Γερ. Ευφρόσυνος Κατουνακιώτης † (30/8/22)
Γράφει ο, Δημήτρης Ρόδης.
Στην πανέρημο των ασκητών του Αγίου Όρους θα συναντήσεις εκείνο, που πάντα αναζητούσε η ψυχή σου.
Οι πατέρες στα ασκητικά Καρούλια - Κατουνάκια έχουν να καταθέσουν λόγους από καρδιάς, που γαληνεύουν τις κουρασμένες από την βαβούρα και αλλοφροσύνη του κόσμου ψυχές.
Οι δυο φίλοι προσκυνητές,
φιλοξενούμενοι στην ασκητική καλύβα, βρήκαν μιαν αγάπη που μοσχοβολά,
που εισέρχεται στα εσώτερα φύλα της ψυχής σου, και τις χαρίζει μια
πρωτόγνωρη ανάπαυση.
''Μοναδική παραφωνία'', ο γηροντότερος των πατέρων
της μικρής συνοδείας, ο πατέρας Ευφρόσυνος ο μάγειρας! Μορφή βαθιά
ασκητική, από εκείνες που θαρρείς, πως ξεπρόβαλαν αναπάντεχα από αρχαία
γεροντικά και συναξάρια...
Ετών 90..
λιπόσαρκος, πρόσωπο λεπτό. Βαθιές ρυτίδες αποτύπωναν αγώνες μιας ζωής,
χιλιάδες προσευχές και αγρυπνίες. Το κομποσχοίνι, η ευχή... Φως που αναλάμπεται, ψυχή βαθιά, καρδιά ζώσα, που χαράζει Αναστάσιμη πορεία...
Αυστηρότητα σε κάθε λόγο, παρατηρήσεις,
σαν μιαν μορφή αμφισβήτησης, σαν κάποιος να σου χάλασε την ησυχία. Σου
λέει: «θα τους διώξω, δεν έχουν λόγο πραγματικό να βρίσκονται εδώ...
τουρίστες. Άλλωστε έρχεται πρωτοχρονιά, εδώ θα κάτσουν; θα φύγουν»...
Ξάφνου μία έκπληξη: Ο ένας έφυγε, ο άλλος έμεινε. Ο ασκητής σαν να απόρησε: «τι κάνει αυτός εδώ»...
Σώμα γερασμένο, σάρκα γεμάτη πληγές.
Μιλούσε περίτρανα ο βίος.
Τα λόγια κάνουν στην πάντα.
Ο προσκυνητής ένιωσε να πονά η ψυχή του. Ήταν τόσο λίγος απέναντι στον
Θεό, και στον Ευφρόσυνο τον μάγειρα... Πόνεσε βαθιά, ένιωσε τους αγώνες
μιας ολάκερης ζωής. Θυσία. Σταυρός. Προσφορά εαυτού στον Θεό.
Στην βραδινή ακολουθία κοιτούσε ξανά τον γερο ασκητή. 3,5 ώρες σιωπηλής συνομιλίας με τον Θεό. Ακολουθία με κομποσχοίνι... κάθε κόμπος και ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με».
Αισθάνθηκε την ανάγκη για μια ευχή,
ένα κομποσχοίνι για την ασκητική μορφή. Μάτια που γέμισαν δάκρυα,
καρδιά που έγινε φωτιά... η βίωση της αναξιότητας, έναντι του ασκητή.
Το ξημέρωμα τους βρήκε να ανταμώνουν
στην πόρτα του κελιού του. «Ευλογείτε γέροντα» αποφάνθηκε ο
προσκυνητής... μια καθυστέρηση, αναμονή για τον αυστηρό λόγο του γέροντα
και προσμονή για την εκφώνηση «Ο Κύριος», όπως αρμόζει...
«Ευλογείτε»...
ακούστηκε και η ασκητική μορφή. Ο προσκυνητής πάγωσε. Ο λόγος του
γέροντα συνέτριψε την καρδιά του. Ένας λυγμός. Έσπασαν τα μέσα του... Ο
λόγος, η χροιά της φωνής... κάτι αλλιώτικο έκανε την εμφάνιση του.
Ω της ταπείνωσης απαύγασμα! Ω της Αρετής το καύχημα! Ω της καθαρής καρδιάς η απόκριση! Ω της αγνότητος πλούτος!
Θαρρείς και ο σκληροτράχηλος γέροντας γνώριζε καλά.. εκείνο, το πονετικό κομποσχοίνι της αγρυπνίας.
Παραμονή πρωτοχρονιάς, ένας-ένας έπαιρνε την θέση του
για την ακολουθία... Ο προσκυνητής έπιασε ένα στασίδι, από αυτά της
σειράς, δίπλα σε έναν πατέρα... και να, ο λογισμός της υπερηφάνειας
έκανε την εμφάνισή του.
Ω! Πόσο ζήλεψε εκείνο το στασίδι το μόνο του! Αυτό που έστεκε μονάχο, ξέχωρα από τα άλλα, από εκεί που «επιβλέπεις» όλο τον χώρο του ασκητικού παρεκκλησίου...
Δεν τολμούσε όμως να καθίσει εκεί, όχι-όχι, δεν του αρμόζει. «Μπα ανάξιε!» συλλογίστηκε, «τι υπερήφανα σκέπτεσαι»;...
Τις σκέψεις του διέκοψε η φωνή του πατέρα Ευφρόσυνου: «θα κάθεσαι», ακούστηκε επιτακτικά, «αυτή είναι η θέση σου», δείχνοντας με το χέρι του ο ασκητής... το στασίδι εκείνο! Το μοναχό!
Τα 'χασε! Έμεινε να κοιτάζει ανήμπορος να ψελλίσει κάτι στην ασκητική μορφή... και τράβηξε κατά το στασίδι.
Ο γέροντας Ευφρόσυνος ο ταπεινός, είχε δει ξεκάθαρα τον λογισμό του...
Και ως Πατέρας Πνευματικός και αγαπητικός,
γνωρίζων την θυσιαστική αγάπη στην ανωτέρα της μορφή, την ταπεινή,
προέτρεξε να αναπαύσει τον άσωτο προσκυνητή... που βίωνε νέα συντριβή
από την πατερική παιδαγωγία του γέροντα...
Ένας λυγμός, η ψυχή δακρυρροούσα, το
χέρι γλίστρησε στο κομποσχοίνι, ένας κόμπος, μιαν ευχή: «Κύριε Ιησού
Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον τον δούλο σου, πατέρα Ευφρόσυνο, τον
μάγειρα».
Μια κλεφτή ματιά στον γέροντα, το πρόσωπό του...
ένα ολόγλυκο χαμόγελο χαραγμένο στην ασκητική μορφή, γέμισε ανείπωτη
αγαλλίαση την ψυχή του. (κάθε λογισμός του, ήταν ορατός στήν χαρισματική
ασκητική μορφή.)
Και χάραζε μνήμες βιώματος μυστικού, βαθιά μέσα στην άσωτη καρδιά του, κάνοντας εκείνη την πρωτοχρονιά, ίσως την ωραιότερη της ζωής του...
Είναι η ανιδιοτελής και θυσιαστική αγάπη, εκείνη που αναπαύει τις ψυχές και γιατρεύει τις πληγές των ανθρώπων.
Εκείνη η σπάνια μορφή αγάπης,
που ξεχειλίζει από την χάρη της αγιότητας, του ασκητικού βίου, της
αγαθής, ταπεινής, απερίεργης και απλής καρδιάς... όπως του Πατέρα
Ευφρόσυνου του μάγειρα. Έτσι όπως βιώθηκε, μια πρωτοχρονιά στα Ασκητικά
Κατουνάκια...
Αυτήν την «πρωτοχρονιά», εύχομαι ολόψυχα να ζήσουμε κάποτε όλοι μας, της όντως παν-Αγάπης.
πηγή______________________________________________
(Το κείμενο γράφτηκε στίς 2 Ιανουαρίου στα Κατουνάκια,
και απεστάλη και δημοσιεύτηκε στίς 5 Ιανουαρίου 2019)
(Φωτο: Κατουνάκια, Άγιον Όρος, Χριστούγεννα του 2018)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου