Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023

Η ΡΙΖΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ. Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΤΗΣ ΦΩΛΙΑΣ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ



Ανωνύμου Ησυχαστού

Λόγος Πέμπτος

Περί άκρας και εκτεταμένης βίας της καρδιακής ευχής, έξ ής γεννάται μέν ό δριμύς πόνος έσω είς τόν άνθρωπον, εκ δέ του πόνου γεννώνται τά αένναα δάκρυα καί εκ τούτων προέρχεται η θυμηδία και η παράκλησις του Αγίου Πνεύματος είς τήν ψυχήν. ’Έτι δέ καί περί του πώς πτύει τινάς αίμα, έως ου νά έξορίση από τήν καρδίαν του τόν σαταναν μέ όλα του τά τάγματα.

Ευλόγησον πάτερ

μοναχέ, όπου πραγματεύεσαι την ατίμητον και ουράνιον πραγματείαν της σωτηρίας διά μέσου τών θείων καί φωτεινών σου δακρύων! Όταν στερήσαι ταυτα τά σωτήρια καί άγια δάκρυα καί είναι η διάνοιά σου τετυφλωμένη καί κατασυννεφιασμένη άπό κάποιαν παχυτάτην ομίχλην τής άναισθησίας, η οποία περιχύνεται επάνω εις τήν ψυχήν σου καί κρατεί τόν νούν σου έν σκότει καί σκιά θανάτου κρατημένον καί δεδεμένον, όταν, λέγω, πάσχης ταύτα, μή γυρεύης άλλην θεραπείαν είς τήν ψυχήν σου, μήτε άλλο μέσον διά τού οποίου ημπορείς νά αποβάλης από τήν διάνοιάν σου τήν παχυτάτην εκείνην αντάραν της αναισθησίας καί νά ελευθερώσεις τον σκλαβωμένον σου νουν από τά δεσμά της ψυχικής σου τυφλώσεως, παρά γύρευε, όσον δύνασαι, νά εύρης τά δάκρυα, οπού τά στερείσαι. Διότι μόνον τών δα­κρύων έργον είναι νά λαμπρύνουν την διάνοιάν σου, νά φωτίσουν την ψυχήν σου, νά διεγείρουν τήν καρδίαν σου καί νά τήν θερμάνουν είς τήν θείαν εργασίαν καί νά υπο­τάξουν τό σώμα σου είς τά θελήματα της ψυχής σου.

Αυτά τά δάκρυα προέρχονται μέν καί γεννώνται από πολλάς καί διαφόρους αρετάς, πλήν κατ’ εξαίρετον τρό­πον προέρχονται ευθύς - ευθύς καί βρύουν εν τω άμα αεννάως από τήν ύπερβολικήν βίαν της καρδιακής ευχής. Διό­τι η καρδιακή ευχή, όταν λέγεται βιαίως, δεν βάνει αργοπορίαν είς το να τα γέννηση είς τό σώμα καί να τα δώση είς τήν ψυχήν διά νά πλυθη με ταύτα καί λευκανθη υ­πέρ τήν χιόνα. «Πλυνείς με, λέγει, καί υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι».

’Αλλά ίσως μου αποκρίνεσαι καί μου λέγεις· εγώ πολλάκις εβίασα τήν καρδίαν μου μέ τήν ευχήν καί πο­σώς δεν είδα δάκρυον. Ναι! σέ πιστεύω ότι έβίασες τήν καρδίαν σου μέ τήν ευχήν, αλλά πόσον τήν έβίασες δέν μου λέγεις. Διότι βία άπό βίαν διαφέρει, καθώς διαφέ­ρει αρετή από αρετήν, τέχνη από τέχνην, ζώον από ζώον, καί άνθρωπος από άνθρωπον.

Όταν δέ βιάζης τήν καρδίαν μέ τήν ευχήν, ανίσως δέν σου έρχεται τό δάκρυον, ήξευρε ότι δέν εφθασας μέ τήν βίαν σου έως είς τόν πόνον της καρδίας σου καί έως είς τήν πληγήν της καρδίας σου, ώστε οπού νά σέ πονή εκεί οπού λέγεται η ευχή μέ κάποιαν άκραν δριμύτητα του πόνου, ωσάν νά εκατάκοψεν εκείνο τό μέρος του στήθους σου καμμία κοπτερή μάχαιρα καί διά τούτο δέν είδες τό δάκρυον. Διότι όση διαφορά είναι είς ένα άνθρωπον, όστις προσεύχεται από τό βάθος της καρδίας, εως είς άλλον ε­να, όστις δέν προσεύχεται από τό βάθος της καρδίας, τό­ση διαφορά είναι και εις εκείνον, όστις προσεύχεται με πόνον της καρδίας και λέγει την ευχήν από το κέντρον του πόνου, έως εις εκείνον, όστις προσεύχεται μέν μόνον με την καρδίαν από καρδίας, όμως δίχως πόνον καρδίας, δίχως πληγήν καρδίας και δίχως τήν εσωτερικήν μάχαιραν του στήθους (ό αναγινώσκων νοείτω, ό αναγινώσκει, και ό δυνάμενος χωρείν, χωρείτω. ου πάντες γάρ χωρούσι τό λεγόμενον τούτο, μάρτυς ό οφθαλμός του Θεού, ό βλέπων τα κρυπτά και ό έτάζων καρδίας καί νεφρούς, ου ψεύδομαι). Διότι πόνος της καρδίας είναι εκεί όπου είναι ή εσωτερική άκρα βία της ευχής, ή όποια κόπτει έσωθεν τό στήθος του άγωνιστου εις μέρη - εις μέρη, ωσάν με μάχαιραν κοπτερήν.

Τούτο λοιπόν είναι εκείνο όπου γεννά εν τω άμα τήν κατάνυξιν. Καί άλλοτε μέν χύνονται κρουνηδόν τα δά­κρυα και βρέχεται όχι μόνον τό πρόσωπον του ανθρώπου, άλλα καί τα φορέματά του καί τό έδαφος της γης, άλλο­τε δε πάλιν βρέχονται από τα δάκρυα μόνον τά όμματα, καί άλλοτε, καθώς δροσίζεται η επιφάνεια της γης τήν άνοιξιν από τήν δρόσον του ουρανού έν καιρώ της νυκτός, τοιουτοτρόπως δροσίζεται η διάνοια καί η καρδία έσωθεν. Άλλα πάλιν, αφού παύσουν τά δάκρυα, ανίσως στέ­κεται έτι ό πόνος σου έσω σου δριμύς καί ή πληγή σου νεκρά, δίχως νά καταπραΰνη η δριμύτης του πόνου σου καθόλου καί δίχως νά ύγιάνη η πληγή σου καί δίχως νά αναλάβη η καρδία σου έν τω άμα, πάλιν ημπορείς νά ξαναφέρης τά δάκρυά σου, όταν θέλης. Διότι ή πηγή από τήν οποίαν βρύουν καί χύνονται είναι ανοικτή καί δεν εσφαλίσθη. Βρύει ακόμη καί δεν εστέρεψεν.

Άλλοτε δε πάλιν τά άνανεώνεις με τήν ιδίαν έμπονον ευχήν, διότι λέγοντας πάλιν τήν ευχήν μέ βίαν καί μέ πόνον καί μέ προσοχήν, γνωρίζεις καί εσύ ο ίδιος ότι μα­ζί μέ τήν ευχήν εξέρχονται τά δάκρυα από τον ίδιον τό­πον, από τον όποιον εξέρχεται καί ή ευχή. Διότι έν τω άμα όπου βιάζεις τήν καρδίαν σου μέ τήν ευχήν, κατανύγεται έσω σου η καρδία καί οι οφθαλμοί σου.

Άλλοτε πάλιν, όταν είναι νέος ό πόνος της καρδίας σου, ανανεώνεις τήν κατάνυξιν μέ τήν θεωρίαν του νοός σου. Διότι ώντας έτι ό νους σου καθαρώτατος, λαμπικαρώτατος καί υψηλότατος, εκτείνεται είς τά ουράνια κάλ­λη, εις τά άφθαρτα ποιήματα, είς τά νοητά τάγματα, είς τήν δοξολογίαν του Θεού, είς τήν προσκύνησιν του Κτί­στου σου, είς τον θαυμασμόν τών ποιημάτων Αυτού, είς τήν έκπληξιν τής μεγαλοσύνης Του καί είς τό ακατανόητον τής θεότητος.

Αυτά μελετώντας μέ κάποιαν ζωηρότητα ό καθαρώ­τατος καί αθόλωτος νους γλυκαίνεται αρρήτως. Γλυκαινόμενος δέ ανανεώνει τήν κατάνυξιν είς τήν καρδίαν σου καί χύνουν οί οφθαλμοί σου δάκρυα, όχι όλιγώτερα άπό τά πρώτα, διότι τότε, πίπτοντας προύμητα, εσύ ό πραγμα­τευόμενος τήν σωτηρίαν σου διά μέσου τών δακρύων, δέν σηκώνεσαι εκείθεν έως νά χορτάσης κλαίοντας καί εως ού νά σέ σηκώση αοράτως ό άγιος άγγελος τής πνευματικής παρακλήσεως καί ευφροσύνης.

Μετά δέ τήν χύσιν τών δακρύων, φεύγει ή αναισθη­σία τής ψυχής σου, εξορίζεται η απελπισία τής σωτηρίας σου, φυγαδεύεται ή ανευλάβεια από λόγου σου, χάνεται η αμέλεια, διαλύεται η ολιγοπιστία της καρδίας σου καί η διάνοιά σου, τόσον φαίνεται καθαρή (καί είναι τή αλη­θεία), ωσάν φαίνεται καθαρός ο ουρανός μετά την κατάπαυσιν τής βροχής.

Ταύτα δέ τά δάκρυα σου τά εχάρισεν ό Θεός διά μικρήν σου παρηγορίαν, πρός αρραβώνα τής ουρανίου βα­σιλείας, επειδή καί έσυ Του έθυσίασες, όχι θυσίαν ολοκαυ­τωμάτων, όπου δέν τήν θέλει, καθώς λέγει· «ολοκαυτώμα­τα ούκ ευδοκήσεις», αλλά Του εθυσίασες θυσίαν τής καρ­δίας σου, θυσίαν του εαυτού σου, θυσίαν του πνεύματός σου· «θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον». Διότι ό δριμύς πόνος, όπου σέ κυριεύει έσω είς τό στήθος σου καί τό αίμα, οπού πτύεις από την καρδίαν σου διά τήν βίαν της καρδιακής ευχής, λογίζονται ενώπιον του Θεού ώσαν ευπρόσδεκτος θυσία.

Άλλά διατί εγινεν ό πόνος είς τό κέντρον του στή­θους σου και όχι αλλού πούποτε; Και διατί εκατάκοψεν εκεί η ευχή εσωθεν είς μέρη - είς μέρη τό στήθος σου, ώ­σαν νά ήτον καμμία κοπτερή μάχαιρα; Και διατί πτύεις αίμα, ποτέ μέν κατάμαυρον και ψυχρόν, ποτέ δέ κόκκινον και ζεστόν; Τούτο σου ηκολούθησεν αγαπητέ, διατί είς αυτό τό μέρος του στήθους σου επάλευσε και επολέμησε δυνατά η χαριτωμένη ευχή μέ τόν διάβολον και μέ τούς υπηρέτας του διά τήν λύτρωσιν και διά τήν σωτηρίαν της ψυχής σου. Διότι είς αυτά τά μέρη η δίστομος μάχαιρα του ονόματος του Χριστου ευρούσα τόν σατανάν αναπαυμένον μέ τά στρατεύματά του, τόν εκατάκοψε μεληδόν και αυτόν καί τά στρατεύματά του· και οχι μόνον τόν εκατάκοψε, αλλά και τόν εκατάκαυσε, διότι τό όνομα του Θεου είναι όχι μόνον δίστομος μάχαιρα κατά του διαβό­λου, κατά τής αμαρτίας λέγω, άλλά είναι άκόμη και πύρ καταναλίσκον.

Εκεί πρώτα εβασίλευεν ό σατανάς μέ επτά άρχον­τας, διότι επτά είναι τά θανάσιμα αμαρτήματα, αλλά, αφού εισήλθεν εκεί η νοητή ρομφαία του ονόματος του Χριστού και αφού επροχώρησεν έως εκεί η βία της καρδια­κής σου ευχής, εφοβήθη ευθύς ο δείλαιος καί δειλός εκεί­νος τύραννος βασιλεύς. Λέγομεν εφοβήθη ό διάβολος νά μή τόν κατασφάξη καί νά μή τόν κατακαύση τό φοβερόν καί άστεκτον όνομα του Θεού, καί αύτόν καί τά στρατεύ­ματά του· διά τούτο είσηλθεν είς τά εσώτερα μέρη τού στήθους καί ετράβηξεν εμπροστά του κάποιον μπερτέν, διά νά μή φανή πώς είναι εκεί κρυμμένος.

Αύτός δέ ό μπερτές είς τόν όποιον οπίσω κρύπτεται ό διάβολος είναι καί εύρίσκεται είς τά εσωτερικά μέρη του στήθους. Λέγομεν αυτός ό μπερτές είναι νοητόν τίποτες και αίσθητόν τίποτε, καθώς καί το ξύλον τής γνώσεως, από τού όποιου τον καρπόν έφαγεν ό Αδάμ, γροικάται αισθητόν τίποτε και νοητόν τίποτε. Καί καθώς ο άνθρω­πος είναι αισθητός καί νοητός, ομοίως καί καθώς ό Παράδεισος γροικάται τρόπον τινά αισθητός καί νοητός, τοιουτοτρόπως είναι καί ούτος ο μπερτές νοητόν τίποτε καί αίσθητόν τίποτε· Καί νοητόν μέν τίποτες είναι αυτός ό μπερτές, διότι αυτός είναι όλη ή δύναμις τού σατανά. Σού κυριεύει τά βοσκήματα της καρδίας ανεπαισθήτως. Αίσθητόν δέ τίποτε πάλιν φαίνεται νά είναι, διότι, όταν τον επιτυχής μέ τήν έσωτερικήν καρδιακήν ευχήν καί προ­σοχήν, αισθάνεσαι καί έσυ μόνος σου ότι ευρήκεν η έ­σω σου ευχή τον τόπον τού διαβόλου, τήν φωλεάν τού σα­τανά, τήν κατοικίαν τού Βεελζεβούλ, τον θρόνον τού εω­σφόρου καί τήν πόλιν τών δαιμόνων. Τό όποιον δεν θέ­λει ποτέ νά τό νοήση ό άνθρωπος, διά νά μή ζητηση τήν ευχήν καί διωχθη έκείθεν, καθώς λέγει ό Σιναΐτης Γρηγόριος καί άλλοι νηπτικοί Πατέρες. Καί άνίσως δεν εί­ναι αίσθητόν τίποτες εκείνος ό μπερτές, εκείνος ό σελτζιτές (σελτζιτές καί μπερντές = αδιαπέραστες όφθαλμικώς κουρτίνες. Οί λέξεις είναι τουρκικές.) τού σατανά, πώς είναι δυνατόν νά τον αίσθανθης ότι τον έπέτυχεν η έσω σου ευχή; Τούτο δέ νά τό είπη τινας κοινότερα θεωρείται τοιουτοτρόπως.

Όταν εσύ, ώ άνθρωπε, ερευνάς τά βάθη τού εαυ­τού σου μέ τήν δύναμιν καί μέ τήν σοφίαν καί μέ τήν κρίσιν της νοεράς προσευχής, τότε ευρίσκεις τόσον τον έσω άνθρωπον τού εαυτού σου, όσον καί τον εξω, ότι εί­ναι όλος ζυμωμένος μέ τά πάθη καί ότι κλίνει πάντοτε είς τά θελήματα τού διαβόλου, ανίσως δέν τον εμποδίζης μέ τον φόβον τού Θεού καί δέν τον χαλινώνης μέ τήν ένθυμησιν της φρικτης κολάσεως. Διότι, όσον πλη­σιάζεις είς τον Θεόν μέ τήν εργασίαν τών άγιων Του εν­τολών, τόσον βλέπεις τον εαυτόν σου απομεμακρυσμένον άπο τον Θεόν (Είναι χαρακτηριστικόν τής αγιότητος τών Πατέρων μας, ότι όσον έπλησίαζαν ώς καθαροί τόν καθαρώτατον Κύριον, τόσον αισθάνον­ταν τήν μικρότητα τής ανθρωπίνης φύσεως. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι έν προκειμένω ή σχετική κατήχησις του Αββά Δωροθέου. Αύτή είναι «τό συντετριμμένον πνεύμα» και ή θεία ταπείνωσις.) καί, όσον καθαρίζεται ή καρδία σου μέ την ευχήν καί φωτίζεται η διάνοιά σου άπο τά αένναα δά­κρυα, τόσον σου φαίνεται ότι είσαι άμαρτωλός καί άσω­τος.

Αλλά διατί, προτού νά καθαρισθη ή καρδία σου καί νά φωτισθη ή διάνοιά σου, δέν έβλεπες τοιούτον τον εαυ­τόν σου; Καί πρώτα μέν δέν εβλεπες τον εαυτόν σου τοιούτον, διότι δέν ήξευρες τί πράγμα είναι οί άγγελοι καί αυτός ό Θεός καί ό Παράδεισος. Τώρα όμως όπού τά έθεώρησεν οποσούν ή καρδία σου, κατά τήν καθαρότητά της, καί τά είδεν ή διάνοιά σου, κατά τήν φώτησίν της, βλέπεις τον εαυτόν σου τοιούτον άχρηστον καί άσωτον, διότι έβεβαιώθης, οποίαν άκραν καθαρότητα είχαν οί θεί­οι άγγελοι καί οποίαν ακατανόητον καί ανέκφραστον ω­ραιότητα καί καθαρότητα έχει ό Κύριος.

Διά τούτο λοιπόν έλεγε καί ό ευλογημένος εκείνος Πατήρ, ό ουράνιος μάλλον ή επίγειος, ό άσαρκος μάλλον ή μέ σώμα, ό Συμεών λέγω ό Μεταφραστής «Ήδη δέ καί έν τοίς έργοις διεπραξάμην πορνείαν, μοιχείαν, υπε­ρηφάνειαν, άλαζονείαν, λοιδορίαν, βλασφημίαν, άργολογίαν, βρασμόν γέλωτος, μέθην, γαστριμαργίαν, αδηφαγίαν, μίσος, φθόνον, φιλαργυρίαν, φιλοχρηματίαν, πλεονεξίαν, φιλαυτίαν, φιλοδοξίαν, άρπαγήν, άδικίαν, αισχρο­κέρδειαν, ζηλοτυπίαν, καταλαλιάν, παρανομίαν, πάσαν μου αισθησιν καί πάν μέλος έμίανα, έφθειρα, ήχρείωσα, έργαστήριον γενόμενος καθόλου του διαβόλου». Διότι τίς είναι όστις δέν μετέχει άπό όλα ταύτα ολίγον ή πολύ; Βέ­βαια όλοι μας μετέχομεν άπό ταύτα, ώς σώμα φορούντες καί ώς τον κόσμον οικούντες καί ώς έκ του διαβόλου πλανώμενοι.

Διά τούτο λοιπόν λέγομεν ότι εκείνος ό μπερτές εί­ναι τό αγγείον της πονηριάς του διαβόλου, εκείνος είναι τό θησαυροφυλάκιόν του, διότι εκεί ό σατανάς εχει μαζωμένα όλα τά σπέρματα τής πονηριάς. Εκείθεν πηγά­ζει ή πορνεία, εκείθεν πηγάζει η ακρασία, εκείθεν πηγά­ζει η άσωτεία, εκείθεν πηγάζει και βρύει η αρρενομανία, εκείθεν βρύει η φιλαργυρία, η πλεονεξία, η αισχροκέρδεια, η αρπαγή, η αδικία, εκείθεν εξέρχεται η φιληδονία, η υ­περηφάνεια, ή οίησις, η ανθρωπαρέσκεια, εκείθεν κατά­γεται τό μίσος, η έχθρα, ό φθόνος, η κατάκρισις, εκείθεν βρύει η κατάχρησις, η καύχησις, η κακή έπιθυμία, η βλα­σφημία, καί συντόμως ειπείν, εκείθεν πηγάζουν όλαι αί κακίαι, ωσάν ωπό καμμίαν βρωμεράν καί δυσώδη πηγήν. Τούτο δέ φανερώνει καί έκείνο όπου λέγει ό Κύριος είς τό ίερόν Αυτού Ευαγγέλιον «έκ της καρδίας τού ανθρώ­που έξέρχονται πορνείαι, φόνοι, βλασφημίαι, κακείνα κοι­νοί τον άνθρωπον», ήγουν, όταν τινάς δέν επιμελήται νά καθαρίση έσωθεν την καρδίαν του, ήτοι τον εσω άνθρω­πον, τότε γίνεται ή καρδία του, λέγομεν, γίνεται ό εσω άνθρωπος καθολικόν κατοικητήριον καί δοχείον του σα­τανά, από τό όποιον βρύουν καί εξέρχονται όλα τά κακά, τά όποια μολύνουν τον άνθρωπον, ήτοι κολάζουν τήν ψυ­χήν του ανθρώπου.

Είδες λοιπόν, αγαπητέ, ότι όλα τά κακά εξέρχον­ται άπό τήν καρδίαν, όπου έγινεν φωλεά καί κατοικία του σατανά; Εκεί εχει ό σατανάς θησαυρισμένα όλα τά πο­νηρά σπέρματα της πονηριάς του καί όλα τά φθοροποιά εφευρέματα της πανουργίας του καί κακίας, επάνω είς τά όποια αναπαύεται αυτός, ωσάν είς κανένα μαλακόν καί πολύτιμον αυτού στρώμα. Αλλ’ όμως, αφού φθάση η ευ­χή εως είς εκείνην τήν κατοικίαν του σατανά καί τήν σπαράξη καί τήν ταράξη δυνατά, ταράττεται ευθύς καί συγχύζεται ό σατανάς μέ τους πονηρούς του άγγέλους, ωσάν ταράζονται καί θυμώνονται αί σφήκες, όταν ταράξης τήν φωλεάν αυτών.

Άλλα έσύ, ώ Μοναχέ, όπου Χάριτι Θεού έφθασες και επροχώρησες τήν εύχήν της καρδίας σου εως εκεί κον­τά, σέ παρακαλώ, διά τήν αγάπην της ψυχής σου καί σέ παρακινώ, βάλε όλην σου την δύναμιν είς τήν εύχήν της καρδίας σου, διά νά ξεσχίσης εκείνον τόν μπερτέν του σα­τανά. Διότι εκείνος ό μπερτές είναι τό χειρόγραφον του διαβόλου, εκείνος είναι τό κατάστιχον της αμαρτίας, εκεί­νος είναι η έγγραφος ομολογία του εωσφόρου, είς τήν οποίαν έχει ό διάβολος γεγραμμένας όλας τάς αμαρτίας.

Ανίσως όμως ήθελες ξεσχίσει τούτον τόν νοητόν καί αίσθητόν μπερτέν του διαβόλου καί του εαυτού σου μέ τήν βίαν της καρδιακής σου εύχής, εξαλείφεις ευθύς ό­λας σου τάς αμαρτίας, οπού είναι γεγραμμέναι είς αύτόν, καί ματαιώνεις όλους τούς κόπους του διαβόλου, οπού έκοπίασεν, έως οπού νά ιστορίσει εκεί πάσας τάς κακίας σου· Τόν ξεσχίζεις δέ μέ τήν βιαίαν εύχήν, ώς είρηται.

Η δέ βιαία εύχή, όταν ήθελε φθάσει εκεί, γνωρίζεις ευθύς ότι εκεί κάθηται ο νοητός λύκος, όστις παραμονεύει εκείθεν να αρπάξη καί να ξεσχίσει τήν νοητήν αμνάδα του Κυρίου, λέγομεν τήν ψυχήν σου, έν τη ώρα του θανάτου σου, καί νά καταφάγη όλας τάς αγαθοεργίας σου. Διά τουτο λοιπόν εκείνην τήν ώραν καθ’ ήν αισθάνεται η καρ­δία σου ότι εκεί εμφωλεύει ό παλαιός όφις διά νά φαρμακώση τήν ψυχήν σου, κατ’ εκείνην, λέγω, τήν ώραν σου, έρχεται αοράτως καί θαυμασίως κάποια προθυμία είς τό νά σπαράξης εκείνον τόν μπερτέν τοϋ διαβόλου μέ όλην τήν δύναμιν της καρδιακής ευχής. Διότι, αφού ήθελες καταλάβει τάς ένεργείας του σατανά, θείω ζήλω κι­νούμενος, τότε αποφασίζεις μέ τόν εαυτόν σου καί λέγεις· «ή εγώ νά άποθάνω ταύτην τήν στιγμήν τής ώρας, άπό τήν ύπερβολικήν βίαν τής εύχής, ή ό διάβολος νά έξορισθη καί νά φυγαδευθη άπό την καρδίαν μου μαζί μέ τάς πονηριάς του». 'Όθεν μέ τούτον τόν τρόπον βιάζεις καί υ­πέρ βιάζεις καί σπαράττεις καί κατασπαράττεις τόν μπερ­τέν του διαβόλου, έως οπού νά τρυπηθή καί νά ξεσχισθή.


Καί λοιπόν, αφού ήθελε φθάσει είς τά εσώτερα μέ­ρη η αήττητος και κραταιά ευχή, εξορίζει εκείθεν τον διά­βολον μέ τους δαίμονας του καί, τέλος πάντων, κατακαίει θαυμασίως και αρρήτως όλον εκείνον τόν τόπον καί όλα εκείνα τά σπέρματα καί τάς αιτίας της αμαρτίας καί τών παθών καί έρχεται μετά ταύτα έν τώ άμα η παρηγορία τού Θεού. Διά τούτο λέγει καί ό ύμνογράφος· «κατάφλεξον πυρί αΰλω τάς αμαρτίας μου, και εμπλησθήναι τής έν σοί τρυφής καταξίωσαν».


πηγή:εκ χειρογράφου της Ιερας Μονής  Ξενιοφώντος Αγίου όρους

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: