Γύρω στο 1940-45, στην Ύδρα, πέθανε μια νέα γυναίκα και άφησε πίσω της μικρά παιδάκια. Στις σαράντα μέρες, ο πατέρας πήρε τα παιδάκια και πήγε σε ένα μοναστήρι, για να κάνουν το μνημόσυνο της μάνας...
Αφού τελείωσε ή λειτουργία και το μνημόσυνο, ό δύστυχος πατέρας, μάζεψε τα παιδιά του να επιστρέψει στο άδειο, από μάννα, σπίτι.
Ένα από τα παιδιά, ένα κοριτσάκι δέκα ετών περίπου, στάθηκε μπροστά στήν εικόνα της Παναγίας και κλαίγοντας της έλεγε:
«Παναγίτσα μου, εγώ τώρα δεν έχω μανούλα, μα χρειάζομαι μια μάννα. Θά μείνω έδώ κοντά Σου, να σ’ έχω αντί γιά τη μαμά μου, κοντά Σου δεν θά νοιώθω ορφανό, θά κάνω προσευχή και γιά τήν μανούλα μου, να τήν έχεις μαζί Σου να μην στενοχωριέται».
Μιλούσε ή παιδική ψυχή στήν Παναγία και τα μάτια της έτρεχαν. Εκεί τήν βρίσκει ό πατέρας και της λέει, ότι πρέπει να φύγουν. Ή μικρή τού άπαντά, ότι θέλει να μείνει στο μοναστήρι, στήν Παναγία, να ζήση όπως και οι άλλες μοναχές, δεν θέλει να επιστρέψει σπίτι. Ό πατέρας προσπαθεί να τήν πείσει, μα ή μικρή επιμένει, τον παρ καλεί κλαίγοντας, να τήν αφήσει έδώ, στήν Μάννα Παναγιά.
Ή Γερόντισσα, πού ακόμα είναι στο ναό και βλέπει τη μικρή να κλαίει, τούς πλησιάζει, να μάθη τί συμβαίνει. Ό πατέρας της λέει τήν επιθυμία της κόρης του και ή μικρή τήν κοιτάζει ικετευτικά, παρ καλώντας με τα μάτια μόνο, να γίνη δεκτό το αίτημά της.
Ή Γερόντισσα, γιά να μη στενοχωρήσει κι άλλο, τον ταλαιπωρημένο πατέρα, τού λέει: «Άς μείνει ένα διάστημα, το παιδί να ηρέμηση και μετά βλέπουμε. Έτσι έμεινε ή μικρή και ήταν ένα πολύ εργατικό, υπάκουο και φιλότιμο παιδί. Άν και μικρή στήν ηλικία, όχι μόνο δεν δημιούργησε κανένα πρόβλημα, αλλά ήταν ένα πολύ ξεκούραστο και ευχάριστο παιδί.
Έτρεχε να εξυπηρέτηση παντού, δίχως να έχει καμιά απαίτηση. Στις ακολουθίες και στήν προσευχή συμμετείχε με πολλή διάθεση. Μετά από ένα διάστημα αρρώστησε από φυματίωση, πού εκείνη τήν εποχή ήταν αθεράπευτη.
Αφού ήταν τόσο υπάκουη και αγαπούσε το μοναστήρι, αποφάσισαν και της έκαναν κουρά, της έδωσαν το μεγάλο και αγγελικό σχήμα και το μοναχικό όνομα «Άννα».Ήταν τότε δώδεκα ετών. Παρ’ όλη τήν ταλαιπωρία της ασθενείας πού είχε, αγωνιζόταν, να μην κουράζει καμιά μοναχή. Οι καιροί τότε ήταν δύσκολοι και οι στερήσεις των υλικών αγαθών μεγάλες.
Όταν αγόραζαν λίγο γάλα και της το έδιναν, έλεγε: «Αδελφές μου, εγώ έτσι κι αλλιώς θά πεθάνω, γιατί να το πιω εγώ, ας το πιει κάποια άλλη αδελφή, πού θά ζήση!».
Καμιά απαίτηση, κανένα παράπονο, τίποτε γιά τήν ίδια, όλα γιά τούς άλλους, μάλιστα σε τέτοια ηλικία!
Κάθε βράδυ πριν πέσει να κοιμηθεί, άν και είχε καταβληθεί από τήν ασθένεια, γονάτιζε και διάβαζε τον κανόνα τού φύλακα αγγέλου.
Στην ερώτηση των αδελφών, «τί κάνεις εκεί Αννούλα μου, γιατί δεν ξεκουράζεσαι;» απαντούσε:
«Αδελφές μου, διαβάζω τήν παράκληση τού αγγέλου μου, γιά να έρθει σε καλή ώρα, να μου πάρει τήν ψυχή!».
Μετά από λίγο καιρό, πέθανε. Ή Γερόντισσά της, τήν είδε να πετάη φορώντας ένα πανέμορφο ένδυμα και τήν ρώτησε:
– Αννούλα μου, πώς περνάς;
– «Ανεκδιήγητα!» άπαντά ή Αννούλα ένώ ταυτόχρονα, κουνούσε και το χεράκι της, εις ένδειξιν θαυμασμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου