Γράφει ὁ Δημήτριος Λαμπρόπουλος
(Μέρος Α΄)
Τὸ ζήτημα τῶν Σκοπίων παραμένει ἀνοικτόν, ὅσον παραμένει ἀνοικτὴ ἡ ἐπίλυσις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ προβλήματος. Ὁ Πατριάρχης Κων/λεως ἔσπευσε νὰ προλάβη τὸ Πατριαρχεῖον Σερβίας ἄνευ συνεννοήσεως μὲ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος καὶ μὲ τὰς ὑπολοίπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διαπράξη ἔγκλημα κατὰ τῶν Μακεδονομάχων, παραχωρῶν -ὡς νὰ ἦτο ὁ ἴδιος ὁ κατέχων τὰ δικαιώματα τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας- τὴν ὀνομασίαν «Ἀχρίδος». Ἡ ὀνομασία αὐτὴ κατοχυρώνει ἔτι περαιτέρω τὴν καπηλείαν τῆς Μακεδονίας, ἀλλὰ καὶ ἐπευλογεῖ τὰ σχέδια τῶν πρωτουργῶν τῆς αὐτονομήσεως τῆς Μακεδονίας, οἱ ὁποῖοι ὡραματίσθησαν τὸ 1945 διὰ μέσου μιᾶς ψευδωνύμου «Ἐκκλησίας» μὲ τὴν ὀνομασίαν «Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος» τὴν δημιουργίαν ἑνὸς ἀνυπάρκτου «μακεδονικοῦ ἔθνους»! Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια δι’ ὅποιον ἔχει μελετήσει τὴν ἱστορίαν καὶ αὐτὴν ὑπηρετεῖ τώρα ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος.
Εἶναι ὅμως ἡ πρώτη φορά, κατὰ τὴν ὁποίαν Πατριάρχης Κων/λεως ἀρνεῖται τὴν ἱστορικὴν ἀλήθειαν; Ὄχι, βεβαίως. Τὸ αὐτὸν ρόλον διεδραμάτισε καὶ κατὰ τοὺς ἀγῶνας τῶν Μακεδονομάχων ἕτερος Πατριάρχης. Εἰς ὁμιλίαν του τῆς 5ης Νοεμβρίου 2022 εἰς τὴν Ἑταιρείαν Μακεδονικῶν Σπουδῶν σχετικῶς μὲ τὸν Μακεδονικὸν Ἀγῶνα ὁ Μητρ. Μεσσηνίας ἐξέφρασεν αὐτὴν τὴν μεγάλην ἀλήθειαν μὲ διπλωματικὸν τρόπον, λέγων:
«Τρίτος παράγοντας (σ’ αὐτὴν τὴν ἐθνικὴ ἀποδυνάμωση τῶν Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν) ἡ διαμάχη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μὲ τὴν ἐπίσημη ἑλληνικὴ πολιτική, ὡς πρὸς τὸν χειρισμὸ τοῦ ὅλου θέματος. Τὸ Πατριαρχεῖο, σύμφωνο πρὸς τὸν πανορθόδοξο καὶ οἰκουμενικό του χαρακτήρα, δὲν μποροῦσε νὰ ὑπακούσει στὶς πολιτικὲς παρεμβάσεις καὶ ὑποδείξεις τῶν ἀθηνοκεντρικῶν κυβερνήσεων καὶ νὰ ἀποτελέσει ὄργανο ἄσκησης τῆς ἑλληνικῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς».
Τὴν ἄποψιν αὐτὴν ἔχει ἤδη διατυπώσει ὁ Κωνσταντῖνος Βακαλόπουλος καὶ μόνον μὲ τὴν συμπλήρωσιν ὅσων ὁ ἴδιος λέγει εἶναι δυνατὸν νὰ ρίψη κανεὶς φῶς εἰς τὸ τί συνέβαινε:
«Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ Πατριαρχεῖο δὲν ἦταν δυνατὸν ν’ ἀποτελεῖ ὄργανο τῆς ἑλληνικῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, ὅπως θεωροῦσαν οἱ Ἕλληνες διπλωματικοὶ ἐκπρόσωποι τῆς Μακεδονίας, οἱ ὁποῖοι ἐνδιαφέρονταν πρωταρχικὰ γιὰ τὴν προώθηση τῶν ἑλληνικῶν συμφερόντων ἀκόμη καὶ σ’ ἐκεῖνες τὶς περιοχές, ποὺ θεωροῦνταν ὁριστικὰ χαμένες γιὰ τὸν ἑλληνισμό.»
Αὐτὸ τὸ ὁποῖον καθίσταται σαφὲς εἶναι ὅτι τὸ Φανάρι δὲν ἐπρόκειτο καὶ δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ συνταχθῆ μὲ τὰ ἑλληνικὰ συμφέροντα. Ἂς περιγράψη ὅμως καὶ πάλι ὁ Βακαλόπουλος τὸν τρόπον, μὲ τὸν ὁποῖον τὸ Φανάρι ἐφήρμοσε τὴν πολιτικήν του:
«Ἡ σερβικὴ πολιτικὴ ἐνεργοποιήθηκε πολὺ ἀργὰ στὴ Μακεδονία (ἀπὸ τὸ 1890 καὶ ἔπειτα), ὅταν Βούλγαροι καὶ Ἕλληνες ἀποτελοῦσαν τὶς δύο μεγάλες χριστιανικὲς ἐθνότητες τοῦ μακεδονικοῦ χώρου. Χωρὶς νὰ διαθέτει καθόλου ἐρείσματα καὶ μέσα σὲ συμπαγεῖς βουλγαρικοὺς πληθυσμοὺς ἡ σερβικὴ κίνηση πάλεψε νὰ φθείρει τὸ ἐξασθενημένο ἑλληνοβλαχικὸ στοιχεῖο τῆς Πρισρένης, τῶν Σκοπίων, τῶν Βελεσῶν, τοῦ Τετόβου καὶ τοῦ Κιρτσόβου, ν’ ἁρπάξει αὐθαίρετα τὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα καὶ τὶς ἐκκλησίες καὶ νὰ δημιουργήσει «ἐκ τοῦ μηδενὸς» σερβικὸ στοιχεῖο στὸν μακεδονικὸ χῶρο… Ὁ ἑλληνισμὸς τῶν Σκοπίων ἀντέταξε σθεναρὴ ἄμυνα καὶ ὅταν οἱ Σέρβοι προσπάθησαν νὰ καταλάβουν μὲ βίαια μέσα τὶς ἑλληνικὲς ἐκκλησίες καὶ τὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα, ἀποκρούσθηκαν μὲ ἐπιτυχία…».
Ἀλλά, ὡς καταγράφεται, ὁ τότε Πατριάρχης εἶχε τὴν ἀντίθετον γνώμην ἀπὸ αὐτὴν τῶν Ἑλλήνων:
«Στὰ Σκόπια ὁ Μητροπολίτης Παΐσιος ἐπέτρεψε στὶς ἀρχὲς τοῦ 1891 τὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας στὸν ἀριστερὸ χορὸ τῆς ἑλληνικῆς ἐκκλησίας στὴ σλαβικὴ γλώσσα, ἔπειτα βέβαια ἀπὸ σχετικὲς ὁδηγίες τοῦ Πατριαρχείου. Ἡ ἀπάντηση τῆς ἑλληνικῆς κοινότητας Σκοπίων πρὸς τὸ Πατριαρχεῖο ὑπῆρξε ἄμεση καὶ συμπυκνώνεται στὸ παρακάτω μνημειῶδες ἔγγραφο, ποὺ ἔχει συνταχθεῖ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1891:
Ἀλγεινὴν ἐντύπωσιν ἐπροξένησεν ἡμῖν ἡ ἐν τῇ συνεδρίᾳ τῆς παρελθούσης Πέμπτης ἀνάγνωσις τοῦ ὑπὸ ἡμερομηνίαν δύο Ἀπριλίου ἐ.ἔ. καὶ ὑπ’ ἀριθμὸν 1564 Ἱεροῦ γράμματος, δι’ οὗ ἡ Ὑ. Παναγιότης ἐντέλλεται τῷ Σεβαστῷ ἡμῶν Μητροπολίτῃ, κ. Παϊσίῳ, ὅπως ὁριστικῶς καὶ ἀμεταθέτως συμμορφωθῆ τοῖς ὑπὸ τῆς Ὑ. Παναγιότητος καὶ τῆς Ἐκκλησίας κελευομένοις. Πρωτάκουστο ἀληθὲς καὶ πρωτοφανές, Παναγιότατε, ἐν τοῖς χρονικοῖς τῆς Ἐκκλησίας εἶνε τὸ ὑπὸ τῆς μητρὸς τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν ἡμετέραν κοινότητα νῦν ἐφαρμοζόμενον μέτρον. Ἅπασαι αἱ ἀνὰ τὴν Μακεδονίαν Ὀρθόδοξοι κοινότητες κατὰ τὸν δεινὸν ὑπερεικοσαετῆ πρὸς τοὺς πονηροὺς καὶ ἀχαρίστους Σλάβους ἀγῶνα οὐ μόνον δὲν παρεκελεύοντο ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὰ συμφέροντα καὶ τὴν γλῶσσαν μετ’ αὐτῶν συνδυάσωσιν, ἀλλὰ τουναντίον λόγῳ τε καὶ ἔργῳ τε ἐνεθαρρύνοντο, ὅπως ὅσον τὸ δυνατὸν ἀπέχωσι καὶ ἀποχωρίζωνται ἀπὸ τὸ ὕπουλον καὶ πανοῦργον γένος πρὸς φρούρησιν καὶ διάσωσιν τῶν τιμαλφεστάτων τῷ ἀνθρώπῳ, τῆς θρησκείας δηλονότι καὶ τῆς ἐθνικῆς ὑπάρξεως καὶ τιμῆς. Τὸν γενικὸν τοῦτον καὶ σωτήριον κανόνα ἠθέλησε νὰ ἐφαρμόση καὶ ἀσάλευτον νὰ τηρήση καὶ ἡ ἡμετέρα κοινότης. Ἀλλὰ παρ’ ἐλπίδα δυστυχῶς τὰς εὐλαβεῖς καὶ εὐγενεῖς αὐτῆς διαθέσεις ματαιοῦσι τὰ ἀλλεπάλληλα τῆς Ἐκκλησίας γράμματα, δι’ ὧν αὕτη ἐγκρίνει ὡς ἀπαιτεῖ τὴν μετὰ τῶν Σλάβων συνεργασίαν καὶ συνταύτισιν καὶ τῶν Ἱερωτάτων ἡμῶν πραγμάτων. Τίνι ὅμως ἀνάγκῃ καὶ λόγῳ καὶ ποῦ βασιζομένη ἡ Ὑ. Παναγιότης ἐντέλλεται, ὅπως ἡ καθαρὰ καὶ ἀμιγὴς Ἑλληνικὴ ἡμῶν κοινότης δεχθῆ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ αὐτῆς τοὺς Σλαβόφωνους ἱερεῖς, ὡς καὶ ἐν τῷ ἀριστερῷ χορῷ τὴν Σλαβωνικὴν ἀντὶ τῆς Ἑλληνικῆς; Ὁ λόγος ὅτι τοιοῦτο ἦτο τὸ πρώην καθεστὼς μέχρι τῆς τοῦ παρελθόντος ἔτους διακαινησίμου ἑβδομάδος οὐδὲν σημαίνει, οὐδ’ εἶναι δίκαιος καὶ ἰσχυρός, διότι εἶνε γνωστὸν βεβαίως καὶ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ὅτι, ἂν τὸ πλημμελὲς ἐκεῖνο καθεστὼς διετηρήθη ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τοῦ σχίσματος μέχρι τοῦ παρελθόντος ἔτους, διετηρήθη ἐπὶ τῇ ἐλπίδι ὅτι διὰ τοῦ μέτρου τούτου ἤθελον παρακινηθῆ νὰ ἐπανακάμψωσιν οἱ ἀποσκιρτήσαντες εἰς τοὺς κόλπους τῆς μητρὸς αὐτῶν, ἀφ’ ἧς ἀπεχωρίσθησαν. Ἀλλ’ ἀφοῦ βλέπομεν ὅτι αἱ ἐλπίδες ἠμῶν αὗται ὑπῆρξαν οὐ μόνον φροῦδαι, ἀλλὰ καὶ ἄσκοποι, πρὸς τί ἡ κοινότης ἡμῶν νὰ ἀποτελῆ ἀληθῆ τραγέλαφον καὶ νὰ μὴ ᾖ καθαρῶς Ἑλληνικὴ καὶ ἡ Ἐκκλησία καὶ τὰ σχολεῖα, ὡς εἶνε καθαρῶς Ἑλληνικὸν καὶ τὸ αἴσθημα καὶ τὸ στοιχεῖον, ὅπερ ἐπὶ τόσα ἔτη διέπει καὶ συντηρεῖ ταῦτα πάντα καὶ ὡς καὶ ἀπὸ τῆς Σεβαστῆς ἡμῶν Κυβερνήσεως ἀνέκαθεν ἀνεγνωρίσθη; Καὶ πάλιν, ὡς καὶ ἄλλοτε, διαβεβαιοῦμεν τὴν Ὑ. Παναγιότητα ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ ἡμῶν Ὀρθόδοξος Κοινότης ἀποτελεῖται ἐκ δύο μόνο στοιχείων, ἤτοι ἐκ τῶν καθαρῶς παρεπιδημούντων ἢ μονίμως ἐγκαθισταμένων Ἑλλήνων καὶ ἐκ τῶν Ἑλληνοβλάχων. Σλαβόφωνους δὲ ὀρθοδόξους δὲν γνωρίζομεν ἐν τῇ ἡμετέρᾳ κοινότητι… Διὰ ταῦτα καθῆκον φρονοῦμεν τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἦτο, ὅπως ἀποστείλη Ἔξαρχον καὶ ἐπιτοπίως ἐξέταση τὸ ζήτημα, ὡς τοῦτο πολλάκις καὶ ὁ Σεβαστὸς ἡμῶν Μητροπολίτης καὶ ἡμεῖς ἐζητήσαμεν, ὁπότε καὶ ἤθελεν καταδειχθῆ ὅτι ταῦτα πάντα ἐνεργοῦνται παρὰ τῶν ξένων καὶ μισαρῶν ὀργάνων τῆς Σερβικῆς προπαγάνδας, ἥτις πρὸ καιροῦ μὴ δυναμένη νὰ στήριξη τὰ ἑαυτῆς συμφέροντα, αἰτιᾶται ἀφρόνως καὶ μαίνεται κατὰ τῆς ἡμετέρας κοινότητος ζητοῦσα νὰ ἁρπάση παρὰ τῶν χειρῶν αὐτῆς πᾶν ὅ,τι ἡ ἐθνικὴ ἡμῶν ὀρθοφροσύνη διὰ μυρίων θυσιῶν καὶ μόχθων προσεκτήσατο… Διὰ ταῦτα, διαβεβαιοῦμεν τὴν Ὑ. Παναγιότητα ὅτι ποτὲ δὲν θὰ τυφλώσωμεν αὐτοὶ ἑαυτούς, ὥστε ἐν γνώσει νὰ ἐμπέσωμεν εἰς τὰς δολίας πλεκτάνας τῶν Σλάβων, ἀλλὰ τουναντίον πιστοὶ καὶ ἀκράδαντοι εἰς τὰ συμφέροντα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους θὰ ἐμμείνωμεν μέχρι τέλους…
Στὰ μέσα Ἰουλίου τοῦ 1891 ὁ Μητροπολίτης Σκοπίων Παΐσιος, ἀντιλαμβανόμενος τὴ λανθασμένη στάση τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἀφοῦ πρῶτα εἶχε δελεασθεῖ ἀπὸ τοὺς Σέρβους, μὲ ἀντάλλαγμα τὴν καταβολὴ ἰσόβιας ἐπιχορήγησης, παραιτήθηκε καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸν Μεθόδιο, ὁ ὁποῖος συνέχισε νὰ ὑποστηρίζει μὲ πολὺ μεγαλύτερη δραστηριότητα τὰ σερβικὰ συμφέροντα στὸ ἐκκλησιαστικὸ καὶ στὸ ἐκπαιδευτικὸ πεδίο σ’ ὁλόκληρο τὸν βόρειο μακεδόνικο χῶρο. Ὁ ἀγώνας ὀξυνόταν ὁλοένα καὶ περισσότερο στὰ Σκόπια ἀνάμεσα στὴν ἑλληνικὴ καὶ στὴ σερβικὴ κοινότητα. Ἡ ἐπίσημη ἑλληνικὴ πολιτικὴ ὑπῆρξε ἐξαγριωμένη ἀπὸ τὴ στάση τοῦ Μεθοδίου καὶ ζητοῦσε τὴν ἀντικατάστασή του. Ὁ ἁρμόδιος ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν Στέφανος Δραγούμης ἐπέμενε στὰ 1892 στὴν ὁριστικὴ διασαφήνιση τῆς στάσης τοῦ Πατριαρχείου ἀπέναντι στὸ Σερβικὸ Ζήτημα, γιὰ νὰ ἦταν δυνατὸν ἀργότερα, ὅταν θὰ ὑλοποιοῦνταν ἡ ἑλληνοσερβικὴ προσέγγιση, νὰ καθορίζονταν οἱ ἑλληνικὲς ἐδαφικὲς διεκδικήσεις στὸν γεωγραφικὸ χῶρο τῆς Μακεδονίας. Οἱ συνεχιζόμενες συστάσεις τοῦ Πατριαρχείου πρὸς τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἐκπροσώπους τοῦ Πατριαρχείου νὰ ὑποστηρίζουν τὶς σερβικὲς ἐνέργειες καὶ νὰ συνεργάζονται μὲ τὰ σερβικὰ προξενεῖα, καθιστοῦσαν ἀκόμη περισσότερο ἐπιφυλακτικὴ τὴν ἑλληνικὴ διπλωματία».
Τὰ ὅσα παρετέθησαν θὰ ἠδύνατο ἴσως νὰ λάβουν καὶ τὸν τίτλον «ὁ ἀντεθνικὸς ρόλος τοῦ Πατριαρχείου». Ὡστόσον, τὸ ζήτημα δὲν εἶναι ἐθνικὸν ἀλλὰ ἐκκλησιαστικόν, καθὼς ὅταν ἡ «ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ» ἀρνῆται νὰ ἀποδεχθῆ τὴν βούλησιν τοῦ αἰχμαλώτου ποιμνίου καὶ ἐπιβάλλη εἰς αὐτὴν ἀλλοφύλους, διὰ νὰ ὑπηρετήση τὰ ἰδικά της συμφέροντα, τότε εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία δρᾶ ἐθνοφυλετικά, ὄχι ὑπὲρ τῶν ἑλληνικῶν ἀλλὰ ξένων συμφερόντων, εἰσάγουσα εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ζωὴν τὴν ἀντίθεον ἀρχὴν ὅτι ἡ ἰδιοτέλεια τοῦ ἔχοντος ἐξουσίαν εἶναι ἀνωτέρα τῆς καθολικότητος τῆς τοπικῆς ἐπισκοπῆς.
Ὁ ἀναγνώστης ὅμως, ὁ ὁποῖος ἴσως δὲν εἶναι ἐξοικειωμένος μὲ τὴν θεολογίαν θὰ ἀντιληφθῆ τὸ προφανές: τὸν ὑπονομευτικὸν διὰ τὰ δίκαια τῶν Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων ρόλον τινῶν Πατριαρχῶν τῆς Κων/λεως. Ὡστόσον, ἡ ἱστορία δὲν σταματᾶ εἰς αὐτὸ τὸ σημεῖον, καθὼς τὸ Φανάρι συνέχισε καὶ μετέπειτα τὴν ἀσυμβίβαστον μὲ τὸν πόθον τῶν Ἑλλήνων δι’ ἀπελευθέρωσιν τῆς Μακεδονίας πολιτικήν του.
Ορθόδοξος Τύπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου