Κατά τού Μπουλγκάκοφ καί τής Ακαδημίας Βόλου τού Δημητριάδος
Οι
Καππαδόκες εννοούσαν για ουσία ένα ξεχωριστό και συγκεκριμένο
αντικείμενο απο την οπτική γωνία της μεταφυσικής πραγματικότητος και δέν
περιοριζόντουσαν μόνον στην ομοιότητα του ουσιώδους δηλαδή της Φύσεως.
Επέμεναν όμως περισσότερο απο τον Μ.Αθανάσιο στην Τριπλή
αντικειμενικότητα του Θεού. Δέχθηκαν αυτή την αντικειμενική τριπλότητα
σαν βάση των στοχασμών τους και ξεκίνησαν απο αυτή την θέση για να
βεβαιώσουν πώς λόγω της ισότητος των υποστάσεων, οι υποστάσεις πρέπει να
συστήσουν και μία μοναδική και ταυτόσημη ουσία. Ήταν πολύ σταθεροί στην πίστη τους στην ενότητα του Θεού για να ικανοποιηθούν με την έννοια τριών όμοιων υποστάσεων. Το
θεμελιώδες γεγονός της σκέψης των ήταν η τριαδικότης ίσων υποστάσεων,
ενώ η ταυτότης της ουσίας ερχόταν σε δεύτερη μοίρα σπουδαιότητος.
Ανάμεσα σε ουσία και υπόσταση υπάρχει η ίδια σχέση που υπάρχει ανάμεσα
σε ένα πράγμα γενικώς και ένα συγκεκριμένο, ανάμεσα σε ένα ζωντανό όν
και οποιονδήποτε άνθρωπο.
Είναι
ύβρεις οι πεποιθήσεις πώς υπάρχει μία ουσία προγενέστερη, μοιρασμένη
ανάμεσα στα τρία πρόσωπα καί η βεβαίωση της ανισότητος των προσώπων, που
ισχυρίζονται οι οπαδοί του Ευνόμιου [και οι οπαδοί του Ζηζιούλα].
Το γεγονός της κοινής ουσίας φανερώνεται πλήρως εάν ομιλούμε γιά ένα
πρόσωπο μέ τόν ίδιο τρόπο με τον οποίο μιλούμε και για το άλλο. Έτσι εάν
υπολογίζουμε πώς ο Πατήρ διαθέτει αυτό που συστήνει το Φώς (είναι
υποκείμενον) και η ουσία του Υιού τότε είναι Φώς. Η θεότης δηλαδή είναι
Μία. Τα διαφορετικά ονόματα εξάλλου δέν συνεπάγονται και διαφορετική
ουσία! Όπως ο Πέτρος και ο Παύλος έχουν διαφορετικά ονόματα, αλλά την
ίδια ουσία.
Η υπόσταση λοιπόν είναι το σημείο της προσωπικής ατομικότητος, ενώ η ουσία είναι υπεύθυνη για την Αρχή της κοινωνίας (Μ.Βασίλειος
Επιστολή 38,5). Επειδή δέ ολόκληρη και αναλλοίωτη η ουσία του Υιού
είναι ίση με ολόκληρη την ουσία του Πατρός, ομιλούμε για ταυτότητα
ουσίας. Διότι ο Θεός είναι απλός ενώ ο
άνθρωπος σύνθετος και γι’αυτό κυριολεκτικά δέν μπορούμε να ισχυρισθούμε
κοινή ανθρώπινη ουσία, αλλά ότι ανήκουμε στο ίδιο γένος. Έτσι
όταν ομιλούμε για ατομικότητα εννοούμε τον τρόπο με τον οποίο
η ταυτόσημη ουσία παρουσιάζεται αντικείμενικά σε κάθε πρόσωπο [και δέν
εννοούμε τον τρόπο του υποκειμένου. Εδώ μάλιστα η παράδοσις μας προσθέτει
την έννοια της υπερούσιας ουσίας δηλαδή μίας ουσίας που δέν παρουσιάζει
καμμία αναλογία με την ουσία των κτισμάτων η οποία γειτονεύει
επικίνδυνα καί με το γένος!]
Τα
ατομικά χαρακτηριστικά των υποστάσεων ονομάζονται λοιπόν ιδιότητες ή
ιδιαιτερότητες. Η υπόσταση του Υιού είναι η «μορφή» ή ο τρόπος που
παρουσιάζεται (πρόσωπον) με τον οποίο αναγνωρίζεται ο Πατήρ και η
υπόσταση του Πατρός αναγνωρίζεται στη μορφή του Υιού. Απομένει
μόνον μία προσθετική ιδιαιτερότης που διακρίνει τις υποστάσεις
(γνωριστικές ιδιότητες) και είναι η αγενησία, η γένεσις και η
εκπόρευσις.
ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΠΟΙ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ. Λίγο αργότερα με τον Κύριλλο ονομάστηκαν υποστατικες ιδιότητες. Η φράση ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ,
εξέφρασε το γεγονός πώς αυτές οι τρείς ιδιότητες αντιπροσώπευαν απλώς
τους τρόπους με τους οποίους η Θεία ουσία κοινωνείται και παρουσιάζεται. Η
ύπαρξις σημαίνει ουσία, αλλά και την ιδέα της αρχής! Π.χ. η ύπαρξις της
ζωής, λέει ο Ειρηναίος επιτυγχάνεται μετέχοντας στον Θεό.
Ο όρος αγένητος δέν εκφράζει την ουσία του Θεού, αλλά τον τρόπο υπάρξεως του. Διότι τα ονόματα Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα δέν αναπαριστούν την ουσία καθεαυτή, αλλά έναν τρόπο υπάρξεως ή σχέσεως. Μία διαφορετική ύπαρξις του είναι των όντων σημαίνει και διαφορετική ουσία, μόνον όσον αφορά την κτίση. Διότι
η καταγωγή της υπάρξεως προσδιορίζει και τον τρόπο. Οι σχέσεις ανάμεσα
στα Θεία προσώπα δέν έχουν κανένα χρονικό σημείο αναφοράς, αλλά
εκφράζουν αιώνιες προόδους που συμβαίνουν συνεχώς στο εσωτερικό του
Θείου Είναι. Με τον τρόπο αυτό καθορισμού των σχέσεων ουσίας και υποστάσεως, η θεολογία γλίτωσε απο την υποταγή του Υιού, ο Θεός είναι ένα μοναδικό αντικείμενο εις εαυτόν και είναι τρία αντικείμενα καθ’αυτός.
Η Μοναρχία του Πατρός όταν πρωτοεμφανίστηκε ήθελε να χωρίση την τριάδα σε τρείς ξεχωριστές οντότητες. Τελείωσε όμως στον Μ.Αθανάσιο και με την βοήθεια της ενέργειας του Θεού κατόρθωσε να στηρίξη την ενότητα του Θεού! Αυτή η Μοναρχία είναι υπεύθυνη και για την αίρεση του Filioque της
Λατινικής Εκκλησίας, διότι εκφράστηκε για πρώτη φορά απο τον Ωριγένη
σαν διπλή εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Ακόμη και ο Άγιος Μάξιμος ο
Ομολογητής υποστήριξε την διπλή εκπόρευση εκ του Πατρός και εκ του Υιού.
Μόνο που διευκρίνισε ότι δέν σημαίνει ότι ο Υιός είναι αιτία του Αγίου
Πνεύματος αλλά ότι εκπορεύεται διά του Υιού. Ο σκοπός αυτής της
θεωρίας υπήρξε η επιθυμία της διακηρύξεως του Χριστιανισμού ώς
μονοθεϊσμού, στην προσπάθεια του να διακριθεί απο τον ειδωλολατρικό
πολυθεϊσμό. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα Μοναρχίας είναι ο Γρηγόριος
Νύσσης: ο Υιός συνάπτεται με τον Πατέρα το πνεύμα έχεται, είναι ενωμένο
με τον Υιό τον Μονογενή. Ο Πατήρ, ο Υίος και το Άγιο Πνεύμα είναι
πάντοτε το ένα με το άλλο σε μία τέλεια τριαδικότητα ακολούθως και
συνημμένως.
Όταν
όμως οι Πατέρες είδαν στον Θεό μία μοναδική θέληση και μία μοναδική
ενέργεια, έγινε κατανοητή η ενότης διαφορετικά, χωρίς την βοήθεια της
Μοναρχίας. Και αυτή η θεωρία ξεκινά απο τον Ωριγένη, ο οποίος
γράφοντας εναντίον του Κέλσου ισχυρίζεται πώς το θέλημα του Πατρός
είναι παρόν στο θέλημα του Υιού και πώς το θέλημα του Υιού δέν
απομακρύνεται καθόλου απο το θέλημα του Πατρός. Έτσι εξηγείται ο Λόγος:
εγώ και ο Πατήρ είμαστε ένα. Και ο Μ.Βασίλειος διευκρινίζει ακόμη
καλύτερα πώς το Θείο θέλημα ακολουθεί την Θεία ουσία και επομένως το
βλέπουμε όμοιο και ίσο, ταυτόσημο, στον Πατέρα και στον Υιό.
Το
θέλημα αναφέρεται στο αποτέλεσμα μία πράξεως της θελήσεως παρά στην
πράξη την ίδια ή στην ικανότητα απο την οποία η πράξη πραγματοποιήθηκε. Το θέλημα λοιπόν ισχυροποιεί την ενότητα και την κοινωνία της Αγίας Τριάδος. Και αποκορυφώνεται στον Μ.Αθανάσιο
ο οποίος μας λέει πώς ο Υιός με την θέληση με την οποία τον θέλησε ο
Πατήρ με αυτή την ίδια ο Ίδιος αγαπά, θέλει και δοξάζει τον Πατέρα. Διότι
υπάρχει μία μόνον θέληση που προοδεύει απο τον Πατέρα και είναι στον
Υιό έτσι ώστε να μπορούμε να δούμε τον Υιό στον Πατέρα και τον Πατέρα
στον Υιό.
Όπως
είναι ένας ο Θεός στην θέληση, έτσι είναι ένας και στην πράξη, δηλαδή
στην Ενέργεια. Ο Μέγας Αθανάσιος (πρός Σεραπίωνα 1,19 και 28) μας
βεβαιώνει πώς υπάρχει μία Αγία και τέλεια Τριάδα η οποία εκφράζεται στον
Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, η οποία δέν περιέχει τίποτε ξένο
και έτερο η προερχόμενο απο μία εξωτερική πηγή απο αυτή και η Φύση της
είναι όμοια με τον εαυτό της και αμέριστη και η ενέργεια της είναι
μοναδική. Έτσι λοιπον ο Πατήρ δρά αναλλοιώτως μέσω του Λογου μέσα στο
Άγιο Πνεύμα. Μ’αυτόν τον τρόπο διατηρείται η ενότης της Τριάδος και έτσι
η Εκκλησία κηρύττει έναν μοναδικό Θεό ο οποίος είναι πάνω απο όλους
ανάμεσα σε όλους και σε όλους. Πάνω σε όλους καθότι ο Πατήρ, αρχή και πρωταρχική πηγή, ανάμεσα σε όλους μέσω του Λόγου και σε όλους στο Άγιο Πνεύμα. Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ή Η ΘΕΙΑ ΜΟΝΑΡΧΙΑ, όπως βλέπουμε δέν στηρίζεται πλέον στο γεγονός πώς το πρώτο πρόσωπο, ο Πατήρ είναι αρχή. Αντιθέτως
βεβαιώνεται πώς ο μοναδικός Θεός φανερώνεται σαν Πατήρ πάνω απο όλους
σαν Υιός ανάμεσα σε όλους και σαν Πνεύμα μέσα σε όλους έτσι η Αγία
Τριάδα πράττει με μία και μοναδική ενέργεια.
Τα
πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δέν ξεχωρίζουν το ένα απο το άλλο ούτε στον
χρόνο, ούτε στον χώρο, ούτε στον σκοπό, ούτε στις προϋποθέσεις ούτε στις
πράξεις. Ενώ ανάμεσα στους ανθρώπους, κάθε άτομο παρότι ανήκει σε ένα
είδος, ενεργεί ξεχωριστά και γι’αυτό τους εκλαμβάνουμε σαν πολλούς.
Καθένας απο τους ανθρώπους είναι μία ατομική οντότης ξεχωριστή, λόγω της
ανεξαρτησίας της ενέργειάς του.
Αντιθέτως
η Θεία ενέργεια όσο και άν η ανθρώπινη νόηση μπορεί να την
διαφοροποιήσει εννοιολογικώς αρχίζει πάντοτε απο τον Πατέρα, προοδεύει
μέσω του Υιού και ολοκληρώνεται στο Άγιο Πνεύμα. Δέν
υφίσταται μία ξεχωριστή, μοναδικη ενέργεια, κάποιου απο τα πρόσωπα,
αλλά η ενέργεια περνά πάντοτε μέσω και των τριών προσώπων και παρόλα
αυτά δέν έχουμε τρείς πράξεις αλλά μία και μοναδική.
Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός συμπληρώνει : (Λόγος 31,16) κάθε
ένα απο τα θεία πρόσωπα έχει με τα άλλα (πρόσωπα) μία ενότητα τόσο
πραγματική με εκείνη που το ενώνει με τον εαυτό του! Λόγω της ταυτότητος
της ουσίας και της δυνάμεως. Αυτό είναι ακριβώς και το θεμέλιο της
Θείας ενότητος.
Μία μοναδική ουσία λοιπόν μία αληθινή και αυθεντική, φυσική θεότης, σε τρείς αντικειμενικές παρουσιάσεις! Και
ο ψευδο-Κύριλλος, στις αρχές του ογδόου αιώνος, ολοκληρώνει τον
θεολογικό μόχθο: στην άγνωστη Τριάδα, στην άρρητη, η κοινωνία και η
ενότης εκφράζονται συγκεκριμένα στην συναιωνιότητα, στην ταυτότητα της
ουσίας της ενέργειας και της θελήσεως, στην συμφωνία σκοπών, στην
συμφωνία αυθεντίας, κυριότητος της δυνάμεως και αγαθότητος (και δέν
ομιλούμε για ομοιότητα αλλά για ταυτότητα) και στην μοναδικότητα της
δυναμικής πρωτοβουλίας (έξαλμα κινήσεως)
Όταν
κυττάζουμε στην θεότητα, στην πρώτη αιτία και μοναρχία, στην μοναδική
και ταυτόσημη κίνηση και στον σκοπό της θεότητος, τότε αυτό που μας
παρουσιάζεται είναι μία ξεχωριστή ενότης. Αλλά όταν κυττάμε τα
αντικείμενα (τα πράγματα) στα οποία η θεότης εκφράζεται, τα αντικείμενα
που η θεότης είναι και αυτό που προέρχεται άχρονα, έν δοξα και αχώριστα
απο την πρώτη αιτία, τότε υπάρχουν τρία αντικείμενα λατρείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου