανάστες μεταφέρονται αυτές τις ημέρες σαν τα τοξικά απόβλητα, με άκρα μυστικότητα, ένας Θεός ξέρει πού. Οι μηχανές και οι αστυνομικοί ολοκλήρωσαν τον γύρο και βγαίνουν από την ίδια πόρτα που μπήκαν.

Αφήνουν πίσω τη σκόνη κι εμάς που αγαπάμε το τρέξιμο. Η κοπέλα με τη μαύρη φόρμα ξαναπαίρνει το πονεμένο ύφος, αρχίζει και τρέχει. Οι Κινέζοι κάθονται ακόμα ανάμεσα στα δέντρα. Η γιαγιά κουδουνίζει, ξανά, τα κλειδιά. Η σκόνη κατακάθεται. Οι Πέρσες λένε κάτι στο παιδάκι τους, που κοιτάζει με επιμονή τώρα προς τον έναστρο ουρανό. Δεν μπορώ να ακούσω τι του λένε. Ίσως εκείνη την ωραία περσική παροιμία: «Όταν σκοτεινιάζει, ζήτα το φως στα άστρα»...

Gazmend Kapllani

Δεν υπάρχουν σχόλια: