Σάββατο 16 Απριλίου 2022

Γιὰ τὸν ἅγιο Ἀμφιλόχιο Μακρή, ἀπὸ τὴν Ἀμφιλοχία τῶν Χανίων.

 

«—«Μὰ τί ἔπαθε ὁ Στέφανος; Δὲν ξαναεῖδε καλόγερο καὶ γράφει αὐτά;»

Αὐτὰ ἔλεγε ἡ κ. Μαρίκα Κουφάκη στὰ ἀδέλφια της στὴν Ἀθήνα ὅταν ὁ σύζυγός της κ. Στέφανος Κουφάκης τῆς ἔγραφε συνεχῶς γιὰ «τὴν βιβλικὴ μορφή» τοῦ καλόγερου ποὺ φιλοξενοῦσε στὸ σπίτι τους, στὰ Χανιὰ τῆς Κρήτης, ἐνῷ ἡ ἴδια λόγῳ ἀσθενείας βρισκόταν στὴν Ἀθήνα:

—«Νὰ δεῖς Μαρίκα τὴν βιβλική του μορφή. Νομίζεις πῶς βλέπεις τὸν Πατριάρχη Ἀβραάμ».

Ὅταν ὅμως ἡ κ. Μαρίκα κατέβηκε στὴν Κρήτη :

-        «Μὲ τὴν πρώτη ματιὰ ἡ ψυχή μου σκλαβώθηκε ἀπὸ τὸν Γέροντα».

Καὶ ὁ «καλόγερος», ἦταν ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος ὁ Μακρῆς, ὁ «Γέροντας τῆς Πάτμου».

Ποιὰ ἦταν ἡ κ. Μαρίκα Κουφάκη;

-«Τὴν εἶδες αὐτὴν τὴν μαυροντυμένη ποὺ βγῆκε παιδί μου; Αὐτὴ δουλεύει μόνο γιὰ τὸν Χριστὸ».

 Αὐτὰ εἶπε στὴν νεαρὴ κόρη ποὺ ἔμπαινε στὸ ἐξομολογητήριο τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ὁ π. Ἐλευθέριος Καψωμένος ὁ «ἁγιώτερος τῶν ἐγγάμων ἱερέων στὴν Ἑλλάδα» κατὰ τὸν Ἄγιο Πορφύριο.

Αὐτὴ , ἡ μαυροντυμένη, ποὺ μόλις εἶχε ἐξομολογηθῇ, ἦταν ἡ κ. Μαρίκα Κουφάκη.

Αὐτὴ ἦταν ποὺ ἀναρωτιόταν τί νὰ ἔπαθε ὁ σύζυγος της Στέφανος καὶ μιλᾶ μὲ τέτοιον ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὸν καλόγερο ποὺ φιλοξενοῦσαν.

Μήπως δὲν ἐγνώριζαν καλογέρους; Μήπως ἡ ἴδια δὲν μεγάλωσε σὲ γνήσιο χριστιανικὸ ὀρθόδοξο περιβάλλον ὅπου ἦταν κάτι τὸ φυσικὸ ἡ ὀρθοπραξία καὶ ἀπουσίαζε παντελῶς ἡ ἐπιδεικτικὴ θρησκευτικότης;.  Ἑξομολογεῖτο στὸν μακαριστὸ π. Τιμόθεο Παπουτσάκη , ἀρχιμανδρίτη τότε στὰ Χανιά, τὸν μετέπειτα Ἂρχιεπίσκοπο Κρήτης. Στενὲς σχέσεις μὲ τὸν π. Εἰρηναῖο Γαλανάκη, τὸν μετέπειτα ἐπίσκοπο Κισσάμου καὶ Σελίνου. Γνώριζε λόγῳ οἰκογενειακοῦ περιβάλλοντος ὅλα τὰ πνευματικὰ πρόσωπα τῶν Χανίων. Καὶ ὅμως σκλαβώθηκε ἀπὸ τὸν «καλόγερο». Καὶ ὁ καλόγερος ἔγινε ὁ Γέροντας καὶ μάλιστα  Ἅγιος Γέροντας καὶ ἡ ζωή τους χωρίστηκε σὲ δύο περιόδους: Τὴν περίοδο πρὸ τοῦ Ἁγίου Γέροντος καὶ τὴν περίοδο μέτὰ τὸν Ἅγιο Γέροντα.

Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή θὰ σταχυολογήσουμε καὶ θὰ παρουσιάσουμε ὁρισμένα περιστατικὰ ποὺ ἀφοροῦν τὸν ἅγιο Ἀμφιλόχιο τὸν Μακρὴ. Ἐπίσης ὁρισμένα σχετικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ ἐπιστολές του πρὸς τὴν κ. Μαρίκα καὶ τὸν σύζυγό της Στέφανο.

Ἡ κ. Μαρίκα, κατόπιν προτροπῆς πνευματικῶν προσώπων, ποὺ ἐπέμεναν ὅτι πρέπει νὰ διασωθοῦν τὰ γεγονότα ποὺ ἔζησε κοντὰ στὸν ἅγιο Γέροντα , ἔτσι ἀποκαλοῦσαν ὅλοι τὸν π. Ἀμφιλόχιο Μακρή, εἶχε διηγηθῆ σὲ μαγνητόφωνο ὁρισμένα περιστατικὰ ἀπὸ τὴν γνωριμία της μὲ τὸν Ἅγιο Γέροντα. Ἕνα μέρος ἀπὸ αὐτὰ γράφτηκε σὲ τετράδιο ἀπὸ πρόσωπο ποὺ βοηθοῦσε στὸ ἔργο. Στὶς κασσέτες ὅμως προσετέθησαν ἀργότερα καὶ ἄλλα περιστατικά. Παραλληλα, ἐπειδὴ ὑπῆρχε ἀπαίτησις ἀπὸ πρόσωπα ποὺ ἦταν κοντά της νὰ συγκεντρωθοῦν στοιχεῖα καὶ μαρτυρίες γιὰ τὸ κτίσιμο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου πάλι ἠχογράφησε κασσέτες στὶς ὁποῖες ἀργότερα προσέθεσε δεύτερη συμπληρωματική προσθήκη μαρτυριῶν.

Σὲ ὅλα αὐτὰ ὁ λόγος εἶναι πολὺ προσεγμένος καὶ ἀναφέρονται μόνον τὰ βασικὰ στοιχεία καὶ γεγονότα καθότι ἴσως τὰ ἄκουγαν διάφορα πρόσωπα διαφόρων νοοτροπιῶν (καὶ κυρίως οἱ ἐπίβουλοι καὶ συκοφάντες τοῦ ἔργου τὸ ὁποῖο εἶχε ἀναλάβει). Στὶς προσωπικὲς μας συζητήσεις τὰ γεγονότα ἦταν πιὸ ἀναλυτικὰ καὶ σαφὴ καὶ μὲ ὀνοματεπώνημα. Ἠχογράφησε καὶ πολὺ προσωπικὲς μαρτυρίες ἀπὸ τὶς ἐμφανήσεις τοῦ Ἁγίου Γέροντος ποὺ βεβαια εἶχαν χαρακτήρα ἰδιωτικὸ.

Μετὰ τὴν γνωριμία μας πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ δακτυλογραφήθηκαν καὶ ἀπετέλεσαν μικρὰ βιβλιαρίδια τὰ ὁποία τυπώναμε σὲ ὑπολογιστὴ καὶ ἔδιδε σὲ πνευματικὰ πρόσωπα τῆς ἐμπιστοσύνης της, ὅταν ἔκρινε ὅτι θὰ ἀπέβαιναν ὀφέλιμα.

 Ἀπὸ αὐτὰ τὰ κείμενα, ἀπὸ τὶς προσωπικὲς μας συζητήσεις, ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς καὶ τὶς ἄλλες μαρτυρίες γίνεται μιὰ σταχυολόγησις ὥστε ὅποιος μπεῖ στὸν κόπο νὰ διαβάση τὰ περιστικὰ αὐτὰ νὰ ἀντιληφθῆ τὸ μέτρο τῆς ἁγιότητος τοῦ Ἁγίου Ἀμφιλοχίου, τὰ χαρίσματα ποὺ ἀπὸ Θεοῦ εἶχε, τὸν τρόπο ποὺ δροῦσε καὶ τὴν στάσι ποὺ ἐλάμβανε στὰ διάφορα γεγονότα τῆς ζωῆς. Δὲν γίνονται ἀναλύσεις καὶ ἐπισημάνσεις. Ὁ κάθε ἕνας ἄς πάρει ὅτι ζητᾶ ἡ ψυχή του. Μόνον ἀπαραίτητες διευκρινήσεις θὰ παρατεθοῦν ἄν χρειαστεῖ.»

(Τὰ παραπάνω ἀποτελοῦν μιὰ μικρὴ εἰσαγωγὴ σὲ σημειώσεις ποὺ εἶχα γράψει πρὸ πολλῶν ἐτῶν γιὰ τὸν Ἅγιο Ἀμφιλόχιο Μακρή –τότε δὲν εἶχε ἁγιοκαταταχθῇ- ἀπὸ τὶς διηγήσεις καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς κ.Μαρίκας Κουφάκη –τῆς Ἀμφιλοχίας τῶν Χανίων, ὅπως τὴν χαρακτήρισε ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος.

Αὕριο εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου. Τὸ ἀντιλήφθηκα πρὸ ὁλίγου στὸ ἀπόδειπνο, δυστυχῶς τόσο προσέχω καὶ τόσο τοὺς θυμοῦμαι.

Πολὺ πρόχειρα παραθέτω τὴν ἀρχὴ -γνωριμία-καὶ τὸ τἐλος –τὸν θάνατο του- τῆς συμπορεύσεως τῆς  Ἀμφιλοχίας τῶν Χανίων μὲ τὸν μεγάλο ἅγιο καὶ λίγα περιστατικά.

Τώρα ποὺ τὸ δαιμονικὸ σκοτάδι ἔχει σκεπάσει τὰ πάντα, ποὺ οἱ ταγμένοι φύλακες ὄχι μόνον ἔχουν προδώσει, ἀλλὰ σκοτώνουν οἱ ἴδιοι τὴν πίστη καὶ τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ,  τέτοιες στερεὲς μορφὲς δίνουν κουράγιο καὶ θᾶρρος στοὺς συγχισμένους καὶ μπερδεμένους καὶ δειλιῶντες τῆς σήμερον. Ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐκατοντάδες σελίδων καὶ τὶς πάμπολλες πολύωρες ἠχογραφημένες  (καὶ ἀπομαγνητοφωνημένες) συζητήσεις –χωρὶς φυσικὰ νὰ τὸ γνωρίζει ἡ κ. Μ.- λίγα ἀποσπάσματα μὲ τὴν παράκλησι πρὸς τὰ ἅγια αὐτὰ πρόσωπα νὰ μὴν μᾶς λησμονοῦν  τώρα ποὺ ἔχωμε γονατίσει μπροστὰ στὴν πολύπλευρη σατανιστικὴ ἐπέλασι ἐκ τῶν ἔξω καὶ ἐκ τῶν ἔσω.)

Ἡ γνωριμία.

 Τὸ ἔτος 1953 βρέθηκα στὴν Ἀθήνα. Στὶς 28 Μαΐου τυχαίως συνήντησα στὴν Ἱπποκράτους πλησίον τῆς Ἀκαδημίας τὸν νῦν Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης π. Τιμόθεον (σημ: αὐτὰ ἠχογραφήθηκαν τὸ 1986), ὁ ὁποῖος μοῦ ἔκαμε νόημα πῶς θέλει νὰ μοῦ πῆ.

Μόλις σταμάτησε ἡ κυκλοφορία πῆγα στὴν ἀπέναντι πλευρά. Ἦταν μαζί του κάποιος κληρικὸς ἄγνωστός μου (σημ: ἦταν ὁ π. Παῦλος Νικηταρᾶς) στὸν ὁποῖο μὲ συνέστησε λέγοντας του:

 —«Εἶναι ἡ κυρία γιὰ τὴν ὁποῖα  μιλοῦσα τώρα στὸν π. Ἀμφιλόχιο.»

Ἔπειτα εἶπε καὶ σ᾿ ἐμένα:

 —«Γνωρίζεις Μαρίκα τὸν π. Ἀμφιλόχιον τῆς Πάτμου;»

 Στὴν ἀρνητική μου ἀπάντησι μοῦ εἶπε πῶς εἶναι ἅγιος καὶ πρέπει νὰ τὸν γνωρίσω. Ἐν συνεχείᾳ μοῦ εἶπε πῶς ὁ π. Ἀμφιλόχιος θὰ κατέβαινε μεθαύριο στὰ Χανιὰ καὶ πὼς θὰ ἤθελε ὁ Γέροντας νὰ ἐφιλοξενῆτο σὲ κανένα Χριστιανικὸ σπίτι. Μοῦ τὸ εἶπε δυὸ τρεῖς φορὲς, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν κατάλαβα πὼς ἐννοοῦσε τὸ σπίτι μας. Καὶ ὅταν πιὰ ξεκάθαρα μοῦ τὸ εἶπε τοῦ ἀπήντησα:

—«Εὐχαρίστως νὰ ἐπήγαινε σπίτι μας, ἀλλὰ ἐγὼ λείπω τώρα τρεῖς μῆνες ἀπὸ τὰ Χανιὰ καὶ τὸ σπίτι θὰ εἶναι πολὺ ἀκατάστατο.»

—«Μὰ, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ κοιτάζουν αὐτά»· ἀπαντᾶ ἐκεῖνος.

 Ὅταν πλέον ἐβεβαιώθηκα πὼς ἡ ἐπιθυμία του ἦταν νὰ ἐφιλοξενεῖτο ὁ Γέροντας στὸ σπίτι μας συναίνεσα καὶ κατ᾿ εὐθείαν κατευθύνθηκα πρὸς τὸ γραφεῖο  τοῦ ἀδελφοῦ μου ὅπου ἔμεινα ἒως τὶς 11 τὸ βράδυ. Ἔγραψα ἕνα γράμμα ἐνημερωτικὸ εἰς τὸν Στέφανο, τοῦ ἔκανα ἕνα πρόγραμμα πὼς θὰ τὸν περιποιηθεῖ καὶ ἔρριξα τὸ γράμμα στὸ κεντρικὸ ταχυδρομεῖο τῶν Ἀθηνῶν γιὰ νὰ φθάσῃ γρηγορώτερα στὸν προορισμό του.

Μόλις ἔλαβε ὁ Στέφανος τὸ γράμμα, ἔψαξε στὰ  ξενοδοχεῖα τῶν Χανίων, ἀνεκάλυψε τὸν Γέροντα μαζὺ μὲ ἕνα ἀδελφόν τῆς Μονῆς του, τὸν π. Ἰερεμίαν Βάσταν καὶ τοὺς πῆγε στὸ σπίτι μας τὴν 1ην Ἰουνίου. Ἐκεῖ διάφορα πνευματικὰ πρόσωπα, εἰδοποιημένα ἀπὸ τὸν Στέφανον, ἀνέλαβαν τὴν διακονίαν τῶν 2 κληρικῶν.

Ἐγὼ ἔπρεπε νὰ παρέμενα ἀκόμη 16 μέρες στὴν Ἀθήνα γιατὶ τότε μόνο ἐτελείωνε μιὰ θεραπεία ποὺ ἔκανα. Στὸ διάστημα αὐτὸ ποὺ ἤμουνα στὴν Ἀθήνα εἶχα ἀνταλλάξει μὲ τὸν Στέφανο πολλὰ γράμματα. Εἴχαμε συμφωνήσει καὶ μοῦ ἔγραφε ἐκεῖνος ἕνα γράμμα ἀπαραιτήτως τὴν ἡμέρα καὶ ἐγὼ τοῦ ἔγραφα ὅσα μποροῦσα, καὶ 2 καὶ 3 τὴν ἡμέρα.

 Μάλιστα ὁ Γέροντας βλέποντας τὸν Στέφανο νὰ παίρνει τόσα γράμματα μου, ὅταν μὲ γνώρισε μὲ ἐρώτησε τί τοῦ ἔγραφα σ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ γράμματα.

 —Τίποτα τὸ ἱδιαίτερο Γέροντα. Ἀπλῶς τοῦ μιλοῦσα σὰν νὰ τὸν εἶχα δίπλα μου.

Ὁ Στέφανος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ εἶδε τὸν Γέροντα σκλαβώθηκε. Γι᾿ αὐτὸ σὲ κάθε γράμμα του μοῦ ἔγραφε:

—Νὰ δεῖς Μαρίκα τὴν βιβλική του μορφή. Νομίζεις πῶς βλέπεις τὸν Πατριάρχη Ἀβραάμ.

—Μὰ τί ἔπαθε ὁ Στέφανος; ἔλεγα στὰ ἀδέλφια μου. Δὲν ξαναεῖδε καλόγερο καὶ γράφει αὐτά;

Ἔτσι πέρασαν οἱ 16 μέρες. Ὁ Στέφανος ζοῦσε σὲ πελάγη εὐτυχίας, καὶ ἐγὼ σὲ ἀγωνία νὰ γνωρίσω τὸ πρόσωπο. Μὰ καὶ ὁ ἅγιος Γέροντας περνοῦσε πολὺ ὡραῖα καὶ ἐμακάριζε τὴν ὥρα ποὺ βρέθηκε στὸ σπίτι μας μέσα σὲ τόσους πνευματικοὺς ἀνθρώπους. Μιὰ σκέψις μόνο τὸν ἐνοχλοῦσε:

 «Μήπως ὅταν ἔλθη ἡ κυρία δὲν θὰ ἀνεχθῇ αὐτὴν τὴν καταστασιν στὸ σπίτι της;»

 Ὅμως ὅλα τὰ κορίτσια τοῦ ἀπαντοῦσαν ὁμόφωνα  πὼς «δὲν πρέπει νὰ φοβᾶται τίποτε γιατὶ ἡ κ. Μαρίκα εἶναι πολὺ καλή».

Ἦλθε καὶ ἡ 16η  Ἰουνίου καὶ κατέβηκα στὰ Χανιά. Μὲ τὴν πρώτη ματιὰ ἡ ψυχή μου σκλαβώθηκε ἀπὸ τὸν Γέροντα. Κάθησα λίγο μαζὶ του ἀλλὰ ἡ ὥρα ἦταν μεσημεριανή. Ὁ Γέροντας διακριτικὰ πῆρε τὸν π. Ἰερεμία καὶ πῆγαν στὸ δωμάτιό τους «γιὰ νὰ ἀφήσουν τὴν κυρία νὰ μιλήσει μὲ τὸν σύζυγό της», ἔτσι εἶπε.

Τὸ σπίτι μας εἶχε γίνει λαϊκὸ προσκύνημα καὶ ὅλη τὴν ἡμέρα εἴχαμε ξένους. Ἡ ἐπιθυμία μου ἦταν νὰ εἶμαι πάντα δίπλα στὸν Γέροντα, γι᾿ αὐτὸ φύλαγα σὲ μιὰ ἄκρη ἕνα σκαμνάκι καὶ ὅταν ἔδιδα καὶ τὴν τελευταῖα καρέκλα ἔπαιρνα τὸ σκαμνάκι καὶ ἐκάθιζα στὰ πόδια τοῦ γέροντα.

Ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς τοῦ ἁγ. Ἀμφιλοχίου.

Τὸ πόσον νοσταλγῶ τὰ Χανιὰ, τώρα ποὺ γνώρισα σᾶς καὶ τὰ παιδιὰ, μόνον ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει· Ἐὰν μοῦ ἦτο δυνατὸν κάθε μέρα νὰ εἶμαι κοντά σας, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ μοῦ εἶναι ἀδύνατον γι᾿ αὐτὸ στέλλω τὸ πνεῦμα μου τακτικὰ, σᾶς πλησιάζει σᾶς χαιρετᾶ καὶ ἀφοῦ σᾶς εὐλογήση φεύγει. Ἔρχεται στὸ φιλόξενο σπίτι σου πρώτα καὶ παρακολουθεῖ καὶ τοὺς δύο. Μάλιστα ὅταν σᾶς εὕρη σὲ προσευχὴ ἔρχεται πιὸ πλησίον καὶ συμπροσεύχεται μαζί σας. Φεύγει κατόπιν καὶ πηγαίνει στὴν Βασιλικήν μας καὶ ἐκεῖ παρακαλεῖ τὸν Χριστὸν νὰ τὴν ἐλευθερώνη τὸ συντομότερο, συζητᾶ καὶ φεύγει γιὰ τὸ σπίτι τῆς σεβαστῆς Εὐθαλίας, ποὺ ἐκεῖ θὰ εὔρη τὴν Δήμητρα καὶ τὴν Ἑλένη ἴσως καὶ καμιὰ ἄλλη, καὶ ἔτσι περνῶ τὶς ὥρες ὅταν δὲν ἔχω προσευχὴ καὶ μελέτη καὶ εἶμαι μόνος.

Ἐδῶ κάτω ἀπὸ τὰ πεῦκα σᾶς ἀπολαμβάνω πνευματικῶς καὶ σᾶς εὐλογῶ ἀπὸ τὸ ὅμορφο νησὶ τοῦ Σαρωνικοῦ. Πιστεύω ὅτι θὰ μὲ εὐχαριστεῖτε ὅταν στὴν προσευχὴν σας μὲ ἐνθυμεῖσθε, καθὼς καὶ τὰ ἄλλα παιδιὰ, διότι  εἶναι δύναμις ἡ Προσευχὴ ὅταν κινεῖτε ἀπὸ ἀγάπη Χριστοῦ.

 Ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει καὶ ἡ παραμικρὰ ἀμφιβολία ὅτι, ὅταν μοῦ εἶναι εὕκολον, νὰ μὴν σᾶς ἐπισκεφθῶ καὶ σωματικῶς; Ἡ προσευχή σας θὰ μὲ φέρει γρήγορα κοντά σας. (Ἐπιστολὴ 1/9/1955)

Διάφορα περιστατικά.

Μπῆκα στὸ δωμάτιό του σὲ ὥρα ἀπογευματινῆς περισυλλογῆς. Κυριολεκτικῶς ἔφευγε ἀπὸ τὴν γῆ. Μιὰ φορὰ μάλιστα δόθηκε τόσο πολὺ στὴν προσευχή, ὥστε ξέχασε πὼς ἤμουνα δίπλα του. Ἐγὼ ἄφωνη παρακολουθούσα τὴν σκηνὴ καὶ φοβισμένη εἶχα τραβηχτεῖ σὲ μία γωνιά.

—Ἐδὼ εἶσαι παιδί μου; εἶπε μετὰ ἀπὸ πολλὴ ὥρα μὲ μιὰ γλυκειὰ σβυσμένη φωνή.

—Ἐδὼ εἶμαι Γέροντα. Μὰ τώρα εἶμαι πολὺ φοβισμένη. Τώρα βλέπω καθαρὰ πὼς διακονῶ ἕναν ἅγιο καὶ δὲν εἶμαι ἄξια νὰ τὸν πλησιάζω.

—Εὐλογημένη, ἐσὺ τὸν μισθόν σου δὲν θὰ τὸν χάσεις. Ἐγὼ ὅμως δὲν εἶμαι αὐτὸ ποὺ νομίζεις· εἶπε, γιὰ νὰ μοῦ σβύσει αὐτὸ ποὺ εἶδα. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ εἶδα δὲν περιγράφεται ὅσο καὶ ἄν προσπαθήσω. Εἶχε γύρει τὸ κεφάλι του πρὸς τὸ ἀριστερό μέρος. Τὸ πρόσωπό του εἶχε πάρει μιὰ τελείως ἄλλη μορφή. Εἶχε κλειστὰ τὰ μάτια του. Νόμιζε κανεὶς πὼς δὲν ἀνέπνεε. Μόνο ἀπὸ τὶς ἀνεπαίσθητες κινήσεις ποὺ ἔκαναν τὰ δάκτυλά του γυρίζοντας τὸ κομπόσχοινο καταλάβαινες πὼς ζοῦσε.

Τὴν πρώτη φορὰ ποὺ πῆγα στὴν Πάτμο ἦταν Νοέμβριος. Ὁ Γέροντας χάλασε τὸν κόσμον νὰ κοιμηθῶ στὸ κρεββάτι του. Ἔβαλε τὶς ἀδελφὲς καὶ τοῦ ἐτοίμασαν ἕνα ἄλλο δωμάτιο καὶ μοῦ παραχώρησε αὐτὸς τὸ δικό του. Φυσικὰ ἐγὼ δὲν ἤξερα τίποτα. Τὸ μεσημέρι ὅμως μιὰ ἀδελφὴ, τὴν ὁποία ὁ Γέροντας ἔθεσε στὴν ἐξυπηρέτησί μου μὲ ὁδήγησε ἐκεῖ, μὲ ἔβαλλε καὶ ξάπλωσα καὶ φιλῶντας με μοῦ εἶπε:

  —Ὁ Γέροντας σᾶς  παρεχώρησε τὸ κρεββάτι του.

 Ἡ ἀδελφὴ νόμιζε πὼς θὰ μὲ χαροποιοῦσε, γι᾿ αὐτὸ καὶ μοῦ τὸ εἶπε. Ἐγὼ ὅμως λυπήθηκα πολὺ καὶ δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἄκουγα κανένα περπάτημα στὴν αὐλὴ γιὰ νὰ σηκωνόμουνα. Ἐπὶ τέλους ἔφθασε ἡ ὥρα καὶ ἀνήσυχη βρῆκα τὸν Γέροντα νὰ κάθεται γυρίζοντας τὸ κομποσχοίνι του σὲ ἕνα ἡμιυπόγειο ἀνήλιο καὶ ὑγρὸ δωμάτιο.

—Γέροντα, τοῦ λέω, εἶμαι πολὺ στενοχωρημένη. Ἐσεῖς βγήκατε ἀπὸ τὸ κρεββάτι σας;

—Εὐλογημένη, μοῦ ἀπαντᾶ, καὶ ἐγὼ ἔλεγα πὼς θὰ χαιρόσουνα ποὺ θὰ ἔπαιρνες εὐλογία ἀπὸ τὸ κρεββάτι τοῦ Γέροντά σου.

Μὲ τὴν ἀπάντησί του ἔφυγε ἡ θλίψις καὶ μὲ χαρὰ κοιμώμουνα στὸ κρεββάτι του.

Μιὰ μέρα ὅμως ἦλθε στὸ ραφεῖο ποὺ καθόμουνα μὲ τὶς ἀδελφὲς καὶ καταφανῶς ταραγμένος εἶπε σὲ μιὰ ἀδελφή:

—Ἀδελφὴ Αἰκατερίνη, τὴν κ. Μαρίκα θὰ τὴν φέρετε ἐδῶ, νὰ κοιμᾶται σ᾿ αὐτὸ τὸ ντιβανομπάουλο.

Ξαφνιάστηκαν ὅλες . Δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν γιατί θὰ μὲ μετέφερε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ δωμάτιο, ποὺ σὰν ραφεῖο ἦταν ἀκατάστατο, καὶ τὸν ἐκοίταξαν ἔκπληκτες.

—Παρακαλῶ, τὴν κ. Μαρίκα ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἐξῆς θὰ τὴν κοιμίζετε ἐδῶ. Καὶ δὲν θὰ βάλετε καὶ λάμπα στὸ παράθυρό της.

 Εἶπε αὐτὰ καὶ ἔφυγε.

Τὴν ἄλλη μέρα τὸ μεσημέρι, ὥρα ὕπνου, ἔπεσε κεραυνὸς ἀπάνω στὸ κρεββάτι του καὶ μάλιστα ἔκαψε τὸ μαξιλάρι. Ἐὰν ἤμουνα ἐκεῖ ἤ ἐὰν ἐκεῖνος εἶχε πάει, κανείς μας δὲν θὰ ζοῦσε. Εἶχε προείδει τὸν κεραυνὸ 24 ὥρες πιὸ μπροστά.

 Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς μοῦ εἶπε:

—Τώρα παιδί μου θὰ τοποθετήσω ἀλεξικέραυνο. Ὡς τώρα τὸ θεωροῦσα ὁλιγοπιστία μου. Τώρα ὅμως ποὺ ὁ Θεὸς μοῦ ἔδειξε αὐτὸ τὸ σημεῖον ἐπιβάλλεται νὰ ἐνεργήσω καὶ ἐγὼ ἀνάλογα.

Τὴν δεύτερη φορὰ ποὺ πῆγα στὴν Πάτμο δόθηκε ἐντολὴ ἀπ᾿  τὸ Πατριαρχεῖο νὰ μεταφέρουν τὴν κάρα τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ ἀπὸ τὴν Πάτμο στὴν Ἀθήνα, στὸν ἐκεῖ ἀνεγειρόμενο Ναόν του. Ποιὸν ἄλλον θὰ ἔστελναν παρὰ τὸν Γέροντα; Εἶχα τὴν μεγάλη χάρι, τὴν ὑψίστη τιμὴ νὰ συνταξιδεύω μαζί του. Κρατῶντας τὴν Ἁγία Κάρα ἦταν σὲ συνεχὴ ἔκστασι ἀπὸ Πάτμο μέχρι Λέρο, ποὺ ταξιδεύσαμε μὲ ἕνα μικρὸ πλοιάριο. Εἰς δὲ τὴν Λέρον εἶχε τέτοια ἁγιότητα ποὺ ἐτρομάξαμε ὅλοι ὅσοι εἴμεθα μαζί του. Πήγαμε σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο ὅπου μὲ πολλὴ εὐλάβεια ἐναπέθεσε σὲ ἕνα δωμάτιο τὴν Ἅγία Κάρα, ἐθύμιασε, ἔκαμε δέησιν, ἔπειτα κλείδωσε τὸ δωμάτιο καὶ μαζὺ πήγαμε σὲ διάφορα πνευματικοπαίδια του γιὰ νὰ τὰ δῇ.

 Τὸ πλοῖο περνοῦσε ἀκατάστατες ὥρες. Ἦταν ἄγονη γραμμὴ καὶ οἱ ἐπιβάτες ποὺ θὰ ἔφευγαν πήγαιναν ἀπὸ τὶς 7 τὸ βράδυ στὴν προκυμαῖα καὶ πολλὲς φορὲς καθόνταν μέχρι τὰ μεσάνυχτα ὥσπου νὰ ἔφτανε τὸ πλοῖο. Πήγαμε καὶ ἐμεῖς στὶς 7. Φορῶντας ἐπιτραχήλιο καὶ κρατῶντας τὴν Ἁγία Κάρα διασχίσαμε τὴν πλατεία καὶ πήγαμε σὲ μιὰ ἄκρη. Ἀμίλητος καὶ μὲ ἀνοικτὸ τὸ στόμα κρατοῦσε τὸ πολύτιμο φορτίο καὶ κάπου κάπου ἔλεγε:

—Ἄν μποροῦσε κανεὶς νὰ δῇ τὶς χιλιάδες τῶν Ἀγγέλων ποὺ συνοδεύουν αὐτὴν τὴν στιγμὴ τὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ...

Καὶ πάλι ἔμενε ἐκστατικὸς κοιτάζοντας πρὸς τὰ ἐπάνω. Φρόντισα μὲ πολλὰ βάσανα καὶ τοῦ βρῆκα μιὰ καρέκλα γιατὶ λυπόμουνα ἔτσι ποὺ τὸν ἔβλεπα ὄρθιο νὰ κρατᾶ τόσο βάρος.

Μὲ εἶχε συμβουλέψει κάποτε ὡς ἐξῆς:

— Ὅταν κοινωνῆς θὰ λέγης ἀμέσως τὸ «Θεοτόκε Παρθένε» τρεῖς φορὲς· διότι ὁ χριστιανὸς ὅταν κοινωνήσει εὑρίσκεται στὴν ἴδια θέσι ποὺ βρέθηκε ἡ Παναγία ὅταν ὁ ἄγγελος τῆς πῆγε τὸ μήνυμα.

 

Συνάντησε κάποτε τὸν π. Φιλόθεο Ζερβάκο στὴν Ἀγ. Εὐφημία καὶ εἶχα τὴν μεγάλη χάρι νὰ παρακολουθῶ τοὺς δύο σεβασμίους κληρικοὺς νὰ συνομιλοῦν. Εἶχε πεθάνει ὁ ἀδελφὸς τοῦ π. Φιλοθέου ἐκείνες τὶς ἡμέρες καὶ κουβέντιαζαν γιὰ τὸν νεκρὸ σὰν νὰ εἶχε ξεκινήσει γιὰ κανένα ταξίδι. Ὅταν ἔφυγε ὁ π. Φιλόθεος ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε:

—Ἧταν ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ συναντήσης αὐτὸν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ πάρης τὴν εὐχή του.

Τὸ ἴδιο μοῦ εἶχε πεῖ παλαιώτερα καὶ γιὰ τὸν π. Ἀβιμέλεχ, ὅταν τοῦ εἶπα πὼς τὸν συναντησα καὶ μέ εὐλόγησε.

—Πῆρες εὐλογία ἀπὸ μεγάλο ἅγιο· μοῦ εἶχε πεῖ τότε.

Κάποτε ἦλθε στὸ σπίτι μας ὁ π. Μ. Μ. Ἧταν νέος ἱερεῦς καὶ εἶχε τοποθετηθῆ σὲ χωριό. Ὁ Γέροντας λοιπὸν τὸν ρώτησε ἄν κάνη κάθε μέρα ὄρθρο καὶ ἐσπερινό, κι᾿ ἐκεῖνος τοῦ εἶπε πὼς οἱ χωρικοὶ δὲν ἐκκλησιάζονται καὶ ἔτσι καὶ αὐτὸς δὲν κάνει.

—Ὄχι τοῦ λεει. Πρέπει νὰ κάνης κάθε μέρα καὶ ὄρθρο καὶ ἐσπερινό. Νὰ κτυπᾶς τὴν καμπάνα, νὰ ἀκοῦν οἱ ἐνορῖτες σου πὼς ὁ ἱερεῦς τους προσεύχεται. Καὶ μόνον τὸν σταυρό τους νὰ κάνουν ἐκεὶ ποὺ ἐργάζονται εἶναι καὶ αὐτὸ ὡφέλεια.

Τοῦ ἔδωσε πολλὲς συμβουλὲς καὶ μεταξὐ τῶν ἄλλων τοῦ εἶπε:

—Ἄν καμμιὰ φορὰ σοῦ λέιψει ἀπὸ τὸ δισκοπότηρο καμμιὰ μερίδα μὴν φοβηθῆς. Ἄγγελος Κυρίου θὰ τὴν παρέλαβε καὶ θὰ ἐκοινώνησε κάποιον ἐρημίτη ἤ φυλακισμένον ἤ ἐτοιμοθάνατον ποὺ θὰ ἐποθοῦσε νὰ κοινωνήση. Καὶ θὰ μοῦ πῆς πῶς ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος εἶδε τὸν ἅγγελο καὶ τοῦ προσεκόμισε τὰ Τίμια Δώρα; Ὄχι! εἶδε κάποιον πατέρα Μιχαὴλ ποὺ τοῦ τὰ προσεκόμισε. Καὶ ἄν καμμιὰ φορὰ δεῖς τὰ τίμια δώρα νὰ ἔχουν μετατραπεῖ σὲ ἀληθινὴ σάρκα καὶ αἵμα , μὴν φοβηθῆς. Γονάτισε, προσευχήσου καὶ θὰ ἐπανέλθουν στὴν ἀρχική τους κατάστασιν.

Τὸ 1966  τὸν εἶδα στὴν Ρόδο ὅπου τὸν ἐπισκεύθηκα. Εἶχα πειρασμοὺς πολλοὺς μὲ τὴν ἐδὼ ἐργασίαν καὶ ἔπρεπε νὰ πάω, νὰ πάρω τὴν εὐχή του, νὰ ἐξομολογηθῶ καὶ νὰ μοῦ δώση κατευθύνσεις. ...

Κι᾿ ἔπειτα πήγαμε στὸ δωμάτιό του. Καὶ ἐγὼ ἔλεγα , ὅλο ἔλεγα. Μοῦ εἶπε πολλὰ καὶ στὸ τέλος τὰ ἐξῆς:

Παιδί μου οἱ Δεσποτάδες εἶναι οἱ μεγαλύτεροι πολέμιοι τῶν πνευματικῶν ἔργων. Γι᾿ αὐτὸ πρόσεξε μὴν βάλλης ρασοφόρο γιατὶ θὰ σοῦ διαλύσουν τὸ Ἵδρυμα. Θὰ παίρνεις κορίτσια καλά, θὰ τὰ προσλαμβάνης ὡς ὑπαλλήλους ἐπὶ μισθῷ γιὰ νὰ τὰ ἀποδεσμεύσης ἀπὸ τὰ σπίτια τους καὶ ἔτσι θὰ τὰ κρατᾶς ὡς ἀφοσιωμένες στὸ ἔργον.

Μοῦ ἔδωσε πάλι τὶς σοφὲς συμβουλές του. Μοῦ ἔδωσε τὶς βάσεις γιὰ τὴν λειτουργία τοῦ ἔργου τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου. Μοῦ ἔδωσε τὶς γραμμὲς ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσω.

Τὸ μόνον ποὺ βλέπω εἶναι ὅτι ἐντὸς τῆς ἐκκλησίας μας δὲν ἐπικρατεῖ ἡ δικαιοσύνη καὶ ὅτι ἀνθρώπους ποὺ ἠμποροῦν νὰ  δώσουν ζωὴν καὶ δύναμιν στὸν χριστιανικὸν λαὸν τοὺς παραβλέπουν. Πρὸ ἐβδομάδος, ποὺ εὐρισκόμουν στὰς Ἀθήνας εἶδα μακρόθεν τὸν π. Ν., ἐντὸς τοῦ Ὑπουργείου. Δὲν ἠθέλησα νὰ τὸν πλησιάσω. Ὅλοι ὅσοι γνώριζαν τὸν ἄνθρωπον γέλασαν διὰ τὴν τόσην αὐθάδειάν του, ποὺ δὲν ἀφήνει τὰ ὑπουργεία ἥσυχα. Καὶ ἔπειτα ἠμπορεῖ νὰ τὸν δεῖτε ὡς ἐπίσκοπον τῶν Χανίων καὶ νὰ σᾶς εὐλογεῖ. Ὁ Θεὸς νὰ σώση τὴν ἐκκλησίαν του. Ἐπιστολή. 1956.08.08

Ἡ κοίμησις τοῦ ἁγίου.

Ἀπὸ τὸν πρῶτο χρόνο ποὺ τὸν εἶχα γνωρίσει τοῦ εἶχα ζητήσει νὰ μοῦ κάμη σημεῖον πρὶν νὰ φύγη στὸν οὐρανό. Τὴν παραμονὴ τῆς ἡμέρας τῆς ἐκδημίας του ἐκείνη τὴν Τετάρτη 15 Ἀπριλίου, μετὰ τὸ θλιβερὸ τηλεφώνημα μὲ τὸν π. Παῦλο ἦλθε ἕνας ἱεροσπουδαστῆς τῆς Πάτμου καὶ μοῦ ἔφερε τὰ τελευταῖα δῶρα τοῦ Γέροντά μου: Τὸ ὑποκάμισό του, τὸ ἐπιτραχήλιόν του καὶ ἕνα γράμμα γραμμένο μὲ τὸ χέρι του στὸ ὁποῖον ἔγραφε:

«Τέκνον ἐν Κυρίῳ Μαρίκα.

Σοῦ στέλνω δι᾿ εὐλογίαν πρὸς τὸ ἔργον σου τὸ ἐπιτραχήλιον αὐτὸ μὲ πολλὰς εὐχὰς καὶ εὐλογίας εἰς τὸν ἀγαπητόν μου Στέφανον καὶ συνεργάτας σου.

Ὁ Γέροντάς σας Ἀμφιλόχιος Μακρῆς.

Ἐν Πάτμῳ τῇ 3 Ἀπριλίου 1970.»

Ἔπρεπε νὰ πάρω μεγάλη χαρά. Ἤξευρα πὼς ἦταν βαρειὰ ἅρρωστος καὶ θανάσιμη θλίψις ἐκυρίευσε τὴν ψυχή μου.

—Νὰ τὸ τελευταῖο μήνυμα, εἶπα, ποὺ τοῦ εἶχα ζητήσει τόσες φορὲς νὰ μοῦ κάνη ὅταν θὰ φύγη.

Τὴν ἐπομένη 16 Ἀπριλίου 1970 ἀπὸ τὸ πρωΐ ἔδωσα συνδιάλεξιν μὲ Πάτμο καὶ ἐναγωνίως ἐπερίμενα. Κάθε τόσο μὲ ἐκαλοῦσαν ἀπὸ τὸν ΟΤΕ καὶ μοῦ ἔγεγαν:

—25450; Μιλᾶτε μὲ Πάτμον.

Καὶ σὲ λίγο:

—Ἐχάσαμε τὴν γραμμή. Θὰ σᾶς ξαναπάρωμε.

Αὐτὸ ἐγινόταν ὅλη μέρα καὶ στὶς 5:30 τὸ ἀπόγευμα μὲ συνέδεσαν γιὰ νὰ μοῦ ποῦν πὼς ὁ Γέροντας ἀνεχώρησε.  Πῶς νὰ περιγράψω τὴν ὀδύνη μου; Κλείστικα στὸ γραφεῖο μου καὶ γιὰ πολλὲς ὧρες δὲν ἐπέτρεψα σὲ ἄνθρωπο νὰ μπῆ μέσα. Καὶ ἔκλαιγα, ἔκλαιγα μὲ ἀσταμάτητα δάκρυα τὴν ἐκδημίαν τοῦ πολυσέβαστου Πατέρα μου.

Ἐγὼ νὰ μὴν δῶ τὸν ἀγαπημένο μου Γέροντα; Νὰ μὴν τοῦ φιλήσω γιὰ τελευταῖα φορὰ τὰ χέρια;

Ὅσα καὶ νὰ γράψω δὲν θὰ μπορέσω νὰ ἐξωτερικεύσω αὐτὸ ποὺ ἔνοιωσα καὶ ποὺ ἀκόμη νοιώθω, ἄν καὶ ἔχει περάσει τόσος καιρὸς ἀπὸ τότε.

Ξημερώνει ἡ 17η Ἀπριλίου . Εἶναι ἡ ἡμέρα ποὺ κηδεύεται ὁ πολυαγαπημένος μου Πατέρας. Στὰ παιδιὰ τοῦ Ἱδρύματος πρέπει νὰ δείξω πὼς  μιὰ χριστιανὴ κόρη ἀντιμετωπίζει τὸν θάνατο τοῦ πατέρα της. Μοῦ εἶχε δώσει τόσες συμβουλὲς ὅταν πρὸ ἐτῶν ἀπέθανε ὁ κατὰ σάρκα πατέρας μου. Στὸν κόσμο ἔπρεπε νὰ δείξω τὴν πίστιν μου στὴν μεταθανάτιον ζωήν. Μὰ ὅσο πολὺ καὶ ἄν πιστεύη κανεὶς, ὅταν θὰ νοιώθη πὼς μιὰ μαρμάρινη πλάκα θὰ σκεπάση γιὰ πάντα τὸ ἀγαπημένο του πρόσωπο δὲν μπορεῖ νὰ μείνη ἀτάραχος.

Βγαίνω ἔξω καὶ φιλῶ τὰ παιδιά. Κλείνομαι στὸ γραφεῖο καὶ κλαίω, καλαίω, κλαίω πάρα πολύ. Μὲ κλάμματα καὶ μὲ λυγμοὺς τηλεφωνῶ σὲ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδος , ὅπου ἤξερα πὼς τὸν ἀγαποῦσαν.

Μπαίνουν ξένοι καὶ τοὺς ὑποδέχομαι μὲ χαρά. Ὤ! αὐτὸς ὁ διπλὸς ρόλος πόσο πολὺ δὲν κούρασε τὴν ψυχή μου!

Εἶναι ἡ ἡμέρα ποὺ διεκπεραιώνεται ἡ ἀλληλογραφία. Μὲ τί μάτια νὰ γράψω; Καὶ ὅμως δείχνει καὶ πάλι τὴ ζωντανή του παρουσία. Σ᾿ ἐκεῖνο τὸ θλιβερὸ πρωϊνὸ τῆς 17ης Ἀπριλίου, ποὺ σὲ λίγο θὰ τὸν ἐκήδευαν, ἔκαμα πάρα πολλὰ τηλεφωνήματα, ἔστειλα συλλυπητήρια τηλεγραφήματα καὶ ἔγραψα καὶ 78 γράμματα μὲ τὰ βλέφαρα σχεδὸν κλειστὰ ἀπὸ τὰ κλάμματα. Μόνο μὲ μεγενθυτικὸ φακὸ ἔβγαζα τὰ γράμματα. Αὐτὴν τὴν ἐργασία  ποτὲ δὲν τὴν εἶχα ξαναβγάλει σ᾿ ἕνα πρωϊνό. Ἔτσι μοῦ ἔδειξε τὴν πρώτη ἰσχυρή του παρουσία ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μετὰ τὴν ἀναχώρησί του ἀπὸ τὴν γῆ.

Τὸ ἀπόγευμα τὴν ὥρα τῆς κηδείας του πῆγα στὸ ἄλλο γραφεῖο, στὰ ὑπόγεια τοῦ ναοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μπορῶ νὰ πῶ πὼς βρέθηκα στὴν Πάτμον. Τὸν ἀσπάσθηκα πολλὲς φορὲς. Ἀσπάσθηκα τὰ εὐλογημένα χέρια του ποὺ τόσες φορὲς μὲ εἶχαν εὐλογήσει καὶ ποὺ ἀτελείωτες ὧρες ἐγύριζαν, τὰ ἁγιασμένα αὐτὰ χέρια, κομπόσχοινα γιὰ μένα. Ἀσπάσθηκα τὰ πληγωμένα ἀπὸ κιρσοὺς καὶ φλεβίτιδες πόδια του ποὺ ἀναρίθμητες φορὲς εἶχαν γονατίσει γιὰ μένα, γιὰ τὴν ὑγεία μου, γιὰ τὴν ψυχή μου.

Ἔσκυψα καὶ τοῦ ζήτησα πολλὲς φορὲς τὴν εὐχή του καὶ τὴν προσευχή του καὶ μὲ λυγμοὺς γοεροὺς τὸν ἀποχαιρέτησα διὰ τελευταῖα φορά.

Μὲ ἄκουσες Πατέρα μου καὶ τὸ ξέρω πὼς σὲ ἐλύπησα μὰ δὲν μποροῦσα νὰ ἔκανα διαφορετικά.

Γιὰ τὴν ἀντιγραφή: Γεώργιος Κ. Τζανάκης. Ἀκρωτήρι Χανίων. 15/4/2022

1 σχόλιο:

Ιωάννης Τσιλιμιγκάκης είπε...

Πάτμου Ἀμφιλόχιε ἀσκητά, Πνεύματος δ' Ἁγίου, ἀμφιδέξιε ἀθλητά, τοὺς ἀσπαζομένους, εἰκόνα σου τὴν θείαν, περίσκεπε ἀπαύστως, λιταῖς ἁγίαις σου.