Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

Μία γρηούλα στὸν Βοτανικὸ* «Κύριος σοφοῖ τυφλούς…!»


Λένε, ὅτι στὰ περίχωρα τῶν Ἀθηνῶν πρὸς τὸν Βοτανικό, ὑπάρχει μία μικρὴ ἐκκλησούλα πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Νικολάου…

ἕνα Καλογεροπαίδι πῆγε εἰς ἔνδειξιν εὐχαριστίας νὰ προσκυνήση τὸν Ἅγιο, ποὺ τὸν θεράπευσε ἀπὸ μιὰ δυνατὴ γρίππη…

Ὕστερα ἀπὸ δυό-τρία χρόνια ὁ νεαρὸς Καλόγερος ξαναγύρισε καὶ πάλι στὸ μικρὸ ἐκκλησάκι, ἀλλὰ τώρα τὸ βρῆκε σκουπισμένο, καθαρὸ καὶ τὸ καντήλι τοῦ Ἁγίου ἀναμμένο.

Ἔτσι τοὖρθε νὰ ψάλη τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα τοῦ Χριστοῦ μας: «Ἰησοῦ, Γλυκύτατε, ψυχῆς ἐμῆς θυμηδία…».

– Τὶ ὡραῖα λογάκια… Ἄκουσε μιὰ φωνὴ πίσω του μόλις τελείωσε ἡ Ἀκολουθία!

– Ἂν σʼ ἀρέσουν τόσο κυρούλα, ἔλα νὰ σοῦ μάθω νὰ τὰ ψέλνης!

– Ἄμ, δὲν ξέρω ἐγὼ γυιόκα μου γράμματα, πῶς νὰ διαβάσω;

– Ξέρεις μήπως τότε τὸ «Πιστεύω»;

– Μπά, εἶναι μεγάλο ἐκεῖνο, ποῦ νὰ τὸ ξέρω ἐγὼ ἡ φτωχή!

– Μήπως τότε ξέρεις τουλάχιστον τὸ «Πάτερ ἡμῶν»;

– Μμ… κι αὐτὸ κομμάτι δύσκολο μοὔρχεται…

– Ἔλα τότε νὰ σοῦ μάθω μιὰ μικρὴ προσευχή, νὰ τὴν λὲς πάντοτε· εἶναι πολὺ μικρή: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με»!

– Κύριε, Θεέ… ἔεε Χριστοῦ…

– Ὄχι ἔτσι, γιαγιά, ἄκου: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ…».

– Κύριε, τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ…!

– Δὲν μοῦ λὲς καλὲ κυρούλα, δὲν κάνεις ποτὲ προσευχή;

– Πῶς δὲν κάνω! Πάντα κάνω! Καὶ τώρα ποὺ σοῦ μιλῶ προσεύχομαι!

– Καὶ τί λές;

– Νά, λέω: «Κύριε, ἐλέησον»!

Ἢ τρελλὴ εἶναι, σκέφθηκε ὁ νεαρὸς Καλόγερος, ἢ θεοφόρος. Ἔτσι λοιπὸν τὴν ἐρώτησε:

– Τί κάνεις γιαγιάκα, ἐδῶ; Πῶς βρέθηκες;

– Ἂχ γυιόκα μου, τρία παλληκάρια μοὔδωσε ὁ Θεός, καὶ ὅπως μοῦ τἄδωσε, ἔτσι μοῦ τὰ πῆρε. Εὐλογημένο τὸ Ὄνομά Του!

Ὅταν ἔχασα τὸ τρίτο μου παιδί, μἄφησε κι ἕνα ἐγγόνι ὀρφανό, γιατὶ ἦταν χῆρος· σὰν μάννα πονοῦσα πολὺ κι ἔκλαιγα, ἀλλὰ συνάμα αἰσθάνθηκα μέσα στὴν καρδιά μου μιὰ μεγάλη χαρὰ κι ἀμέσως μἔπιασε νὰ λέω «Κύριε, ἐλέησον»! Κι ἀπὸ τότε δὲν τὄχω σταματήσει μέρα νύχτα!

– Καὶ δὲν μοῦ λές, μαννούλα μου, δὲν ἀγανάκτησες;

– Καὶ πῶς νʼ ἀγανακτήσω, παιδάκι μου, δὲν ξέρεις πὼς ὅλους τοὺς πειρασμοὺς ποὔρχονται στὸν ἄνθρωπο τοὺς παραχωρεῖ ὁ Θεός; Ἕνας μόνος πειρασμὸς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό: ἡ ἀπελπισία!

Ἔτσι λοιπόν, ὅταν ἔμεινα κι ἐγὼ στὸν δρόμο μὲ τʼ ὀρφανό, παρακάλεσα τὸν Θεό μας καὶ μοῦ βρῆκε μιὰ γειτόνισσα ποὺ μοῦ τὸ κράτησε, κι ἐγὼ ἦλθα σʼ αὐτὸ τὸ ἐκκλησάκι καὶ εἶπα στὸν Ἅη-Νικόλα:

«Ἅη-Νικόλα μου, δὲν μοὔμεινε πλέον παιδὶ γιὰ νὰ μὲ θάψη, δὲν ἔχω πλέον γυιὸ νὰ περιποιηθῶ, εἴτε νὰ μὲ στεγάση.

Τώρα πιὰ ἐσὺ θὲ νἆσαι γυιός μου, θὰ σὲ περιποιοῦμαι, θὰ καθαρίζω τὸ σπιτάκι σου, ἀπὸ τὴν λεημοσύνη τῶν ἀνθρώπωνε θʼ ἀνάβω τὸ καντηλάκι σου, καὶ θὰ κοιμᾶμαι στὸ σπιτάκι σου σὲ μιὰ γωνίτσα, μέχρι τὴν μέρα ποὺ θὰ μὲ θάψης.

Γιατὶ ἐσένα δὲν θὰ σὲ χάσω ποτέ. Ἐσὺ δὲν θὰ μοῦ πεθάνης, ἀλλὰ ἐσὺ θὰ θάψης ἐμένα…!».

Σὰν τἄκουσε αὐτὰ ὁ νεαρὸς Καλόγερος, παραδόθηκε σὲ σκέψεις:

Μήπως τάχα καὶ διάβασε Φιλοκαλία ἡ γρηούλα αὐτὴ ἢ Ἅγιο Συμεὼν Νέο Θεολόγο;

Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἅγια καὶ ψυχοσωτήρια, ἀλλὰ ἐὰν δὲν χρησιμοποιοῦνται μὲ τὴν ἁπλότητα μιᾶς καθαρᾶς καρδιᾶς, δυνατὸν εἶναι νὰ τὰ χρησιμοποιήση ὁ διάβολος γιὰ νὰ μᾶς πλανήση.

Ὅταν ἡ καρδιά μας εἶναι ἁπλῆ καὶ καθαρά, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς ἐπισκέπτεται ΟΠΩΣ θέλει, ΟΠΟΥ θέλει καὶ ΟΤΑΝ θέλη.

Δὲν εἶναι οὔτε οἱ γνώσεις μας, οὔτε τὸ ποσὸν τῶν προσευχῶν ἢ τῶν ἀσκήσεών μας, ποὺ θὰ ὑποχρεώσουν τάχα τὸν Θεὸν νὰ μᾶς ἀπαντήση. «Κύριος σοφοῖ τυφλούς…!».

(*) «Σύγχρονον Λειμωνάριον», σελ. 5-6, ἔκδοσις τοῦ Διορθοδόξου Φυλλαδίου «Ἡ Παραδοθεῖσα Πίστις», Γενεύη 1972. 

πηγή

Οἰκοδομὴ καὶ Παραμυθία
Περιοδική Ἔκδοσις  τῆς Ἱερᾶς Γυναικείας Μονῆς τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων
Ἀριθμ. 14 – Ὀκτώβριος 2019

Δεν υπάρχουν σχόλια: