Λένα Πλόσκα
Δίπλα απ’ του σπίτ΄ τ’ Βαγγέλ΄ ήταν του μπακάλ΄κου τ’ Αργύρ΄, λίγου παραπάν’ του μπακάλ΄κου τ’ Θόδουρ’ κι απτικεί κι σιαπάν’ χιρνούσιν η Σκ’ρκα μι τα στινά τα σουκάκια κι τα γκαλντιρίμια.
Του μπακάλ΄κου είχιν όλα τα πράγματα μέσα: ουότ΄ χράζουνταν ένα νοικουκυριό.
Πλούσιν απ’ όλα.
Του χειμώνα μουσκουβουλούσιν αρμύρα απ’ τουν μπακαλιάρου, τς ρέγκις κι τα ζιαμπόχιλα.
Σάν άνοιγιν η πόρτα, σι μιά μιρά ήταν αραδιασμένα σακιά μι φασούλια, φακή, ρουβίθια, ξυλουκέρατα, ρύζ΄ κι ζάχαρ΄.
Σν άλλην ήταν ου μπάγκους μι ‘ν πλάστιγκα κι τα δράμια, ουπάν’ τα γκιβέτσια μι του χαλβά τουν ταχινίσιου, τα κιφάλια κιφαλουτύρ΄ κι κασέρ΄, η κάσα μι τς ρέγκις κι τα λουκούμια.
Μπρουστά απ’ τουν μπάγκου τα βαρέλια μι τς γιλιές, τα σακιά μι τουν μπακαλιάρου κι τα ζιαμπόχιλα.
Σν αράδα οι τινικέδις μι του λάδ΄ (μι κριμασμένα τα κατουστάρια για του ζύιασμα), παραμέσα οι τινικέδις μι του γκάζ΄, λίγου μακρύτιρα, να μήν ανακατώνουντι κι βρουμούν γκαζές.
Καρφουμένα τα ράφια στα ντ΄βάρια γιουμάτα σαπούνια, κουνσέρβις, λαμπουγυάλια, φτίλια για τς λάμπις κι άλλα πουλλά.
Απ’ του νταβάν΄ κρέμουνταν του καν’τάρ΄ κι καμόσα διμάτια τσιάι, φλαμούρ΄, καντιλίνα κι ρίγαν΄.
Όλα αυτά ήταν στου μσό του μαγαζί, παραμέσα ήταν άδειου: είχιν μούνγκι τραπέζια κι μπάγκ΄.
Ου μπακάλτς (μι τ’ μακρά τ’ μισάλα ζουσμέν΄), άμα ιέρχουνταν ου πιλάτς να ψουνίσ΄, στέκουνταν ουρθός κι καρτιρούσιν παραγγιλιά: να κατιβάσ΄ τίπουτα απ’ τα ράφια ή να ζ΄γιάσ΄.
Αυτοί πόρχουνταν για καμιά κούπα πιρνούσαν μπρουστά τ’, τουν καλημέρζαν κι τραβούσαν παραμέσα, κάθουνταν παρέις-παρέις στα τραπέζια κι αυτός (όλου πιρηφάνεια για του κρασί κι τ’ ρακή πούχιν του μαγαζί) τς γιόμουζιν τα πουτήρια τί ήπινιν ου καθένας κι τ’ αράδιαζιν ουπάν’ στα τραπέζια.
Κάθι βράδ΄, ύστρα απ’ τη δλειά κατέβιναν οι Σκαρκιώτ΄ στα μπακάλ΄κα, τίναζαν καμόσις κούπις (πότι στου ένα, πότι στ’ άλλου), ήλιγαν τα θκά-τς κι, κατα πώς άντιχιν ου καθένας, έπιρναν τουν ανήφουρου για τα σπίτια-τς, άλλους βαΐζουντας κι άλλους να νταϊκώνιτι στα ντ΄βάρια, ουώσπου να βρεί ου καθένας ‘ν πόρτα τ’.
_________
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα απο το κείμενο
«Ου Βαγγέλτς ου σαλπιγκτής»
του Λ. Κουζιάκη
4 σχόλια:
...ἀγαθά ἀγνά ... ἀνόθευτα ἀπό τίς
´πιστιμονικές μ@^@+ίες ποὺ γιόμισαν οὖλα τὰ ϕαγιά
κὶ μᾶς ¥@#ᾶν (μὲ τὸ συμπάθιο) τὰ σκώτια...!!!
...οὑ τουρ´σμός κὶ οἱ παρᾶδις
ποὺ τὶς καναμ´ἀϕηντάδις
ἀδέρϕι´μ...!!!
...δυστυχῶς, μαζί μὲ τὴν τραχιά τους προϕορά
πετάξαμε καὶ τὴν λιγόλογη λακωνική τους σοϕία
καὶ τὴν ἀτόϕια ἀντρειωσύνη τους
τὴν χωρίς περιττές τάχα μαγκιές
καὶ ἀπομείναμε στεγνοί
-ξερόκλαδα ἀποκομμένα ἀπό τὶς ῥίζες-
ἄοσμοι κι ἄχρωμοι ταχαπολῖτες ἄβουλοι
νὰ μᾶς σέρνουνε ἀπὸ τὴ μύτη
οἱ τηλεπερσόνες
μὲ τὸ τσικγέλι τοῦ μοντέρνου
ϕαίνεσθαι και ϕέρεσθαι...
ἄχρι...καιροῦ...
Ναι αδερφέ μου....και διαβάζοντας το κείμενο να χαίρεται η καρδιά σου λες κι είσαι και εσύ εκεί.Πόσο μας λείπουν τα απλά κι ανόθευτα.....
Δημοσίευση σχολίου