Κοντά στην αγορά της Άρτας θα βρείτε τον ναό του Αγίου Βασιλείου, μια εκκλησία του 13ου αιώνα. Ο ναός κατέχει σημαντική θέση μεταξύ των ναών του Δεσποτάτου της Ηπείρου ενώ είναι ονομαστός στη διεθνή βιβλιογραφία χάρη στις δύο πήλινες, ανάγλυφες εφυαλωμένες εικόνες που κοσμούν το ανατολικό αέτωμα, πλαισιώνοντας το άνοιγμα του παραθύρου. Το μνημείο έχει κατασκευαστεί σύμφωνα με το πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοποιίας, ενώ η εξωτερική του διακόσμηση περιλαμβάνει πλουσιότατο κεραμοπλαστικό διάκοσμο (μαίανδροι, ψαροκόκκαλο, δισέψιλον, κυματοειδείς γραμμές, οδοντωτές ταινίες). Δυτικές επιδράσεις διακρίνονται και στην απόδοση των τοιχογραφιών του ναού, οι οποίες χρονολογούνται στα τέλη του 17ου αιώνα.
Ο βυζαντινός Ναός του
Αγίου Βασιλείου της Γέφυρας βρίσκεται στο Τοπ Αλτί, τοπωνύμιο που
σημαίνει την περιοχή που βρισκόταν εντός της ακτίνας βολής των κανονιών
που είχαν τοποθετηθεί στο κάστρο. Έλαβε το προσωνύμιο «Γέφυρας» γιατί
απέχει, μόλις 1 χιλιόμετρο από το ιστορικό γεφύρι και για να διακρίνεται
από τον άγια Βασίλειο Αγοράς.
Η πρώτη γραπτή αναφορά στο μνημείο προέρχεται από τον Σεραφείμ Ξενόπουλο
ή Βυζάντιο, μητροπολίτη Άρτας τον 19ο αιώνα. Αναφέρεται ότι ο εκκλησία
του αγίου Βασιλείου Γέφυρας ήταν, αρχικά το καθολικό μοναστηριού το
οποίο ανακαινίστηκε το 1632 από τον ιερομόναχο, Θεόκλητο. Το 1821
λειτούργησε ως ενοριακός ναός, ενώ το 1852 δέχτηκε επεμβάσεις από Αρτινό
κάτοικο, τον Δ. Βλάχο. Χτισμένος πάνω στην όχθη του Άραχθου, ο ναός
ήταν ευάλωτος στις φθορές και κάποιες φορές επιχωνόταν από τις πλημμύρες
του ποταμού. Τον 20ο αιώνα ήταν καταχωμένος σε βάθος έως 2 μέτρα. Ο
αρχαιολόγος Π. Βοκοτόπουλος πραγματοποίησε εργασίες ανασκαφής και
αποχωμάτωσης το 1969-1970, μελέτησε το μνημείο και το χρονολόγησε στα
στο β΄ μισό του 9ου αιώνα διορθώνοντας την αρχική του χρονολογική
τοποθέτηση στον 15ο αιώνα. Ο ναός αποτελεί ένα από τα πρώιμα μνημεία των
μεσοβυζαντινών χρόνων που ανάγεται στην εποχή πριν την ίδρυση του
Δεσποτάτου της Ηπείρου, μαζί με την Παναγία Κορωνησίας, την αγία
Παρασκευή του Δράκου, την πρώτη φάση του ναού της αγίας Θεοδώρας κ.ά.
Αρχιτεκτονικά στοιχεία: Ο ναός έχει χτιστεί στον τύπο του ελεύθερου σταυρού όπως και η μεταγενέστερή του εκκλησία της αγίας Παρασκευής του Δράκου. Στο σημείο που συναντώνται οι κεραίες του σταυρού υψώνεται επιβλητικός, κυλινδρικός τρούλος με κωνική στέγη. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Γ. Βελένη το επάνω τμήμα του τρούλου είναι αποτέλεσμα μεταγενέστερης επέμβασης. Έτσι εξηγείται και το, κάπως δυσανάλογο μέγεθός του σε σχέση με το ναό. Η κάτοψη του μνημείου συμπληρώνεται με τον τετράγωνο νάρθηκα, στα δυτικά που προεκτείνει την κάθετη κεραία του σταυρού. Ο νάρθηκας χωρίζεται από τον κυρίως ναό με δύο παραστάδες. Η αψίδα του ιερού είναι κυκλική και φέρει τρίλοβο παράθυρο. Οι καμάρες που διαμορφώνουν τις οροφές καλύπτονται εξωτερικά με δίριχτες στέγες για το βόρειο και νότιο σκέλος και με μονόριχτη, για το δυτικό τμήμα του κυρίως ναού και το νάρθηκα. Η είσοδος στην εκκλησία γίνεται από τη δυτική πλευρά, ενώ το λίθινο δάπεδο κατασκευάστηκε το 1969. Κατά τις ανασκαφικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν ήρθαν στο φως κιβωτιόσχημοι τάφοι στο βόρειο, το νότιο και το δυτικό σκέλος του σταυρού. Νεότερη κατασκευή αποτελεί και η Αγία Τράπεζα.
Εξωτερικός διάκοσμος: Η τοιχοδομή αποτελείται από ακανόνιστους λίθους με κομμάτια πλίνθων ή κεραμιδιών να παρεμβάλλονται ανάμεσά τους, κυρίως σε οριζόντια διάταξη. Την τοιχοποιία κοσμεί κεραμοπλαστικός διάκοσμος που παρατηρείται στον τρούλο και στην ανατολικής αψίδας. Συγκεκριμένα, τα αψιδωτά παράθυρα του τρούλου ορίζονται περιμετρικά με πλίνθινα τόξα που, με τη σειρά τους περιβάλλονται με οδοντωτή ταινία. Λίγο ψηλότερα περιτρέχει τον τρούλο ζώνη αποτελούμενη από διαγώνιες πλίνθους, ενώ οδοντωτή ταινία κοσμεί το παράθυρο της αψίδας.
Ζωγραφικός διάκοσμος: Μετά την αποχωμάτωση του ναού το 1969-1971 αποκαλύφθηκαν τέσσερις στρώσεις τοιχογραφιών που φιλοτεχνήθηκαν σε διαφορετικές εποχές. Σύμφωνα με την έρευνα, ο πρώτος ναός ήταν άγραφος. Τοιχογραφήθηκε για πρώτη φορά στο β΄ μισό του 13ου αιώνα και αφού είχε μεσολαβήσει η πρώτη του κατάχωση. Η πρώτη αυτή διακοσμητική φάση παρουσιάζει ισχυρή φθορά, διασώζει ωστόσο μεγάλο τμήμα της. Σ’ αυτήν ανήκουν οι τοιχογραφίες του ιερού με κυρίαρχη την μορφή της Παναγίας Πλατυτέρας πλαισιωμένης από δύο αγγέλους. Εντοπίζονται, επίσης οι μορφές ενός αγίου, δύο ιεραρχών και ισάριθμων διακόνων στον τοίχου του τρίλοβου παραθύρου. Αναγνωρίζεται ο πρωτομάρτυρας Στέφανος, στα αριστερά. Άλλα θέματα που διασώζονται είναι ολόσωμοι μετωπικοί άγιοι, όπως ο Παντελεήμων, ο Κοσμάς και Δαμιανός κ.ά. Η δεύτερη φάση τοποθετείται στον 16ο αιώνα και σ΄ αυτήν ανήκει μνημειακή, ολόσωμη μορφή του αγίου Βασιλείου που ευλογεί. Οι δύο νεώτερες φάσεις χρονολογούνται μετά τον 17 αιώνα. Περιλαμβάνουν παραστάσεις όπως οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, η βάπτιση του Χριστού και μορφές αγίων, ολόσωμες και έφιππες
1 σχόλιο:
Νομίζω ότι θα έπρεπε να τοποθετηθεί ένας σταυρός στον τρούλο του ναού.
Δημοσίευση σχολίου