Τετάρτη 5 Απριλίου 2023

Κατά ποίου ο λίθος του αναθέματος;


Σαράντος Καργάκος


    Κα­νείς λο­γι­κός ἄν­θρω­πος δέν πρέ­πει νά ἐ­πι­χαί­ρει γιά τήν ἐ­πι­βε­βαί­ω­ση κά­ποι­ων δυ­σοί­ω­νων προ­βλέ­ψε­ών του. Εἰ­λι­κρι­νά θά ἤ­θε­λα νά ἔ­χω δι­α­ψευ­σθεῖ γιά αὐ­τά πού ἔ­γρα­ψα πρό 28ετίας γιά τήν μέλ­λου­σα νά πλή­ξει τή χώρα μας ἀ­λα­λί­α (λό­γω τοῦ ἐ­ξο­βε­λι­σμοῦ τῶν ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λη­νι­κῶν καί τήν ὁ­λο­σχε­ρῆ κα­τάρ­γη­ση τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῶν λο­γί­ων μορ­φῶν τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γραμ­μα­τεί­ας) καί ἀ­νι­στο­ρη­σί­α, με­τά τήν εἰ­σα­γω­γή νέ­ων –δῆ­θεν– με­θό­δων δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ μα­θή­μα­τος τῆς ἱ­στο­ρί­ας, μέ τήν ἀ­πό­λυ­τη κυ­ρι­αρ­χί­α τῆς λε­γό­με­νης «ἄ­νευ γε­γο­νό­των ἱ­στο­ρί­ας», μέ τήν ἐ­ξα­φά­νι­ση παν­τε­λῶς τῆς χρο­νο­λο­γί­ας, πού ἀ­πο­τε­λεῖ τή σπον­δυ­λι­κή στή­λη τῆς ἱ­στο­ρί­ας, 

μέ τήν κυ­ρι­αρ­χί­α τῆς ἀ­ε­ρο­λο­γί­ας, πού πα­ρου­σι­α­ζό­ταν ὡς δῆ­θεν φι­λο­σο­φί­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας, μέ πα­ρα­πομ­πές σέ πη­γές, πού μό­νο πη­γές δέν ἦ­σαν (ἦ­σαν ἠ­με­τε­ρό­φρο­νες νε­ό­κο­ποι ἱ­στο­ρι­κοί), μ’ ἕ­ναν ἐ­πι­δερ­μι­κό προ­ο­δευ­τι­σμό πού μύ­ρι­ζε κομ­μα­τι­κή κι­νά­βρα (= μυρωδιά τράγου, “τραγίλα”) σέ ἀ­κτί­να 2 χλμ, μέ ἐγ­χει­ρί­δια ἱ­στο­ρί­ας πού ἦ­σαν ὄν­τως «ἐγ­χει­ρί­δια» καί κα­τά τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας καί γρα­φῆς καί κα­τά τῆς ἱ­στο­ρί­ας, μέ δι­δα­κτέ­α/ ἐ­ξε­τα­στέ­α ὕ­λη κομ­μέ­νη σέ φέ­τες, ἀ­πο­συν­δε­δε­μέ­νες ἀ­πό τόν λοι­πό ἱ­στο­ρι­κό κορ­μό.

Μέ ὅ­λα, λοι­πόν, αὐ­τά τά ἀ­νά­πο­δα καί τά στρα­βά, ὅ­που τυ­φλοί δά­σκα­λοι (δά­σκα­λοι πού πι­στεύ­ουν στό δόγ­μα ὅ­τι «σω­στό εἶ­ναι ὅ,τι γρά­φει τό σχο­λι­κό») ὁ­δη­γοῦ­σαν μο­νό­φθαλ­μους (καί μ’ αὐ­τό ἐν­νο­ῶ τούς μα­θη­τές πού πι­στεύ­ουν στό παι­δα­γω­γι­κό ὅ­ρα­μα «νῦν ὑ­πέρ πάν­των ὁ βαθ­μός»), φθά­σα­με στό ση­μεῖ­ο νά βγοῦν ἀ­πό τά ἑλ­λη­νι­κά –τρό­πος τοῦ λέ­γειν– σχο­λεῖ­α δυ­ό γε­νι­ές ἀ­νελ­λή­νι­στων, ἀ­νι­στό­ρη­των καί ἀ­γε­ω­γρά­φη­των μα­θη­τῶν.


Ἡ ἀρ­χαι­ο­λα­τρί­α, πού ἀ­πό πολ­λές πλευ­ρές ἦ­ταν δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη, ἦ­ταν φυ­σι­κό νά ἐ­ξε­λι­χθεῖ σέ «οὐ­φο­λο­γί­α», ἀ­φοῦ τό μά­θη­μα τῆς ἱ­στο­ρί­ας στά ἑλ­λη­νι­κά σχο­λεῖ­α καί στά πα­νε­πι­στή­μια κα­τάν­τη­σε ἀρ­λουμ­πο­λο­γί­α.


   Εἶ­χα συ­χνά τό­τε σ’ ἐ­κεῖ­νο τό μα­κρι­νό πα­ρελ­θόν προ­ει­δο­ποι­ή­σει: «Βγά­λα­με τά Ἀρ­χαῖ­α, θά βγά­λου­με τά μά­τια μας». (Αὐ­τό ἦ­ταν τίτ­λος ἄρ­θρου μου τό 1976). Κι ἔ­πε­σαν πά­νω μου μαῦ­ρα κο­ρά­κια μέ νύ­χια γαμ­ψά (ἄλ­λο­τε ὑ­μνη­τές τῆς δι­κτα­το­ρί­ας) νά βγά­λουν τά δι­κά μου μά­τια. Εἶ­χα ἀ­κό­μη προ­ει­δο­ποι­ή­σει –σχε­τι­κά μέ τήν ἱ­στο­ρί­α–, πώς ὅ,τι πε­τᾶς ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρα, θά σοῦ ἔλ­θει ἀ­πό τή ρη­μαγ­μέ­νη στέ­γη. Τήν ἱ­στο­ρί­α θά ἀν­τι­κα­τα­στή­σει ἡ πα­ρα­ϊ­στο­ρί­α. Καί τού­τη ἡ πα­ρα­ϊ­στο­ρί­α θά ἐ­ξε­λι­χθεῖ σέ ἰ­δε­ο­λο­γί­α μιᾶς ὑστε­ρικῆς πα­τρι­δο­λα­γνεί­ας. Ἀλ­λ’ ὅ­πως λέ­νε οἱ μα­θη­τές, «στοῦ κου­φοῦ τήν πόρ­τα, πά­ρε καί τήν… πόρ­τα».

   Θά ἤ­μουν ὁ ἔ­σχα­τος πού θά κα­τη­γο­ροῦ­σα αὐ­τούς πού σή­με­ρα, ἀ­φοῦ δέν δι­δά­σκον­ται τί­πο­τα στό σχο­λεῖ­ο γιά τόν ἀρ­χαῖ­ο κό­σμο (ἀ­πε­ναν­τί­ας ἀ­κοῦ­νε ἤ δι­α­βά­ζουν χλευα­σμούς), στρά­φη­καν πρός μιά πα­ρα­μυ­θο­λο­γι­κή ἱ­στο­ρι­ο­γρα­φί­α πού κά­νει τόν ἑλ­λη­νι­κό κό­σμο τῆς ἀρ­χαι­ό­τη­τας ἀ­με­ρι­κανι­κό S­u­p­er­m­an. Οἱ Ἕλ­λη­νες δέν ἦ­σαν γή­ι­νοι. ἦ­σαν ἐ­ξω­γή­ι­νοι! Ὅ­ταν στούς πρώ­τους αἰ­ῶ­νες τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας εἶ­χε ἀρ­χί­σει ὁ σκλη­ρός ἀ­γώ­νας ἐ­ναν­τί­ον τῆς ἀρ­χαί­ας θρη­σκεί­ας καί τῶν «ἐ­θνι­κῶν», τό­τε στή συ­νεί­δη­ση τοῦ ἁ­πλοῦ λα­οῦ τό γέ­νος τῶν Ἑλ­λή­νων ταυτίστηκε μέ τό γένος τῶν γιγάντων. «Στον καιρό τῶν Ἑλλήνων», λέ­νε οἱ πα­ρά­δο­σεις πού κα­τέ­γρα­ψε ὁ Νικ. Πο­λί­της. Κι ὁ λα­ός φαν­τα­ζό­ταν τούς Ἕλ­λη­νες μέ γι­γάν­τιο ἀ­νά­στη­μα, πλά­σμα­τα ὑ­περ­φυ­σι­κά πού σή­κω­ναν δυ­να­μά­ρια κι ἔ­φτια­χναν κά­στρα μέ πέ­τρες ἀ­σή­κω­τες κι ἀ­πό βα­ροῦλ­κο.


Ἔ­χει γε­μί­σει ἡ χώ­ρα μας ἀ­πό ἑλ­λη­νο­λά­τρες χω­ρίς οὐ­σι­α­στι­κή ἑλ­λη­νι­κή κα­τάρ­τι­ση, χω­ρίς γνώ­ση «γε­ρῶν Ἑλ­λη­νι­κῶν», χω­ρίς ἐν­βί­ω­ση τῆς συ­νέ­χειας πού κά­νει τήν ἀρ­χαι­ό­τη­τα νά εἶ­ναι πα­ροῦ­σα καί στόν πα­ρόν­τα και­ρό.


   Τό ἴ­διο συ­νέ­βη στόν πα­ρόν­τα και­ρό. Ἡ ἀρ­χαι­ο­λα­τρί­α, πού ἀ­πό πολ­λές πλευ­ρές ἦ­ταν δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη, ἦ­ταν φυ­σι­κό νά ἐ­ξε­λι­χθεῖ σέ «οὐ­φο­λο­γί­α», ἀ­φοῦ τό μά­θη­μα τῆς ἱ­στο­ρί­ας στά ἑλ­λη­νι­κά σχο­λεῖ­α καί στά πα­νε­πι­στή­μια κα­τάν­τη­σε ἀρ­λουμ­πο­λο­γί­α. Στά σχο­λεῖ­α μας, ἐν ὀ­νό­μα­τι τῶν νέ­ων δε­ξι­ο­τή­των, ἐ­πι­βλή­θη­κε ἕ­να σύ­στη­μα ἀ­δε­ξι­ο­τή­των. Οἱ ἀν­θρω­πι­στι­κές μα­θή­σεις θυ­σι­ά­στη­καν στό βω­μό τῆς «στε­λε­χο­ποί­η­σης». Μα­ζί καί ἡ ἱ­στο­ρί­α. Ὅ,­τι, ὅ­μως –πα­ρά πάν­τα νό­μον ὀρ­θῆς ἀ­γω­γῆς– δι­ώ­κε­ται καί εἰς πῦρ βάλ­λε­ται, μυ­θο­ποι­εῖ­ται. Κι ἐ­πα­νέρ­χε­ται στή ζω­ή συ­χνά ὡς βρυ­κό­λα­κας. Αὐ­τά πού σή­με­ρα προ­βάλ­λον­ται ὡς νέ­ες με­λέ­τες, ὡς νέ­ες ἀ­να­ζη­τή­σεις, ὡς νέ­ες ἀ­να­κα­λύ­ψεις πε­ρί ἀρ­χαί­ου κό­σμου, καρ­ποί με­λέ­της κα­λο­προ­αί­ρε­των συ­χνά ἐ­ρασιτεχνῶν, εἶ­ναι μιά νέ­α μυ­θο­λο­γί­α πού ἔ­χει πνευ­μα­τι­κό πα­τέ­ρα τόν Νταί­νι­κεν. Τό γε­γο­νός ὅ­τι ὁ εὐ­φυ­ής αὐ­τός Ἐλ­βε­τός ξε­νο­δό­χος ἔ­γι­νε μέ τά βι­βλί­α του ζάπλου­τος, κά­νει πολ­λούς νά πι­στεύ­ουν ὅ­τι, μέ τίς πε­ρί­ερ­γες ἀ­φη­γή­σεις τους πε­ρί ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λή­νων, θά ἀ­πο­κτή­σουν τά πλού­τη τῶν χρυ­σο­φό­ρων Μή­δων. Ὅ­λη ἡ ἀ­με­ρι­κα­νι­κή μυ­θο­λο­γί­α –κυ­ρί­ως διά τῆς τη­λο­ψί­ας– με­τα­φέ­ρε­ται ἔν­τε­χνα στήν Ἑλ­λά­δα, γιά τή δι­α­μόρ­φω­ση μιᾶς νέ­ας ἰ­δε­ο­λο­γί­ας, μέ στό­χο τήν ἀ­πο­κο­πή τῶν Ἑλ­λή­νων ἀ­πό τή ζῶ­σα πα­ρά­δο­ση, ἀ­πό τίς δυ­νά­μεις ἐ­κεῖ­νες πού τόν γέ­μι­ζαν θέ­λη­ση καί καρ­τε­ρί­α στά χρό­νια τῆς δου­λεί­ας, γιά νά φθά­σει ὡς τόν ἀ­γῶ­να τῆς πα­λιγ­γε­νε­σί­ας. Δέν πα­ρα­γνω­ρί­ζω ὅ­τι αὐ­τό εἶ­ναι καί μιά ἀν­τί­δρα­ση πρός ἕ­να μι­σαλ­λό­δο­ξο χρι­στι­α­νι­κό πνεῦ­μα, πού ὑ­πάρ­χει ἀ­κό­μη σέ κά­ποι­ος κύ­κλους θρη­σκευ­ό­με­νων, οἱ ὁ­ποῖ­οι βλέ­πουν τήν ἀρ­χαί­α σο­φί­α, τήν ἀρ­χαί­α λο­γο­τε­χνί­α ὡς σκέ­τη ἁ­μαρ­τί­α. Ὡς κα­θη­γη­τής εἶ­χα ἀν­τι­με­τω­πί­σει πολ­λά τέ­τοι­α πε­ρι­στα­τι­κά, ἄλ­λο­τε φαι­δρά καί ἄλ­λο­τε τρα­γι­κά.

   Φαι­νό­με­να πα­ρα­ϊ­στο­ρίας καί πα­ρα­μυ­θο­λο­γί­ας εἴ­χα­με καί στό πα­ρελ­θόν, ἀλ­λά τό­τε ὑ­πῆρ­χαν ἄν­θρω­ποι πού ἤ­ξε­ραν γε­ρά ἑλ­λη­νι­κά καί ἤ­ξε­ραν νά ἀ­παν­τοῦν ἀ­πο­στο­μω­τι­κά. Σή­με­ρα ἡ ἀρ­χαι­ο­γνω­σί­α θε­ω­ρεῖ­ται σχε­δόν ἁ­μαρ­τί­α. Κι ἦ­ταν φυ­σι­κό νά συμ­βεῖ αὐ­τό. Καί ἀ­πό μιά ἄ­πο­ψη τό θε­ω­ρῶ ἔκ­φρα­ση ὑ­γεί­ας τοῦ λα­οῦ μας, πού δι­ψᾶ νά μά­θει ὅ,τι ἐ­πί τρεῖς δε­κα­ε­τί­ες τοῦ ἔ­κρυ­βαν και τοῦ κρύβουν οἱ ἀρ­χαι­ο­μά­σα­γες πού ἐ­λέγ­χουν τήν παι­δεί­α μας. Ὅ­ταν οἱ ἐ­πί­ση­μοι φι­λό­λο­γοι καί ἱ­στο­ρι­κοί, ἀν­τί νά παί­ξουν τό ρό­λο τοῦ Λε­ω­νί­δα, ἔ­παι­ξαν τό ρό­λο τοῦ Ἐ­φιά­λτη, ἦ­ταν φυ­σι­κό τή φύ­λα­ξη τῶν Θερ­μο­πυ­λῶν νά τήν ἀ­να­λά­βουν ἐ­ρα­σι­τέ­χνες, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πό ἀ­νυ­στε­ρο­βου­λί­α, λί­γοι ἀλ­λά εὐ­φυ­έ­στε­ροι ἀ­πό ὑ­στε­ρο­βου­λί­α, γιά νά με­τα­τρέ­ψουν τήν ἀρ­χαι­ο­λα­τρί­α σέ ἰ­δε­ο­λο­γί­α ἑ­νός κε­νοῦ πα­τρι­ω­τι­σμοῦ, πού στρέφεται κατά των ὑπαρκτῶν στηριγμάτων τοῦ παρόντος Ἑλληνισμοῦ, ἑ­νός πα­τρι­ω­τι­σμοῦ κα­μου­φλα­ρι­σμέ­νου μέ ἕ­να «πα­σπά­λι­σμα» ψευ­δο­πα­γα­νι­σμοῦ.

Ἔ­χει γε­μί­σει ἡ χώ­ρα μας ἀ­πό ἑλ­λη­νο­λά­τρες χω­ρίς οὐ­σι­α­στι­κή ἑλ­λη­νι­κή κα­τάρ­τι­ση, χω­ρίς γνώ­ση «γε­ρῶν Ἑλ­λη­νι­κῶν», χω­ρίς ἐν­βί­ω­ση τῆς συ­νέ­χειας πού κά­νει τήν ἀρ­χαι­ό­τη­τα νά εἶ­ναι πα­ροῦ­σα καί στόν πα­ρόν­τα και­ρό. Γιά πα­ρά­δειγ­μα, τό βα­θύ μυ­στή­ριο τοῦ ἀρ­χαί­ου θε­ά­τρου δέν βι­ώ­νε­ται μέ τις –συ­νή­θως γε­λοῖ­ες– πα­ρα­στά­σεις πού βλέ­που­με κα­τά τή ρα­στώ­νη τοῦ κα­λο­και­ριοῦ στά ἀρ­χαῖα θέ­α­τρα, βι­ώ­νε­ται μέ­σα στό βα­θύ μυ­στή­ριο τῆς λει­τουρ­γί­ας πού τε­λεῖ­ται στούς χρι­στι­α­νι­κούς να­ούς.

   Θά μοῦ ἦ­ταν εὔ­κο­λο νά μι­λή­σω γιά τήν αὐ­τάρ­κεια τῆς ἀ­μά­θειας, γιά ἐ­πά­νο­δο, ἀ­πό ἄλ­λους δρό­μους, στό χῶ­ρο τῆς μα­γεί­ας καί τῆς μαγ­γα­νεί­ας, γιά μου­μι­ο­ποί­η­ση τῆς ἀρ­χαι­ό­τη­τος, γιά ἀ­πο­σύνδε­ση τῶν ἀρ­χαί­ων ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό τους καί τήν συ­νταύτι­ση πρός τούς μυ­θι­κούς γερ­μα­νι­κούς ἥ­ρω­ες, τό ἔν­ζυ­μο τῆς βαγ­κνε­ρι­κῆς ἰ­δε­ο­λο­γί­ας τοῦ γερ­μα­νι­κοῦ ὑ­πε­ραν­θρω­πι­σμοῦ, πού ἐκ­φρά­στη­κε πο­λι­τι­κά μέ τό κί­νη­μα τοῦ χιτ­λε­ρι­κοῦ ἐ­θνι­κο­σο­σι­α­λι­σμοῦ.Δέν ἀ­πο­κλεί­ε­ται καί ἐ­δῶ, ἐ­ν’ ὀ­νό­μα­τι τῆς προ­στα­σί­ας τῶν ἀρ­χαί­ων, νά ἐμ­φα­νι­σθεῖ ἕ­να κί­νη­μα «ἐ­θνι­κῆς σω­τη­ρί­ας» μέ φα­σί­ζου­σες τά­σεις, πού φυ­σι­κά θά πά­ρει δι­α­στά­σεις, ὅ­ταν καί στή λοι­πή Εὐ­ρώ­πη ἐμ­φα­νι­σθοῦν ἀ­νά­λο­γες τά­σεις, λό­γω τοῦ ἰ­σο­πε­δω­τι­κοῦ ὁδο­στρω­τη­ρι­κοῦ σχε­δια­σμοῦ τῶν χαρ­το­γι­α­κά­δων πού κα­τοι­κο­ε­δρεύ­ουν στίς Βρυ­ξέλ­λες καί οἱ ὁ­ποίοι κά­νουν «κλω­τσο­σκού­φι» τίς εὐ­αι­σθη­σί­ες τῶν λα­ῶν πού δου­λεύ­ουν γι’ αὐ­τούς, ἐ­νῶ αὐ­τοί «δου­λεύ­ουν» τούς λα­ούς.

   Δέν μπο­ρῶ νά εἶ­μαι κα­τή­γο­ρος ὅλων αὐ­τῶν τῶν ἀρ­χαι­ο­μα­νῶν, πού σπεύ­δουν μέ τό ὑ­στέ­ρη­μά τους νά ἀ­γο­ρά­σουν ἕ­να βι­βλί­ο πε­ρί ἀρ­χαι­ό­τη­τας, ὅ,­τι κι ἄν λέ­ει αὐ­τό, γιά νά μά­θουν αὐ­τά πού δέν δι­δά­χθη­καν στά σχο­λεῖ­α καί στά πα­νε­πι­στή­μια. Δέν κα­τη­γο­ρῶ οὔ­τε καί τό πά­θος με­ρι­κῶν, ὅ­ταν αὐ­τή τή στιγ­μή τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς παγ­κό­σμιας ἰ­στο­ρι­ο­γρα­φί­ας πού ἀ­φο­ρᾶ στήν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα, ἔ­χει με­τα­βλη­θεῖ σέ πρω­κτο­λο­γί­α. Τό μέ­γα πρό­βλη­μα πού ἀ­πα­σχο­λεῖ τή πα­νε­πι­στη­μια­κή ἱστο­ρι­ο­γρα­φί­α Εὐ­ρώ­πης καί Ἀ­με­ρι­κῆς εἶ­ναι το ἄν οἱ Ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες ἦ­σαν… ὁ­μο­φυ­λό­φι­λοι! Λές κι ἦ­ταν θέ­μα πρω­κτοῦ ἡ ἐ­πο­ποι­ί­α τοῦ Ἀ­λε­ξάν­δρου, ἡ νί­κη στή Σα­λα­μί­να, ἡ κα­τα­σκευ­ή τοῦ Παρ­θε­νῶ­νος καί ἡ θυ­σί­α τῶν Θερ­μο­πυ­λο­μά­χων.


Δέν ἀ­πο­κλεί­ε­ται καί ἐ­δῶ, ἐ­ν’ ὀ­νό­μα­τι τῆς προ­στα­σί­ας τῶν ἀρ­χαί­ων, νά ἐμ­φα­νι­σθεῖ ἕ­να κί­νη­μα «ἐ­θνι­κῆς σω­τη­ρί­ας» μέ φα­σί­ζου­σες τά­σεις…


   Ὅ­ταν, λοι­πόν, ἕ­νας λα­ός ἀ­μύ­νε­ται γιά νά σώ­σει ὅ,τι νο­μί­ζει πώς τόν ἔ­χει σώ­σει, εἶ­ναι φυ­σι­κό νά φθά­νει ὡς τήν ὑ­περ­βο­λή. Δέν ἀ­πο­κλεί­ε­ται ὅ­μως καί ἀ­πό τήν ὑ­περ­βο­λή αὐ­τή κά­τι κα­λό νά βγεῖ: νά ξα­να­γυ­ρί­σου­με στή με­λέ­τη τῶν ἀρ­χαί­ων ἀ­πό τό πρω­τό­τυ­πο (οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες με­τα­φρά­σεις, ἑλ­λη­νι­κές καί ξέ­νες, εἶ­ναι πα­ρα­φρά­σεις) καί νά δοῦ­με, ὅ­ταν κα­τα­λα­γιά­σει ὁ σά­λα­γος, τά πράγ­μα­τα πιό νη­φά­λια. Γνω­ρί­ζω ἀν­θρώ­πους τοῦ λα­οῦ πού αὐ­τή τή στιγ­μή με­λε­τοῦν μέ βο­η­θή­μα­τα τόν Νόν­νο (πού δέν νο­μί­ζω ὅ­τι ἔ­χει δι­δα­χθεῖ ποτέ σέ πα­νε­πι­στή­μιο), τά «Ἀρ­γο­ναυ­τι­κά» τοῦ Ἡ­λι­ο­δώ­ρου, τά «Θραύ­σμα­τα» τοῦ Ἡ­ρακλείτου καί τῶν προ­σω­κρα­τι­κῶν.

   Ἄν, λοι­πόν, πρέ­πει νά ρί­ξου­με κά­ποι­ο λί­θο ἀ­να­θέ­μα­τος, ἄς μήν τόν ρί­ξου­με στούς «οὐ­φο­λό­γους», ἀλ­λά σέ κεί­νους πού ἔ­δι­ω­ξαν τήν ἱ­στο­ρί­α μας ἀ­πό τά σχο­λεῖ­α, σέ κεί­νους πού τήν σπι­λώ­νουν μέ­σω τῆς ἔν­τυ­πης καί τῆς ἠ­λε­κτρο­νι­κῆς δη­μο­σι­ο­γρα­φί­ας, σέ κεί­νους πού ἐ­πι­με­λῶς ἀ­πο­κρύ­πτουν, συγ­κα­λύ­πτουν καί κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά θά­βουν κά­θε βι­βλί­ο ἱ­στο­ρί­ας πού δέν κι­νεῖ­ται στή γραμ­μή τῆς παγ­κο­σμι­ο­ποι­η­μέ­νης ὑ­πο­τέ­λειας. Δέν θέ­λω οὔ­τε νά μι­λῶ προ­σω­πι­κά. Ἄς μοῦ συγ­χω­ρε­θεῖ ὅ­μως τού­τη τή φο­ρά νά μι­λή­σω γιά μιά προ­σω­πι­κή μου πε­ρί­πτω­ση: Στίς 2 Δε­κεμ­βρί­ου τοῦ 2004 κυ­κλο­φο­ρή­θη­κε ἕ­να ἔρ­γο μου, ἡ τρί­το­μη «Ἱ­στο­ρί­α τῶν Ἀρ­χαί­ων Ἀθηνῶν». Ἔρ­γο γραμ­μέ­νο μέ Θου­κυ­δί­δει­ο πνεῦ­μα. Πό­σο τό εἴ­δα­τε νά προ­βάλ­λε­ται στά κρα­τι­κά καί στά ὑ­περ­κρα­τι­κά κα­νά­λια; Πό­σο μί­λη­σαν γιά τό ἔρ­γο αὐ­τό οἱ «φί­λοι» μου δη­μο­σι­ο­γρά­φοι (κά­πο­τε μα­θη­τές μου) πού ἀν­τα­γω­νί­ζον­ταν ἄλ­λο­τε ποι­ός θά μέ «πρω­το­βγά­λει», τά­χα γιά νά μά­θουν, ἄν ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος ἦ­ταν g­ay! Φυ­σι­κά, ἄν ἔ­γρα­φα κι ἐ­γώ ὅ­τι τό με­γα­λύ­τε­ρο προ­σόν τοῦ Πε­ρι­κλῆ ἦ­ταν ὁ πρω­κτός του, καί ὅ­τι οἱ Τρι­α­κό­σιοι τῶν Θερ­μο­πυ­λῶν ἦ­σαν ὁ­μο­φυ­λό­φι­λοι, θά γι­νό­ταν χα­λα­σμός. Καί τό­τε θά βα­φτι­ζό­μουν κι ἐ­γώ ἀ­πό τούς «κε­κρά­κτες» τῆς χούν­τας… «προ­ο­δευ­τι­κός»!

   Ἡ πρό­τα­σή μου εἶ­ναι ἁ­πλῆ: νά ἐ­φαρ­μο­σθεῖ ἡ ἀρ­χή τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­του μέ κά­ποι­α πα­ραλ­λα­γή, ἀ­φοῦ ἡ Ἔ­φε­σος πιά ἔ­χει γί­νει τουρ­κι­κή: «Ἄ­ξιον Ἐ­φε­σί­οις ἡ­βη­δόν ἀ­πάγ­ξα­σθαι πᾶσι/ καί τοῖς ἀ­νή­βοις τήν πό­λιν κα­τα­λι­πεῖν/ οἵ­τι­νες Ἑρ­μό­δω­ρον ἄν­δρα ἑ­ωυ­τόν ὀ­νήι­στον ἐ­ξέ­βα­λον» (= Θά ‘ξι­ζε ὅ­λοι οἱ Ἐ­φέ­σιοι, ἀ­πό τήν ἐ­φη­βι­κή ἡ­λι­κί­α καί πά­νω, νά πᾶ­νε γιά κρέ­μα­σμα καί ν’ ἀ­φή­σουν τήν πό­λη στά παι­διά. Δι­ό­τι ἐ­ξό­ρι­σαν τόν Ἑρ­μό­δω­ρο, τόν πιό χρή­σι­μο ἀ­π’ ὅ­λους). Ὁ δι­κός μας Ἑρ­μό­δω­ρος ἦ­ταν τ’ Ἀρ­χαῖ­α καί ἡ Ἱστο­ρί­α μας.

πηγή

 

3 σχόλια:

ἐμπεσῶν εἰς λάκκον τις είπε...

...ὅσο ὁ Ρωμηός ἑκκλησιαζόταν
παιδιόθεν καὶ ἀδιαλείπτως,

γνώριζε τὰ ..."ἁρχαῖα", ὄχι ὢς ἀρχαῖα, αλλά -δεμένα μὲ τὰ ψαλσίματα- ὡς τραγούδι ἀγαπημένο τῆς βάθειάς ψυχῆς του·

....

ὄταν ἁργότερα,
ἐμείς οἱ καινούριοι, οἱ πλήρως μεταλλαγμένοι νεοέλληνες,
ἀλειτούργητοι, ἄσπλαχνοι, ἄψυχοι,
βάρβαροι μισοέλληνες- ὄμοιοι μὲ μία ἀλήθεια μισή-

γνωρίζαμε τὴν παλαιότερή μας
γλῶσσα,
ἀ π ο κ λ ει σ τ ι κ ά καὶ μόνο, μὲ τὸν στεγνό ἀκαδημαϊκό τρόπο τῆς ..."ἐκπαιδευτικῆς διαδικασίας"(!)
ὢς μελέτη... ἀπολιθώματος τινός
σπουδαίου καί τελείου μὲν, ἀλλά... ἄψυχου ὠστόσο καὶ θανάσιμα βαρετοῦ...

δεχτήκαμε τὴν κατάργηση τῆς διδασκαλίας
τῆς ἴδιας μας τῆς γλῶσσας,
σάν κάποιου εἴδους..."φτοῦ ξελευτερία γιὰ ὅλους"...

...οἱ ταλαίπωροι..ἑλλαδιστάνοι...

Ανώνυμος είπε...

Μπαινάκης και βγαινάκης .....ηλίθιο .....

Ανώνυμος είπε...

Ο λίθος του αναθέματος , 《 φωτιά και τσεκούρι 》 στους προσκυνημένους .....