Θεόδωρου Ε. Παντούλα
μαράζι έχεις στην ψυχή που όλο κοντανασαίνει
Κι ας σε γελούν οι άνθρωποι μέσα στην αγορά
αγρίμι ζυγωμένο μου στην τόση ερημιά
Εσύ είσαι αρνάκι του Θεού, είσαι σφαχτό του κόσμου
έχεις το Πάσχα μέσα σου κι απ’ εκείνο δωσ’ μου
Να γιοματίσω παιδεμούς που έχεις σοδιασμένους
να κεραστώ και τους καημούς που ‘χεις σιγουρεμένους
Παράδες όσους κι αν βαστούν, όποια τιμή κι αν δώσουν,
αυτοί που δεν επόνεσαν ποτέ δεν θα μερώσουν.
Σ’ εμάς στραγγίξαν τα νερά και χλόισε ο τόπος,
τα ψυχοκέρια γίνηκαν ο πιο δικός μας τρόπος.
Λίγο ψωμί, πολύ κρασί και η ευχή σου σώνει.
* Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή την παραπάνω φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα. Όσες φορές κλήθηκε ν’ απαντήσει ποια απ’ τις χιλιάδες φωτογραφίες του είναι η καλύτερη, η απάντησή του είναι κατηγορηματική και πάντα ίδια:
«Το
’χω πει κι άλλες φορές, ως τέτοια φωτογραφία μου θεωρώ αυτή με του
φτωχού τ’ αρνί. Την τράβηξα στο παζάρι των Ιωαννίνων τη Μεγάλη Εβδομάδα,
το 1963. Αυτές τις μέρες κατέβαιναν οι χωρικοί απ’ τα χωριά τους
κάνοντας και πέντε ώρες δρόμο, μ’ ένα αρνί στην πλάτη, για να το
πουλήσουν και με τα χρήματα να πάρουν κάτι για τα παιδιά τους.
Οι
αστοί κάτω, τους άφηναν και κατέρρεαν απ’ την πείνα και την κούραση και
κοίταζαν να τους τα πάρουν στο τέλος όσο όσο. Πέτυχα αυτόν τον
αποκαμωμένο άνθρωπο, ακριβώς την ώρα που το παζάρευε. Του ’δωσε ένα
κατοστάρικο ο αγοραστής, “έλα και πολλά σού δίνω, δώσε μου ρέστα ένα
τάλιρο” και η απάντηση του δυστυχή:
“Πού να το βρω, άνθρωπέ μου” και αποχωρίζεται με τόσο πόνο το αρνί του, κοντεύοντας να κλάψει
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου