Γύρω του μαζεύτηκαν πολλοί επίσκοποι. Άλλοι χαρούμενοι, άλλοι κρυψίνοες κι άλλοι για να μάθουνε τα σχέδιά του. Κανείς όμως δεν ήξερε τι θ’ ακολουθήσει, ούτε κι ο ίδιος. Ο Γρηγόριος, πρώτη φορά, ήτανε στη συνεδρία, από την ημέρα που ήρθανε καθυστερημένα οι μακεδόνες και οι αιγύπτιοι επίσκοποι. Και με όσα τους είχε εξηγήσει, έμενε μάλλον με την εντύπωση, ότι δε θα επιμένανε να δημιουργούν εις βάρος του προβλήματα, να μιλάνε για δήθεν αντικανονικότητά του.
Στην κανονισμένη ώρα οι μεγάλες πόρτες του ναού κλείσανε. Οι συνοδικοί, όλοι παρόντες. Και λίγοι νοτάριοι, κληρικοί και αυτοί. Οι λοιποί κληρικοί και οι λαϊκοί, όπως για κάθε συνεδρία, μένανε στο προαύλιο. Ο πρόεδρος της Συνόδου, απλός αλλά κι επιβλητικός, σηκώθηκε, στράφηκε προς το ιερό Βήμα και άρχισε η προσευχή, σύντομη δέηση.
Κάθισε πάλι στην κεντρική θέση της έδρας. Πήρανε τις θέσεις τους και οι εκατόν πενήντα επίσκοποι. Οι νοτάριοι του φέρανε τις επίσημες περγαμηνές, που είχαν ετοιμάσει. Έριξε μια ματιά και σηκώθηκε. Καλωσόρισε τους νεοφερμένους επισκόπους ζήτησε συγγνώμη, που ένεκα της αρρώστιας έλειψε από μερικές συνεδρίες. Μετά, κήρυξε την έναρξη της συνεδρίας. Ένας επίσκοπος ανέλαβε από μέρους όλων να του ευχηθεί περαστικά.
Ημερησία διάταξη καθορισμένη δεν υπήρχε. Αρχίσανε, λοιπόν, οι συζητήσεις που μόνο με συζητήσεις δεν μοιάζανε. Ο πρώτος μόνο ζήτησε το λόγο κανονικά. Ακολουθήσανε άλλοι χωρίς τάξη και σειρά. Μιλάγανε για πολλά και οι θερμοκέφαλοι ερεθίσανε τα πνεύματα. Ο Γρηγόριος, ενώ άρχισε την ήμερα ευδιάθετος, μέσα στην αναταραχή και τη σύγχυση τούτη μελαγχολούσε. Προσπάθησε πάλι και πάλι —όχι όμως με αυστηρό τρόπο— να επιβάλει την τάξη. Κατάφερε λίγα πράγματα.
Προχωρώντας η ώρα, οι αυτοσχέδιοι και ασύνετοι ρήτορες εκτονώνονταν και κάθονταν. Τότε, ξεχώρισαν οι φωνασκούντες για το θέμα, που αφορούσε προσωπικά το Γρηγόριο. Αυτοί μιλάγανε και από την αρχή, αλλά πιο συγκρατημένα. Τώρα ξεσπαθώσανε και προσπαθούσανε να προσεταιριστούν πολλούς συνέδρους. Και ο Γρηγόριος, μόλις εκείνη τη στιγμή, κατά τις δέκα η ώρα, συνειδητοποίησε ότι η πιο μεγάλη φασαρία γινότανε για το αν ήτανε ή δεν ήτανε κανονικός επίσκοπος Κωνσταντινούπολης.
Φυσικά, οι φωνασκούντες λέγανε και ξαναλέγανε ότι δεν ήτανε κανονικός και ότι κάτι θα ’πρεπε να γίνει. Αλλά να γίνει τί; Να επανεκλεγεί ο Γρηγόριος; Να ζητήσουνε οι ανατολικοί επίσκοποι συγγνώμη, που δε ρωτήσανε τους αιγύπτιους και τους μακεδόνες (και σε τελευταία ανάλυση τους δυτικούς) για την ενθρόνιση του Γρηγορίου; Να παραιτηθεί ο Γρηγόριος; Λύση δεν προτείνανε. Μένανε μόνο στις προκλήσεις, τα υπονοούμενα και τη σύγχυση. Οι σταθεροί φίλοι του Γρηγορίου βρεθήκανε σε δεινή θέση. Ελπίζανε ότι με την παρουσία του, στην έδρα του προέδρου, οι θερμόαιμοι θα συγκρατούνταν. Μάταια. Περίμεναν από κείνον μια κίνηση, ένα νεύμα, για το πώς θα κινηθούν να τον βοηθήσουν, πώς να βοηθήσουνε την ίδια την Εκ¬κλησία.
Και ο Γρηγόριος τι έκανε, τι ένιωθε την ώρα τούτη; Για λίγο έμεινε άδειος. Ούτε σκεπτότανε ούτ’ αισθανότανε. Λες κι όλα τούτα δεν τον αφορούσαν. Οι φωνές, όμως, των αντιρρησιών και τα μάτια των φίλων, πού τον ρωτούσαν επίμονα, τον έβγαλαν από το αβυσσαλέο κενό.
Ανασήκωσε λίγο το κεφάλι, ζωήρεψαν τα μάτια κι έδειξαν ανησυχία. Ζητούσε διέξοδο, ποια στάση να τηρήσει. Καθισμένος, έδειξε να σαλεύει ελαφριά. Έμοιαζε αναποφάσιστος. Να σηκωθεί, να μη σηκωθεί. Τα δευτερόλεπτα για τον ίδιο και τους φίλους γίνανε χρόνια. Η αγωνία τσάκιζε τα πρόσωπα, περόνιαζε τις καρδιές. Εκείνος; Εκείνος δευτερόλεπτο με δευτερόλεπτο γαλήνευε. Γαλήνευε όλο και πιο πολύ. Απρόσμενα το έντονα κυρτό σώμα του ορθώθηκε. Οι φίλοι αναπνεύσανε. Στηρίχτηκε με τα δυο του χέρια στα καλλιτεχνημένα χερούλια του θρόνου του και αργά - αργά σηκώθηκε. Τα μάτια του ακόμη στραμμένα μέσα του.
Μόλις πήρε την κανονική θέση, ύψωσε την ιερή κεφαλή, τα μάτια έπεσαν ευθεία στους επισκόπους. Οι ασύνετοι το μόνο που κατάλαβαν ήτανε ότι έπρεπε να σιωπήσουν. Οι άλλοι ζήσανε τη φωτεινότητα του κάτισχνου προσώπου. Ήσανε πολλές αυγές μαζί δεν μπορούσε παρά ν’ ακτινοβολήσει αλήθεια. Κι όλοι τους αποσβολωμένοι ανοίξανε τις καρδιές. Δεν ξέρανε τι τους περίμενε, τι θα τους έλεγε. Μα ό,τι και να ’τανε θα ’τανε ιερό και μεγάλο.
Ο Γρηγόριος, πληγωμένος μα πάντα μεγάλος αετός του Πνεύματος, αναμέτρησε στα λίγα λεπτά τη σύγχυση, έβαλε τον εαυτό του εδώ, τον έβαλε κει, πουθενά δεν ηρεμούσε. Άδραξε, λοιπόν, την ευκαιρία. Τον αμφισβητούσανε κάποιοι; αυτός θα έφευγε. Την Ορθοδοξία έτσι κι αλλιώς την είχε στεριώσει, η θεολογία του γινότανε πίστη και ζωή όλο κι ευρύτερα στην οικουμένη. Για το λαό του δεν έπρεπε ν’ ανησυχεί πολύ. Τη νύχτα που πέρασε του είχε μιλήσει το Άγιο Πνεύμα και του ’χε πει, ότι ο λαός της Κωνσταντινούπολης θα προκόψει πολύ στην πίστη.
Τώρα, καιρός πια να ελευθερωθεί! Ένιωθε ότι έφτασε η ώρα να σπάσει τα δεσμά. Η καρδιά του άκουγε κιόλας το σπάσιμο.
Ήρεμα, έτσι όπως ατένιζε όλους, στη μέση της Αγίας Ειρήνης, άνοιξε το στόμα του χάριν της ειρήνης:
— Πατέρες ιεροί, συναχθήκατε δω για το θέλημα του Θεού. Υψωθείτε με την ψυχή στα υψηλά. Και μη στενοχωριέστε για τη δική μου θέση. Αν θα ’μαι πρώτος, αν θα ’μαι τελευταίος. Δεν έχει σημασία. Εδώ πρόκειται για την Εκκλησία και την ειρήνη της. Θάλασσα φουρτουνιασμένη καταντήσαμε, το βλέπετε καθαρά. Ομονοείστε σεις κι αφήστε μένα. Το αποφάσισα, για το κοινό καλό γίνομαι Ιωνάς. Πέφτω εγώ στη θάλασσα, όπως ο Προφήτης, αν και δεν έφερα εγώ τη φουρτούνα. Ειμ’ έτοιμος, μη διστάζετε, ρίξτε με στη θάλασσα, να πέφτω μόνος μου, αρκεί να ειρηνεύσετε, να σκεφτείτε μόνο την Εκκλησία!
Όσοι άκουγαν παγώσανε. Οι καρδιές τους, αγκυλωμένες και άδειες. Τα χάσανε και οι ασύνετοι, δεν καταλάβαιναν, δεν πίστευαν.
— Ναι αδελφοί μου, παραιτούμαι —συνέχισε ό Γρηγόριος— φεύγω. Παραδίδω και θρόνο και προεδρία. Τιμή μου, αφού έτσι βοηθώ την Εκκλησία, αφού έτσι θα πάψετε, πιστεύω, να φιλονικείτε. Ακόμα και το άρρωστό μου σώμα μου λέει να παραιτηθώ.
Οι σύνεδροι, όλοι χωρίς εξαίρεση, μοιάζανε κεραυνοβολημένοι. Δύο - τρεις, που δείξανε με τα μάτια να ρωτούν, κάνανε τον ιερόν άνδρα να συνεχίσει:
— Είμαι δω, στο θρόνο της πρωτεύουσας και στην προεδρία, μα όλοι ξέρετε ότι εδώ μ’ έφεραν άλλοι. Δεν αγάπησα το θρόνο και να ’στε σίγουροι ότι τον αποχαιρετώ με χαρά. Όσο μπόρεσα προσέφερα, στην αρχιεπισκοπή και στη Σύνοδο. Φεύγω τώρα, όμως η σκέψη και η γλώσσα μου θα ’ναι πάντα για την πανίερη Τριάδα μου. Με ζήλο θα υπερασπίζομαι την Αγία Τριάδα. Σας αποχαιρετώ, αδελφοί, σας εύχομαι υγεία και σας παρακαλώ για ένα: να θυμάστε τους κόπους μου κι όσα εδώ υπέφερα για την Ορθοδοξία.
Νόμιζε ότι τα είπε όλα, μα κάτι τον κέντησε μέσα του και πρόσθεσε με παράπονο:
— Ακόμα κάτι, αδελφοί μου. Αν βρείτε άλλον Γρηγόριο για το θρόνο, να τον λυπηθείτε περισσότερο απ’ όσο εμένα. Αυτά, λοιπόν, και να ειρηνεύετε.
Όλα τελειώσανε. Η μεγαλειώδης παραίτηση ανάλογη προς το μεγαλείο του πνευματέμφορου άνδρα. Τα τελευταία του λόγια ράψανε τα στόματα των συνέδρων. Άφωνοι όλοι, χωρίς εξαίρεση.
Δίλημμα ιερής καρδίας
Ο Γρηγόριος, ολύμπιος, ελευθερωμένος από εξουσία και τιμές, στράφηκε προς το ιερό Βήμα, έκανε το σταυρό του, πρόφερε εις επήκοο λίγα λόγια προσευχής και γύρισε να φύγει. Αργά, λες και είχε κάνει την πιο μεγάλη του πράξη, κατέβηκε από την έδρα. Και χωρίς άλλο, γαλήνιος, φωτεινός, προχώρησε για την έξοδο. Κανείς δεν τόλμησε να πει κάτι, κανείς δεν πρόλαβε να συνέλθει. Αυτοί που τον τιμούσαν ήτανε, βέβαια, πολλοί και θα μπορούσανε να τον κρατήσουν στις υψηλές του θέσεις. Έφτανε μια κουβέντα να πούνε στον αυτοκράτορα και κείνος θα έπειθε τους δύστροπους χάριν του Γρηγορίου. Ξέρανε όμως ότι για κάτι τέτοιο έπρεπε να πει ναι και ο ίδιος. Και νιώθανε βαθιά μέσα τους ότι ο Γρηγόριος δεν το ήθελε, ότι πια ήτανε αποφασισμένος. Και δεν αποτόλμησαν, άλλωστε δεν προλαβαίνανε, πρόλαβε ο ίδιος.
Στην έξοδο της Αγίας Ειρήνης ο μεγάλος παραιτημένος κοντοστάθηκε. Τρέξανε κοντά του ο Θεόφιλος και ο Εύπράξιος. Τους έδειξε το ισόγειο μικρό δωμάτιο δίπλα στο επισκοπείο. Εκεί τον πήγαν κι έμεινε μέσα μόνος του. Ο Εύπράξιος ετοίμασε τη μικρή άμαξα και περίμενε έξω από την πόρτα.
Στο μεταξύ διαλύθηκε η συνεδρία, οι επίσκοποι βγήκανε οι περισσότεροι έξω, αναζητήσανε με τα μάτια που πάει ο Γρηγόριος. Το μούδιασμα της πρώτης ώρας τους έφυγε, συζητούσανε χαμηλόφωνα — λες να μην ταράξουνε τη μεγαλειώδη κατάνυξη, που δημιούργησαν οι λόγοι και η απόφαση του Γρηγορίου. Πολλοί δείχνανε κιόλας μετανοιωμένοι για την αντίδρασή τους προς το Γρηγόριο —δεν περιμένανε να φτάσει ως την παραίτηση. Άλλοι κακίζανε τους εαυτούς τους, που δε σηκωθήκανε αμέσως, μέσα στο ναό, να ζητήσουνε να πάρει πίσω την παραίτησή του.
Αλλά και ο κόσμος, χριστιανοί κι εθνικοί, φτάνανε Αμέτρητοι γύρω από την Αγία Ειρήνη. Η Αναστάτωση, η απογοήτευση από τη συνειδητοποίηση του κενού, προκαλούσανε σύγχυση.
Ο ιερός άνδρας καθότανε σκεφτικός, σ’ ένα μικρό σκαμνί. Κρατούσε το κεφάλι του στα δυο του χέρια και χωρίς ειρμό αναλογιζότανε την πράξη του. Δυο αισθήματα παλεύανε μέσα του, ποιο ν’ απλωθεί περισσότερο στην καρδιά του. Η χαρά κύλαγε δυνατή μέσα του, γιατί έστω και προσωρινά σταμάταγαν τα βάσανά του. Έτρεχε όμως ξωπίσω και η λύπη, γιατί νους και καρδιά πήγανε στο ποίμνιό του. Πήγε σε κείνους που συγκρότησε στην Ορθοδοξία, σ’ εκείνους τους όποιους έκανε ορθόδοξους και σ’ όλους που έθρεψε με τη θεολογία του. Τους είχε αγαπήσει, γίνανε σώμα του και τώρα έπρεπε να τους αποκόψει, να τους εγκαταλείψει. Αυτό του έφερνε πόνο δυνατό. Σκέφτηκε όμως και τον πόνο που του δημιουργούσανε οι μηχανορραφίες και ζήτησε ασυναίσθητα να ισορροπήσει.
Έπειτα, πλημμύρισε η καρδιά του από ’να πικρό παράπονο:
— Πώς έγινε, αναλογίστηκε, πώς έγινε με τους επισκόπους; Εύκολα μ’ ενθρονίσανε κι εύκολα μ’ εκθρονίσανε, αφού εύκολα δεχτήκανε την παραίτησή μου. Ούτ’ ένας δε σηκώθηκε να με κρατήσει, να μην παραιτηθώ. Δεν είμαι, λοιπόν, τίποτα; για όλους τίποτα; Τι να γίνει, έτσι μ’ ανταμείψανε για όσα έκανα, για όσα έπαθα.
Συνέχισε βουβός να συλλογίζεται. Και η καρδιά του πότε βάραινε και πότε ελάφρωνε. Ο νους του έτρεχε στα σχεδόν τρία χρόνια, που εργάστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Έψαχνε να θυμηθεί κάποιο σημαντικό του λάθος. Έφτασε στην εποχή που ήρθε στην πρωτεύουσα ο αυτοκράτορας. Προσπάθησε να θυμηθεί, μήπως φέρθηκε σ’ αυ¬τόν δουλικά. Μήπως για εύνοια βασιλική του φίλησε το χέρι, όπως κάνανε οι επίσημοι όλοι. Μήπως έστειλε φίλους του άρχοντες να ζητήσουνε χάρες για το Γρηγόριο, μήπως χάρισε χρυσό στον αυτοκράτορα, μήπως πηγαινοερχότανε στ’ ανάκτορα για να εξασφαλίσει το θρόνο του.
Τίποτα άπ’ όλα αυτά δεν έκανε. Στάθηκε στο ύψος του πιο ιερού και τίμιου επισκόπου. Γι’ αυτό και τον εκτιμούσανε απεριόριστα στο παλάτι, από τον αυτοκράτορα, τον έπαρχο, τους δικαστές, τους συγκλητικούς και τους άλλους αξιωματούχους. Όλοι χωρίς εξαίρεση, χριστιανοί κι εθνικοί ειδωλολάτρες.
Κάποια στιγμή, με όλη τούτη την αυτοεξέταση, ένιωσε ανακούφιση. Όρθωσε το κεφάλι του, κοίταξε γύρω του. Θυμήθηκε που βρισκόταν και χωρίς βιασύνη σηκώθηκε...
(Στυλιανού Παπαδόπουλου, Ο πληγωμένος αετός, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 272-278).