Κείμενο Παύλου Νιρβάνα (1866 – 1937).
Την ώρα που το Άστρο των Μάγων, χαράζοντας μια χρυσή καμπύλη στο στερέωμα, ήρθε και καρφώθηκε στη στέγη του στάβλου της Βηθλεέμ, τρεις άγγελοι, σαν τρία μεγάλα λευκά περιστέρια, ζύγιασαν τις μεγάλες τους φτερούγες απάνω απ’ το ταπεινό καλύβι.
Έπειτα
ήρθαν και κάθισαν απάνω στ’ άχερα της στέγης, γύρω από το χρυσό άστρο,
σκεπάζοντας προσεχτικά το φως του με τα φτερά τους, μην τύχει και
ξεγλιστρήσει καμιά του αχτίδα και ξυπνήσει το κοιμώμενο Βρέφος. Το
Βρέφος που είχε γεννηθεί στη φάτνη των αλόγων.
Οι τρεις άγγελοι παράστεκαν τον ύπνο του μικρού. Η Μητέρα και το Παιδί της είχαν ανάγκη να κοιμηθούν. Όλα είχαν σωπάσει τριγύρω. Όλη η πλάση λες και κρατούσε ευλαβικά την ανάσα της.
Και τ’ άλογα του στάβλου ακόμα είχαν πέσει σε βαθύν ύπνο και δε χτυπούσαν το χώμα με τις οπλές τους. Ένα μαντρόσκυλο, που γαύγιζε σε κάποια μακρινή στάνη, είχε σωπάσει κι’ αυτό. Μια κουκουβάγια, που ακουγόταν από μια γειτονική στέγη, είχε βουβαθεί.
Οι Τρεις Μάγοι, που είχαν αποθέσει τα δώρα τους απάνω στη φάτνη του μωρού, είχαν μακρύνει, κι αυτοί, και οι τελευταίοι ήχοι από τα κουδούνια, τα κρεμασμένα στις χρυσοστόλιστες καμήλες τους, είχαν σβήσει στην απόσταση.
Η χειμωνιάτικη νύχτα σκέπαζε μ’ ένα βουβό σκοτάδι τα σπιτάκια και τα περιβόλια της Βηθλεέμ.
Οι
τρεις άγγελοι που παράστεκαν τον ύπνο του Παιδιού και της Μητέρας,
καθισμένοι απάνω στ’ άχερα της στέγης, μιλούσαν τώρα μεταξύ τους, για να
περνάει η ώρα τους, ως την αυγή. Μιλούσαν σιγά, πιο σιγά κι από τη
σιωπή.
Ο πρώτος άγγελος έλεγε: Εγώ είμαι, που έφερα το κρίνο του Παραδείσου στην παρθένα Μαριάμ. Από τα χέρια μου το πήρε και το μυρίστηκε, στην αυλή του ναού που έγινε το θαύμα του μυστικού της γάμου. Και τώρα την παραστέκω μητέρα.
Ο δεύτερος άγγελος έλεγε: Εγώ άνοιξα την πόρτα του στάβλου, για να περάσουν οι τρεις Μάγοι με τα δώρα. Εγώ τους έδειξα τη φάτνη των αλόγων, όπου σάλευε τα χεράκια του το Βρέφος, απλώνοντας τα να πιάσει βασιλικά χαρίσματα. Εγώ πρωτοείδα το χαμόγελο του, πιο φωτεινό από τα χαμόγελα των Χερουβείμ και των Σεραφείμ, μπροστά στο θρόνο του Θεού των Ουρανών.
Ο τρίτος άγγελος δε μιλούσε. Εσύ ποιό θαύμα είδες; τον ρώτησαν οι δυο άλλοι.
Τότε ο τρίτος άγγελος, με τα μάτια στυλωμένα στο σκοτάδι, προς το μακρινό θαμπόφεγγο του ουρανού, που άπλωναν στην απόσταση τα φώτα της Ιερουσαλήμ, τους είπε, σα να ονειρευόταν:
Εγώ βλέπω έναν τάφο, λαξεμένο στην καρδιά ενός βράχου. Μια βαριά πέτρα τον σκεπάζει. Κι εγώ σκύβω και σηκώνω, με τα χέρια μου τη βαριά πέτρα, σαν πούπουλο.
Και τότε ένας ωραίος νεκρός, ντυμένος με φως, υψώνεται πιο ζωντανός από τους ζωντανούς, μπροστά στα μάτια μου, και ανεβαίνει τη χρυσή σκάλα των ουρανών. Εγώ βλέπω το μέγα θαύμα.
Τη στιγμήν εκείνη, από τη φάτνη των αλόγων ακούστηκαν τα πρώτα κλάματα του Βρέφους που ξυπνούσε. Η αυγή ρόδιζε απάνω απ’ τα ταπεινά σπιτάκια και τα περιβόλια της Βηθλεέμ.
Και οι τρεις άγγελοι σαν τρία λευκά περιστέρια, τίναξαν τις φτερούγες τους και χάθηκαν στα πρωινά ρόδα του ουρανού.
1 σχόλιο:
Πόσο όμορφο...
Δημοσίευση σχολίου