Σήμερο ήρθε ο Χριστός
ο Επουράνιος θεός
εν πόλη Βηθανία
κλαίει Μάρθα και Μαρία,
Λάζαρο τον αδελφό τους,
τόν γλυκύ τον καρδιακό τους.
Τρείς ημέρες τον θρηνούσαν,
και τόνε μοιρολογούσαν.
Την ημέρα τήν Τετάρτη,
κίνησ`ο Χριστός για νά`ρθει.
Και εβγήκε η Μαρία,
έξω απο τη Βηθανία.
Άν εδώ ήσου Χριστέ μου,
δε θα πόθαινε ο αδελφός μου,
μα και τώρα εγώ πιστεύγω
και καλότατα ηξεύρω
ότι δύνασαι αν θελήσεις,
και νεκρούς να αναστήσεις.
Λέω πίστευε Μαρία,
άγωμε εις τα μνημεία.
Τότε ο Χριστός δακρύζει,
και τον Άδη φοβερίζει.
Άδη Τάρταρε και Χάρο,
Λάζαρε ήρθα να σε πάρω.
Δεύρο έξω Λάζαρε μου,
φίλε και αγαπητέ μου,
παρευθύς από τον Άδη,
ως εξαίσιο σημάδι.
Λάζαρος απέλυτρώθη,
ανεστήθη κι εσηκώθη
ζωντανός σαβανωμένος,
και με το κερί ζωσμένος.
Δόξα το θεό φωνάζουν,
και το Λάζαρο ξετάζουν.
Λάζαρε πές μας τι είδες,
είς τον Άδη που επήγες.
Είδα φόβους είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους,
δώστε μου νερό λιγάκι,
να ξεπλύνω το φαρμάκι
της καρδίας των χειλέων ,
και μη ρωτάτε πλέον.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΑΡΤΣΑΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου