«Ο Μηνᾶς παιδί μου εἶναι θηρίο στό μπόι. Ὁ Γεώργιος καί ὁ Δημήτριος εἶναι πανέμορφα παλληκαράκια. Ὁ Νικήτας εἶναι πρός τό ψηλός στό ἀνάστημά του καί ὁλόξανθος...»
Οἱ 4 καβαλάρηδες
Ἅγιοι Μηνᾶς, Γεώργιος, Δημήτριος καί Νικήτας
ἦταν σχεδόν ἡ μόνιμη συντροφιά της.
Τούς περιέγραφε μέ ἀφελότητα καρδιᾶς καί ἐκπληκτική ἀκρίβεια.
Νόμιζε ὅτι ἡ ἐνόραση εἶναι φυσικό ἰδίωμα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί ἄρα ὅλοι μποροῦμε νά ἔχουμε τίς ἴδιες προσλαμβάνουσες παραστάσεις.
Ἔλεγε:
«ὁ Μηνᾶς παιδί μου εἶναι θηρίο στό μπόι.
Ἄνδρας θεμελιακός, γεμᾶτος, πλαταρᾶς καί σκοῦρος λίγο στήν δερμάτινη ἐμφάνιση.
Πιό μεγάλος ἡλικιακά ἀπό τούς ἄλλους, λευκός περίπου στό τρίχωμα τῆς κεφαλῆς καί εἶναι ἡγετική μορφή.
Εἶναι ὁ ἀρχηγός τῆς παρέας.
Ὁ Γεώργιος καί ὁ Δημήτριος εἶναι πανέμορφα παλληκαράκια.
Μέτριοι στό ἀνάστημα καί εἰκοσιπεντάρηδες στήν ἡλικία.
Ὁ Νικήτας εἶναι πρός τό ψηλός στό ἀνάστημά
του καί ὁλόξανθος.
Τά μαλλιά του μοιάζουν μέ τά γένια τοῦ παπποῦ μου πού ἦταν ξανθά σάν τό λινάρι».
«Ξαφνικά καί ἥσυχα βρέθηκα πολλές φορές σέ ἐκεῖνο τό ἀπέραντο γαλαζόλευκο Φῶς, τά πάντα γύρω μου ἦταν ὁλοφώτεινα, Φῶς μακάριο, Φῶς φαεινό»!
Χρησιμοποιῶ κατά τό δυνατόν λέξεις, πού στό ἄκουσμά τους νόμιζες, ναί νόμιζες, ὅτι ὁμιλοῦσε τό γλυκύλαλο στόμα τοῦ Ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τόσων ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας...
Ἡ καρδιά -ἔλεγε- ἔχει πολλές αἰσθητήριες δυνάμεις, πού ὁ ἄνθρωπος ἀγνοεῖ, γιατί εἶναι ἀπό τήν ἁμαρτία μπλοκαρισμένες.
Ὅταν ἐνεργοποιήσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, αὐτούς τούς μυστηριώδεις ἐσώψυχους μηχανισμούς, ὁρᾶται ἐναργῶς ἡ Θεϊκή παρουσία μέσα σέ ὅλο τόν περιβάλλοντα φυσικό χῶρο.
Τότε, διαπιστώνει, ὅτι καί τά ἄψυχα τοῦ κόσμου τούτου, εἶναι ἀμεσότατα ἐστραμμένα πρός τόν Δημιουργό, Τόν δοξολογοῦν καί Τόν ὑμνολογοῦν, ὅπως ἡ ἐκλεπτυσμένη ἀπό τήν Χάρη καρδιά, γι’ αὐτό καί ἀκαταπαύστως συντονίζονται λειτουργικά μαζί της.
«Βλέπω –ἔλεγε- τούς λογισμούς ὅλων. Ἔρχονται καί μερικοί ἐγκάθετοι γιά νά μέ διερευνήσουν καί νά δημιουργήσουν προβλήματα σέ ἄλλους, γιατί ἐμένα δέν μέ νοιάζει. Ὅσο εἶναι ἐδῶ, δέν μιλάω, προσεύχομαι κοιτάζοντάς τους στήν καρδιά καί τούς ἀγκαλιάζω μυστικά μέ τήν ἀγάπη μου. Φεύγουν μέ καλούς λογισμούς καί οἱ περισσότεροι ξανάρχονται ἀλλαγμένοι»...
Γεννήθηκε στήν ἱστορική και ἡρωοτόκο Πόμπια στίς 5 Μαρτίου 1926.
Οἱ οἰκογενειακές της καταβολές, λειτούργησαν σάν γονιμότατη φύτρα γιά νά ἐκκολαφθεῖ ἀπροσκόπτως ἡ μετέπειτα πνευματική της ἐξέλιξη.
Ὁ πατέρας της ἰατρός καί ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Γαλάτεια ἔλεγε: «ποτέ μου δέν καυχήθηκα ἐπειδή ὁ πατέρας μου ἦταν γιατρός. Χαίρομαι ὅμως, νά λέγω ὅτι ἦταν ὄντως ἄνθρωπος καί Χριστιανός».
Ἀνάργυρος σχεδόν, δοτικός στόν ἀνθρώπινο πόνο, ἐνέπνευσε στήν πολυαγαπημένη του κόρη το θυσιαστικό ἦθος καί τό ἀνιδιοτελές φρόνημα.
Ὁ παππούς της, ὁ πατέρας τῆς μητέρας της ἦταν ἱερεύς.
Καί τί ἱερεύς! Ἅγιος!
Πνευματικό ἀνάστημα τῶν Ὁσίων Γερόντων τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ Παρθενίου καί Εὐμενίου.
Ἔζησε ἐν συζυγίᾳ δύο ἔτη καί σέ ὁσιότροπη χηρεία 66 ἔτη.
Τόσο πολύ ἐξαγιάσθηκε ὁ νοῦς ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή, πού ἔλεγε μέ ἀφελότητα καρδίας στά τέλη τῆς ζωῆς του, ὅτι θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἄγαμο, γιατί δέν τόν συνόδευε καμία ἀνάμνηση τοῦ βραχύβιου ἐγγάμου βίου...
Ἀνέπτυξε ἰδιαίτερη σχέση μέ τόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ!
Ἡ ἐπισφαλής ὑγεία τῆς ἀγαπημένης της ἀνιψιᾶς Ἀντωνούλας, τήν ὁδήγησε νά στείλει ἐπωνύμως τό τάμα της στόν Πανορμίτη τῆς νήσου Σύμης.
Σφράγισε τά σχετικά μέσα σέ ἕνα μπουκάλι καί τό πέταξε στήν θάλασσα.
Τό τάμα της πῆγε ἐνδοθαλασσίως στόν προορισμό του, ἔλαβε τήν ἐνημερωτική ἀπάντηση ἀπό τό προσκύνημα καί ἡ μικρή Ἀντωνούλα τήν ἑπόμενη μέρα μίλησε.
Ἔκτοτε, ἡ σχέση της μέ τόν Ἀρχάγγελο ἦταν διά βίου ζωηρή, ἄμεση, δυνατή καί τά θαύματα πού ἐπιμαρτυροῦν αὐτή τήν διάθερμη ἀγαπητική συναλληλία, ἦσαν συνεχῆ καί ἀπροσμέτρητα.
Πέταξε καί ἕνα ἄλλο μπουκάλι στό Λιβυκό Πέλαγος, πού βρέθηκε σ’ ἕνα ἐρημοκκλῆσι στήν Ἀνώπολη Σφακίων καί ἔγινε αἰτία αὐτό τό θαῦμα, νά ἀνακαινισθεῖ καί νά ξαναλειτουργήσει ὁ πεπαλαιωμένος καί ἐγκαταλελειμμένος αὐτός ναός.
Ὁ Ἀρχάγγελος, συνεχῶς ἔδειχνε τήν εὔνοιά του στήν νεαρή κόρη μέ τήν ἰσάγγελο πολιτεία.
Καί ὅταν κάποτε, πιέσθηκε πολύ γιά νά ἐνδώσει στήν ὁλοκλήρωση ἑνός συνοικεσίου, πῆρε ἀγκαλιά τήν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου καί τόν καθικέτευε σπαρακτικά στό δωμάτιό της νά ἐπέμβει δυναμικά καί νά ματαιώσει τήν ἐξύφανση τῆς θετικῆς προοπτικῆς.
Ἡ παρουσία του καί πάλι, ἦταν ἄμεση.
Ἔγινε σεισμός στό σπίτι, ξεμανταλώθηκαν οἱ πόρτες, ἕνας θόρυβος τάραξε τούς προξενητές καί τούς ἐνοίκους.
Ὁ εὐλαβής ἰατρός πατέρας, πείσθηκε πλέον ὅτι ἡ ὑπόθεσις γάμος ἦταν γιά τήν Γαλάτεια τελείως ἀτελέσφορο γεγονός καί κάθε ἄλλη διαχείρισις τοῦ πράγματος, θά ἀπέβαινε γι’ αὐτήν μαρτύριο...
Ἦταν ὄντως ταπεινή.
Κανένας μεγαλοϊδεατισμός, οὔτε ἀκροθιγῶς δέν ἐκκολάφθηκε στήν ψυχή της.
Δέν ἦταν αὐτό κομπλεξικότητα γιατί ἦταν ἐλεύθερη ἀπό συμπλεγματικές καταστάσεις, οὔτε αἴσθημα μειονεξίας γιατί διέθετε ψυχική πληρότητα.
Ἦταν ἡ βαθειά καί ἁγία ἀρετή πού τῆς ἀπεκάλυπτε τήν χοϊκότητα καί τρεπτότητα τοῦ ἑαυτοῦ της καί τήν ἔκανε νά γνωρίζει τά μέτρα της.
Εἶχε διαρκῶς τήν αἴσθηση ὅτι εἶναι ἡ χειρότερη τῶν πάντων, φιλοῦσε τά χέρια ὅλων καί ζητοῦσε συγχώρηση.
Δέν τό ἔκανε ἀπό ταπεινοσχημία ἀλλά, μέ πλήρη ἐπίγνωση μηδαμινότητος, φρονοῦσε ὅτι εἶναι πολύ χαμηλά, στό μηδέν, ὅτι τῆς λείπουν ἀκόμη πολλά, ὅτι δέν εἶναι αὐτή πού ἔπρεπε καί μποροῦσε νά εἶναι.
Τήν χαρακτήριζαν ὁ καλός λογισμός γιά τόν πλησίον της καί ἡ ἀνελέητη αὐτοκριτική γιά τόν ἑαυτό της.
Καί ὁ ἀγωνοθέτης Θεός, τήν ἐξακόντισε ἀπό τά βάθη τῆς βιωματικῆς οὐδενίας, στά ὕψη τῆς ἀπερινόητης θεοπτίας, γιατί «πᾶς ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται» κατά τόν ἀψευδῆ λόγο τοῦ Κυρίου μας.
Μέχρι τά βαθειά της γεράματα, σκορποῦσε, ἔδιδε «τοῖς πένησι».
Ἦταν γερόντισσα πιά, χειρουργημένη καί στά δύο πόδια ἀλλά ἔστηνε μία μεγάλη κατσαρόλα φαγητό γιά νά μήν στερηθοῦν οἱ μοναχικοί γέροντες καί ἕνας ἄρρωστος ἡλικιωμένος τῆς γειτονιᾶς.
Γι’ αὐτό, λίγο πρίν τό τέλος, τήν ἐπισκέφθηκαν ἀνάμεσα σέ ἄλλους, οἱ ἑπτά Ἀρχάγγελοι πού μεταφέρουν τίς προσευχές τῶν ἁγίων ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό.
Τῆς συστήθηκαν μέ τά ὀνόματά τους, δέν τά λησμόνησε ἀλλά τά ἐνέταξε στήν καρδιακή μνήμη της:
Μιχαήλ, Γαβριήλ, Οὐριήλ, Ραφαήλ, Φαναήλ, Θαναήλ.
Ὁ Οὐριήλ τῆς εἶπε ὅτι φυλάει τήν ἄβυσσο.
Σήκωσαν ψηλά τίς ρομφαῖες καί τῆς ἔκαναν «ρεκάπιτο» ὅπως εἶπε, γιά νά περάσει.
Τήν ὁδήγησαν σέ ἕνα πάγχρυσο παλάτι.
Εἶναι ὁ τόπος τῆς κατοικίας σου, τῆς εἶπαν.
Στή μέση ξεχείλιζε ἕνα ὁλόχρυσο δοχεῖο πού ἀνέβλυζε κρυστάλλινο νερό.
Ρώτησε: «τί εἶναι αὐτό;» «εἶναι τό δοχεῖο τῆς καρδιᾶς σου» ἀπάντησαν.
«Καί ξεχειλίζει ἡ ἁγνότητά σου, ἡ σιωπή σου, ἡ ταπεινοφροσύνη σου καί οἱ ἐλεημονιές σου».
Εἶδε πλειάδα Ἁγίων, τήν χορεία τῶν Ἁγίων Πατέρων, τόν Μέγα Ἀντώνιο καί τήν παρέα του, τόν ἐπουράνιο Ναό μέ τίς ἀπερινόητες -ὅπως εἶπε- φωταψίες καί μουσικές του.
Ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ, ὁ πολυαγαπημένος της, ἐμφανιζόταν συνεχῶς στή γιαγιά, καί τήν ἐνίσχυε στό τελευταῖο στάδιο τοῦ ἀγῶνα της.
Τό παράδοξο εἶναι ὅτι ἐμφανίσθηκε καί σέ μία ἀπό τίς οἰκονόμους τῆς Γερόντισσας, ζωντανά γιά νά δυναμώσει τήν πίστη της.
Ἐπιστατοῦσε ὁ ἴδιος στήν διαδικασία ἐξόδου καί ἐλάμβανε πρωτοβουλίες...
Οἱ μεγάλοι σύγχρονοι ἡσυχαστές τῶν Ἀστερουσίων, Ὅσιοι Γέροντες Ἀναστάσιος ὁ Κουδουμιανός καί Νεῖλος ὁ Ἁγιοφαραγγίτης τήν ἐκτιμοῦσαν καί τήν ἐσέβοντο ἀπεριόριστα.
Καί οἱ δύο ἔσκυβαν καί ἀσπαζόταν τό χέρι της.
«Εἶδα τήν προσευχή της καί τρόμαξα» μοῦ εἶπε ὁ Γέρων Ἀναστάσιος, μία ἀπό τίς δύο φορές πού τήν ἐπισκέφθηκε στό σπίτι της.
Καί ὅταν ἡ Γερόντισσα τόν ἐπισκέφθηκε στό Βενιζέλειο Νοσοκομεῖο τοῦ Ἠρακλείου, πάλιν ὁ Μέγας Ἐκεῖνος Γέρων, ἄν καί σέ καταστολή δυνάμεων, βρῆκε τό σθένος, ἀνασηκώθηκε, ἄρπαξε τό χέρι της καί τό καταφιλοῦσε.
«Γιατί μοῦ τό κάνουν αὐτό οἱ Δεσποτάδες καί ἀσκητές» ρωτοῦσε μέ παιδική ἀφέλεια ἡ Γαλάτεια.
«Γιατί –τῆς ἀπαντοῦσα- φαίνεσαι ἐκατόν ἐτῶν, ἐπειδή εἶσαι κυρτωμένη πολύ καί σέβονται τό γῆρας σου».
«Μπρέ, μπρέ ταπείνωση –ἐπαναλάμβανε ἔκπληκτη ἐκείνη-. Θά εἶμαι ἀναπολόγητη στόν Θεό ἄν δέν μετανοήσω, ἀφοῦ τέτοιοι ἄνθρωποι σέβονται τά γεράματα καί τόν κακοποδομό μου».
Ἔλεγε:
«Μέσα ἀπό τήν καρδιά βλέπω τί εἶναι ὁ Θεός καί τί εἶμαι ἐγώ.
Ὁ Θεός εἶναι τό πᾶν καί ἐγώ ἕνα μηδέν.
Τόν εὐχαριστῶ, ὅμως, πού μοῦ δείχνει τά χάλια μου καί μοῦ δίνει παράταση μετανοίας.
Ζῶ καθημερινά τό μυστήριο τῆς Ἀγάπης Του.
Ὅ,τι τοῦ ζητήσω μοῦ τό δίνει.
Χατῆρι δέν μοῦ χαλᾶ κι ἄς εἶμαι τό πιό ἄτακτο παιδί Του.
Εἶναι σάν ἕνα κοπέλι πού τό πέμπω στίς μαντατοφοριές.
Μέ φροντίζει καί μέ στηρίζει σέ βαθμό πού δέν ἀντέχω, ἐνῶ ἔπρεπε νά μοῦ δίνει νερό νά πίνω ἀπό τούς βόθρους τῆς Νέας Ὑόρκης, γιατί οἱ ἀποχετεύσεις τοῦ χωριοῦ μου εἶναι καθαρές».
Πολλές φορές τήν εἶδα γιά παραδειγματισμό μου σέ κατάσταση Θείας ἀρπαγῆς, βυθισμένη μέσα στήν καρδιά καί ἀπό ἐκεῖ ἐξακοντισμένη στούς οὐρανίους κόσμους, φωτεινή καί «ἀχάμπαρη» γιά τό τί συνέβαινε γύρω της.
Τό φῶς τοῦ Θεοῦ -ἔλεγε- τό ἔβλεπε μέσα ἀπό τό χάος τῆς καρδιᾶς πού τῆς ἦταν πάμφωτο, τραβιόταν ὅμως καί τά σαρκικά της μάτια καί τά αἰσθανόταν νά ἀλλοιώνονται, τό ἔβλεπε -ὅπως ἐδιηγεῖτο- «ἀπό τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς ἔως τά κράνυχα τῶν ποδιῶν», ὅλες οἱ αἰσθήσεις γινόταν μία.
Παντοῦ βασίλευε ὁ Χριστός καί δέν ἤξερε ἀπό ποῦ τελικά ζοῦσε ὅλες αὐτές τίς ὑπερφυεῖς δωρεές τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος.
Ἔλεγε ἀποφατικά:
«Αὐτά γλῶσσα δέν τά διηγεῖται καί ἀνθρώπινος νοῦς δέν τά χωρεῖ. Οὔτε ἀγγελικός νοῦς δέν τά χωρεῖ ὅλα. Ἀπορῶ πῶς ὐπάρχουν ἄνθρωποι πού λέγουν πώς δέν πιστεύουν...»
Ἡ Γερόντισσα περιχαρής ἀποκάλυψε στήν πρωτανηψιά τῆς Αἰκατερίνη Ρεθυμνιωτάκη
πού τήν πρόσεχε, ὅτι δέχθηκε τήν ἐπίσκεψη τῆς Κυρίας Θεοτόκου!
(Το 2016)
Συνοδευόταν ἀπό τήν Ἁγία Παρασκευή.
Τῆς εἶπε ἡ Παναγία μας:
«Ἡ βαλίτσα σου εἶναι ἕτοιμη καί τά τετράδιά σου ἀστράφτουν. Ἐπίκειται ἡ ἀναχώρησή σου».
«Πάρε με Παναγία μου, ἀφοῦ εἶμαι ἕτοιμη» παρακάλεσε ἡ ταπεινή Γερόντισσα.
Χαμογέλασε ἡ Θεοτόκος καί τῆς ἀπάντησε:
«Ἔλαβες μικρή παράταση.
Σύντομα θά δρομολογήσω τό θέμα ἐγώ».
Καί ἐνῶ ἰατρικῶς ἦταν ξοφλημένη, μετά τήν Μεγαλοσχημία της, σταμάτησε ὀ ἐπιθανάτιος ρόγχος καί ἀπόλυτα ζωντάνευσε..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου