Απαγχονισμός των Ελλήνων προκρίτων της Θεσσαλονίκης στο Καπάνι (1821), Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα
Του Γιώργου Ρακκά από το Άρδην τ. 121*
Η εκστρατεία του Μπαϊράμ Πασά για την ολοκληρωτική καταστολή της επανάστασης στη Χαλκιδική διαρκεί αρκετούς μήνες. Χρηματοδοτείται από τα λύτρα και τις διαρπαγές που τελούνται εναντίον των Ελλήνων της Θεσσαλονίκης, που παραμένουν σε ομηρία εντός της πόλης[1]. Στο διάβα του, ο Μπαϊράμ Πασάς θα κατακάψει ελληνικές κωμοπόλεις και χωριά, όπως μας εξιστορεί ο ίδιος σε γράμμα που απέστειλε στον Ιεροδίκη Βεροίας, για να τον διαβεβαιώσει ότι τήρησε με ευλάβεια τον φετβά που είχε εκδοθεί από την Πύλη και καλούσε σε ιερό πόλεμο (τζιχάντ) εναντίον των Ελλήνων:
Οὕτω ἐκτελῶν τὸ ὑψηλὸν αὐτοῦ πρόσταγμα καὶ ἐκκαθαρίζων ἀπὸ τῶν τοιούτων ἀκαθάρτων στοιχείων καὶ βδελυρῶν ἑρπετῶν τὴν περιφερείαν Θεσσαλονίκης, ἐπέδραμον μετὰ τοῦ γενναίου στρατοῦ κατὰ τῶν περιοχῶν Καλαμαριᾶς, Παζαρούδας, Σιδηρόπορτας (Ἱερισσοῦ), Πολυγύρου, Κασσάνδρας, Κίτρους καὶ Κατερίνης, ἔνθα καταπολεμήσας τοὺς ἀπίστους τούτους, ἐξώντωσα καὶ ἀπήλειψα ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς τεσσαράκοντα δύο πόλεις καὶ χωρία αὐτῶν, συνωδὰ δὲ τῷ ἱερῷ Φετβᾷ, αὐτοὺς μὲν τοὺς ἰδίους διεπέρασα ἐν στόματι ρομφαίας, τὰς γυναίκας καὶ τὰ τέκνα των ἐξηνδραπόδισα, τὰ ὑπάρχοντά των τὰ διένειμα μεταξὺ τῶν νικητῶν πιστῶν, τὰς δὲ ἑστίας των παρέδωκα εἰς τὸ πῦρ καὶ τὴν τέφραν κατὰ τρόπον ὥστε φωνὴ ἀλέκτορος νὰ μὴν ἀκούεται πλέον εἰς αὐτάς…[2]
[…]
Έως τα τέλη του 1821, η επανάσταση στη Χαλκιδική έχει επί της ουσίας σβήσει. Ο ίδιος ο Εμμανουήλ Παπάς διαφεύγει προς την Ύδρα από το Άγιο Όρος, με πλοιάριο, αλλά δεν αντέχει τις κακουχίες και την απογοήτευση και πεθαίνει από συγκοπή καθώς το σκάφος πλέει κοντά στο ακρωτήριο του Καφηρέα.
Με την καταστολή της επανάστασης στη Χαλκιδική, ξεκινάει μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα μέτωπο δυτικά της Θεσσαλονίκης, από τον Όλυμπο μέχρι τη Σιάτιστα. Και εκεί παρατηρούνται οι ίδιες ελλείψεις οπλισμού, μειωμένη πειθαρχία και απουσία συντονισμού, όπως και στη Χαλκιδική.
Οι Οθωμανοί όμως έχουν αναδιοργανωθεί: Εφορμούν σε εκστρατεία προς τα δυτικά της Θεσσαλονίκης και, πολύ σύντομα (άνοιξη 1822), η Νάουσα και τα γύρω χωριά παραδίδονται στις φλόγες, χιλιάδες σφαγιάζονται, ενώ πλήθη αιχμαλώτων –μεταξύ των οποίων γυναίκες και παιδιά– πωλούνται στα σκλαβοπάζαρα της Θεσσαλονίκης και των άλλων μεγάλων πόλεων, όπως μας πληροφορεί η γαλλική Le Constitutionnel:
Ο ανελέητος Μουσουλμάνος, βλέποντας ότι οι κάτοικοι της Νάουσας και των άλλων τόπων που βρίσκονται μεταξύ Σερρών και Θεσσαλονίκης δεν παρέδιδαν όλα τους τα όπλα τόσο γρήγορα όσο αυτός τούς το είχε διατάξει, μπήκε με τα στρατεύματά του σ’ αυτήν την περιοχή (διοικητική περιφέρεια) και κατέστρεψε τα πάντα εκεί. Τα χωριά κατεδαφίστηκαν, οι άντρες σκοτώθηκαν, οι γυναίκες και τα παιδιά σύρθηκαν στη σκλαβιά. Οι Έλληνες σε διάφορες περιοχές, σύμφωνα με αυτές τις επιστολές, υπέκυψαν στην επιθυμία των γυναικών και των θυγατέρων (κοριτσιών) τους, και τις έσφαξαν με τα ίδια τους τα χέρια, για να αποφύγουν τη φριχτή μοίρα που τις ετοίμαζαν οι βάρβαροι. Υπολογίζουμε σε μεγαλύτερο από 10.000 τον αριθμό των γυναικών και των παιδιών που υποδουλώθηκαν. Ένα μεγάλο μέρος πουλήθηκε στη Θεσσαλονίκη από 10 ως 15 τουρκικά πιάστρα το κεφάλι. Φαίνεται σίγουρο ότι το Διβάνι [το τουρκικό αυτοκρατορικό συμβούλιο, σημ. δική μου] έδωσε απόρρητες διαταγές να εξοντώσουν όλους τους Έλληνες άνδρες, είτε είχαν πάρει τα όπλα είτε όχι. Ένας Ευρωπαίος πρόξενος μάταια απευθυνόταν στον πασά της Θεσσαλονίκης, ζητώντας τουλάχιστον να σωθεί η ζωή των αθώων. Ο πασάς τού απάντησε ότι ο σουλτάνος δεν έκανε παρά χρήση του δικαιώματός του διατάζοντας τη δολοφονία των Χριστιανών, και ότι αυτός έπρεπε να εκτελέσει τις επιθυμίες του[3].
Η Θεσσαλονίκη μεταβάλλεται τώρα σε ανοιχτό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκεί μεταφέρονται οι αιχμάλωτοι, βασανίζονται, εκτελούνται, ή πωλούνται σαν σκλάβοι. Όσοι γλυτώνουν, φεύγουν πρόσφυγες για τα νησιά των Βορείων Σποράδων και την Πελοπόννησο[4].
Ως απόρροια του γενικότερου χαλασμού, το ελληνικό στοιχείο στη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία συρρικνώνεται δραματικά, ο πλούτος του λεηλατείται, η οικονομική του θέση τσακίζεται βάναυσα. Σε ό,τι αφορά στην πόλη της Θεσσαλονίκης, ο Ευάγγελος Χεκίμογλου εκτιμά ότι ο ελληνικός πληθυσμός υπέστη μείωση κατά 40-60%[5].
Σε ένα οθωμανικό έγγραφο που δημοσιοποίησε ο Ιωάννης Κ. Βασδραβέλλης, στο έργο του Η Θεσσαλονίκη κατά τον αγώνα της ανεξαρτησίας (1946), και το οποίο φέρει την ημερομηνία 5 Ραμαζάν 1240 (Ιούλιος 1825) διαβάζουμε:
Ἐκ τῶν εἰς τὸν καζᾶν τὴς ἕδρας Θεσσαλονίκης ἐπιβαλλομένων φόρων καὶ λοιπῶν συνεισφορῶν, ἐπλήρωνον ἀνέκαθεν τὸ μὲν ἕν τρίτον οι ἑβραῖοι, τὰ δὲ δύο τρίτα ἡ ὁμὰς τὼν ἑλλήνων. Καίτοι τὸ μέτρον τοῦτο ἦτο καταφανῶς ἄδικον διὰ τοὺς ἕλληνας, ἐν τούτοις ἕνεκα τοῦ μεγαλυτέρου πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως ἀριθμοῦ αὐτῶν καὶ τῆς εὐημερίας των, εἶχον ἀναμφιβόλως τὴν δύναμιν νὰ πληρώνουν τοὺς φόρους των καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν εἶχον προβῆ εἰς διαμαρυρίαν τινά. Ἤδη ὅμως ἕνεκα τῆς ἐλαττώσεως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἑλλήνων ραγιάδων καὶ τῆς οἰκονομικῆς αὐτῶν καχεξίας, εἶναι ἀδύνατον νὰ πληρώσουν ὡς καὶ πρότερον τοὺς φόρους των. Οἱ ἑβραῖοι ὅμως εἶναι καταφανῶς τετράκις καὶ πεντάκις περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἕλληνας ραγιάδες…[6]
Η ανατροπή της δημογραφικής σύνθεσης της Θεσσαλονίκης, μέσα από τον χαλασμό των ετών 1821, 1822, είναι ξεκάθαρη. Ωστόσο, δεν πρόκειται για ένα αποτέλεσμα που έφερε η ίδια η δυναμική της πολεμικής αντιπαράθεσης, αλλά για προσχεδιασμένη πολιτική εκ μέρους των Οθωμανών. Τα φιρμάνια που καταφθάνουν από την Πύλη αναφέρονται συστηματικά στη δέουσα απάντηση που θα πρέπει να έχει οποιαδήποτε επαναστατική κίνηση εκ μέρους των Ελλήνων:
…ὡς τυγχάνει γνωστὸν τοῖς πᾶσι, ἡ πανοῦργος συνωμοσία καὶ ἡ προδοσία τὴν ὁποίαν ἡ κακοποιὸς φυλὴ τῶν Ἑλλήνων ἐσχεδίασε καὶ ὅλως πεπλανημένως ἠθέλησε νὰ διαπράξη κατὰ τοῦ ὑψηλοῦ μωαμεθανικοῦ κράτους καὶ τοῦ ὡς ἐπίκλησιν τὸ μπεσμελὲ ἔχοντας μουσουλμανικοῦ ἔθνους, ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν λαμβάνει διαστάσεις. [ ] ἐπιβάλλεται ὅπως προφυλαχθοῦν δεόντως τὰ ἐν τῆ περιφερείᾳ τοῦ καζᾶ Θεσσαλονίκης κείμενα χωρία τῶν χερσονήσων Ἁγίου Ὄρους καὶ Κασσάνδρας καὶ τοῦ μεταλλείου Μαντεμοχωρίων, ἔνθα ὁ πληθυσμὸς τῶν ραγιάδων εἶναι μέγας… Ἐὰν ἐγίνετο αἰσθητὴ καὶ ἡ παραμικρὰ κίνησις τῶν ραγιάδων, νὰ προσέξητε ὅπως κτυπήσετε αὐτοὺς ἀμέσως, ἐξανδραποδίσητε τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα των καὶ λαφυραγωγήσητε τὰς περιουσίας των καὶ τα ὑπάρχοντά των, πυρπολήσητε δὲ τὰς οἰκίας των…[7]
[…]
Λησμονημένη εθνοκάθαρση;
Στις 6 Ιουνίου του 1822, σε αναφορά του, ο Γάλλος πρόξενος της Θεσσαλονίκης Bottu, αναλύει το σκεπτικό του νέου στρατιωτικού διοικητή της Θεσσαλονίκης Αμπού Λουμπούτ, του «ροπαλοφόρου», για την καταστολή της ελληνικής Επανάστασης:
Ο πασάς εφαρμόζει συστηματικά ένα σύστημα λεηλασίας των Ελλήνων. Γνωρίζει ότι η ξαφνική άνοδος του πλούτου και της εργατικότητάς τους, καθώς και η μεγάλη επιρροή που είχαν αποκτήσει στο εσωτερικό της Τουρκίας, τους είχε εμπνεύσει ως έθνος την ιδέα της απελευθέρωσής τους, και την ίδια στιγμή τους παρείχε τα μέσα και τη φιλοδοξία ώστε να την επιχειρήσουν. Με το να τους καταστρέψει, θέλει, λοιπόν, να σύρει πίσω την Ελλάδα στην υπακοή, που από εδώ και πέρα θα προσομοιάζει με δουλεία, και να της αποστερήσει για πάντα τους πόρους εκείνους που χρησιμοποίησαν με τόσο επικίνδυνο τρόπο εναντίον των Τούρκων. Αυτός είναι ο πραγματικός στόχος των νέων φόρων που επιβάλλονται καθημερινά στις οικογένειες που διαθέτουν ακόμα πλούτο, και οι οποίοι προκαλούν απελπισία και φόβο στις ολιγάριθμες ελληνικές οικογένειες που ακόμα παραμένουν στη Θεσσαλονίκη και τις γύρω πόλεις[8].
Σε αυτό το απόσπασμα, ο Γάλλος πρόξενος περιγράφει με εξαιρετική ενάργεια το σκεπτικό που κρύβεται πίσω από τις τουρκικές αγριότητες. Ο πλούτος και η εργατικότητα των Ελλήνων, ο κεντρικός ρόλος που διαδραμάτιζαν στην εσωτερική ζωή της Τουρκίας, τους ενέπνευσε την ιδέα της απελευθέρωσης. Εκεί ακριβώς στοχεύει και χτυπάει ο κατακτητικός μηχανισμός προκειμένου να «τους σύρει πίσω στην υπακοή, που από εδώ και πέρα θα παρομοιάζει με δουλείa». Λίγο πιο πριν, ο Bottu κάνει λόγο για «μεγάλες καταστροφές που είναι πιθανόν να οδηγήσουν στη γενική εξόντωση»[9]. […]
Η συρρίκνωση του ελληνικού στοιχείου ήταν αποτέλεσμα προγραμματισμού που εντάσσεται στη διοικητική λογική της οθωμανικής εξουσίας, ή μήπως επρόκειτο για ένα ατύχημα, που μεσομακροπρόθεσμα έβλαψε και την ίδια, γιατί της αποστέρησε μια πολύτιμη φορολογική βάση, όπως ισχυρίζεται ο Μαζάουερ; Από τα όσα προηγήθηκαν, θα πρέπει να κλίνουμε προς την πρώτη εκδοχή. Μπορούμε, λοιπόν, να καταλήξουμε σε ένα γενικό σχήμα ερμηνείας των οθωμανικών αντιποίνων του 1821-1822 στη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας.
Όπως είδαμε, η αναγέννηση του ελληνισμού στη Μακεδονία απείλησε τις ισορροπίες που είχαν επιβάλει οι Οθωμανοί από τις αρχές του 16ου αιώνα κι έπειτα. Η Θεσσαλονίκη «περικυκλώνεται» από τον δυναμισμό της ελληνικής παραγωγής, του εμπορίου, τη δημογραφική ανάταξη του πληθυσμού, εξέλιξη που αφήνει το δικό της αποτύπωμα μέσα στην ίδια την πόλη. Το γεγονός, επίσης, ότι ο πληθυσμός των γενιτσάρων αυξάνεται διαρκώς, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι συνιστά ένα αυθόρμητο φαινόμενο, μια και πρόκειται για ένα σώμα που αποτελεί κινητήρα του κατακτητικού καθεστώτος. Άλλωστε, μάλλον καταδεικνύει και αυτό ότι οι «πολυπολιτισμικές» ισορροπίες που η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε εγκαθιδρύσει με τη δημογραφική της μηχανική, κατά τους προηγούμενους αιώνες, απειλούνταν πλέον σοβαρά.
Η κήρυξη της Επανάστασης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την Υψηλή Πύλη. Δεν είναι μόνο τα ένοπλα σώματα, τα οποία υπολείπονται σε οργάνωση και υλικοτεχνική υποδομή από τα αντίστοιχα της Νότιας Ελλάδας. Είναι κυρίως ότι οι προαναφερθείσες μεταβολές απειλούν τους ευρύτερους συσχετισμούς που έχουν εγκαθιδρυθεί στην περιοχή και άρα δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον και τις περιστάσεις ώστε να τίθεται ένα μόνιμο πρόβλημα για τη βιωσιμότητα της οθωμανικής κατοχής. Οι διαταγές που υπάρχουν στο ιεροδικείο Βέροιας, και που προαναφέραμε στην αρχή του κειμένου αυτού, μαρτυρούν τον προγραμματισμό: «ἐὰν ἐγίνετο αἰσθητὴ καὶ ἡ παραμικρὰ κίνησις τῶν ραγιάδων, νὰ προσέξητε ὅπως κτυπήσετε αὐτοὺς ἀμέσως, ἐξανδραποδίσητε τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα των καὶ λαφυραγωγήσητε τὰς περιουσίας των καὶ τα ὑπάρχοντά των, πυρπολήσητε δὲ τὰς οἰκίας των…». Η διαταγή στη συνέχειά της εστιάζει εκεί που το ελληνικό στοιχείο είναι αδιαμφισβήτητα πλειοψηφικό, στα κέντρα όπου εκφράζεται ο οικονομικός και πολιτιστικός του δυναμισμός: Ζητεί, έτσι, δέουσα προσοχή στα «ἐν τῆ περιφερείᾳ τοῦ καζᾶ Θεσσαλονίκης κείμενα χωρία τῶν χερσονήσων Ἁγίου Ὄρους καὶ Κασσάνδρας καὶ τοῦ μεταλλείου Μαντεμοχωρίων, ἔνθα ὁ πληθυσμὸς τῶν ραγιάδων εἶναι μέγας». Υπάρχει, βέβαια, και το αντίστοιχο φιρμάνι που αφορά στα της Νάουσας. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Κ. Βασδραβέλλη:
Στὶς ἀρχὲς τοῦ Ἀπρίλη (1822) ἔφθασε ἀπ’ τὴν Κωνσταντινούπολη Φιρμάνι σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο, γιὰ λόγους πολιτικῆς σκοπιμότητος, διετάσσετο ὁ Βαλῆς τῆς Θεσσαλονίκης νὰ καταλάβη μὲ κάθε θυσία τὴ Νάουσα, νὰ σφάξη ὅλους τοὺς ἄρρενας κατοίκους ἀπὸ 15 ἐτῶν καὶ ἄνω, νὰ ἐξανδραποδίση τὰ γυναικόπαιδα καὶ νὰ κατάσχη ὅλες τις Ἑλληνικὲς περιουσίες[10].
Οι Τούρκοι, με τη βάναυση αντίδρασή τους, σκοπεύουν να εξαλείψουν τα αίτια της Επανάστασης, όχι μόνον τη στρατιωτική της εκδήλωση. Γι’ αυτό επιτίθενται αδιακρίτως στο ελληνικό στοιχείο της περιοχής, με σκοπό να προκαλέσουν τη συρρίκνωσή του. Πράγμα το οποίο εν τέλει πετυχαίνουν, μέσα στα χρόνια 1821-1822, με δεκάδες χιλιάδες θύματα, εκτοπισμένους, αιχμαλώτους και σκλάβους. Για περισσότερο από 25.000 θύματα κάνει λόγο ο Νεχαμά. Η Χαλκιδική και η περιοχή του καζά Θεσσαλονίκης αδειάζουν, όπως αδειάζει και η Νάουσα. Για 10.000 σκλάβους μιλούν οι γαλλικές εφημερίδες, ως αποτέλεσμα της εκστρατείας του Αμπού Λουμπούτ εναντίον της Νάουσας, την άνοιξη του 1822. Άλλοι 4.000 αναφέρονται από την εκστρατεία της Χαλκιδικής, τον Οκτώβριο του προηγούμενου χρόνου. Αν και μένει ακόμα να υπάρξει μια αξιόπιστη στατιστική εκτίμηση βάσει των διαθέσιμων πηγών, είναι σαφές πως οι απώλειες του ελληνικού στοιχείου ξεπερνούν τις αρκετές δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων.
Το πρόβλημα της κεντρικής Μακεδονίας, λοιπόν, «λύνεται» στα πρώτα χρόνια του 1821-1822 κατ’ αυτόν τον τρόπο και εξασφαλίζει την ειρήνευση της περιοχής για τουλάχιστον μέχρι το 1854, οπότε επιχειρείται και πάλι επανάσταση στην Ήπειρο και τη Μακεδονία. Φυσικά, με το πέρας των στρατιωτικών επιχειρήσεων, και ενώ ο καζάς της Θεσσαλονίκης, η Χαλκιδική, και η περιοχή της Νάουσας έχουν καταστραφεί ολοσχερώς, το ίδιο το οθωμανικό κράτος έρχεται αντιμέτωπο με τις παράπλευρες απώλειες της ίδιας του της στρατηγικής.
Αφού έχει πετύχει τους στόχους του, λοιπόν, διατάσσει επάνοδο στην κανονικότητα. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Βασδραβέλλη, μετά τον χαλασμό και της Νάουσας, ο Αμπού Λουμπούτ επιχειρεί επάνοδο στην κανονικότητα: διέταξε να ανοίξουν τα εμπορικά καταστήματα, να αποτραπεί οποιαδήποτε επανάληψη των αντιποίνων, απαγόρευσε τα ταξίδια στο ελληνικό στοιχείο (για να προλάβει τη φυγή τους), ζήτησε και πέτυχε να εκδοθεί φιρμάνι από την Πύλη[11] που όριζε την επιστροφή όσων είχαν καταφύγει προς τις Σέρρες και τη Ζίχνη για να γλυτώσουν, «διότι ἡ οἰκονομικὴ ζωὴ εἶχε κλονισθῆ, ἰδίως δὲ ἡ καλλιέργεια τῆς γῆς εἶχεν ἐγκαταλειφθῆ ἀπὸ τοὺς ἐναπομείναντας Ἕλληνας ἀγρότας». Φαίνεται πως, μετά τον χαλασμό, είχε έρθει η στιγμή για να κατισχύσει η οικονομική αναγκαιότητα για τη συντήρηση μιας ικανής φορολογικής βάσης.
Προφανώς, η συρρίκνωση του ελληνικού στοιχείου θα επηρεάσει σημαντικά τις μετέπειτα εξελίξεις στον μακεδονικό χώρο. Η όλη κάμψη του ελληνικού δυναμισμού, επίσης, τροποποιεί μακροχρόνια τους συσχετισμούς και άρα καθιστά ακόμα πιο δύσκολες τις αναζωπυρώσεις του εθνικοαπελευθερωτικού εγχειρήματος στα εδάφη της Κεντρικής Μακεδονίας. Με τα λόγια του Απόστολου Βακαλόπουλου:
Εκτός από τις άλλες της επιπτώσεις η επανάσταση της Μακεδονίας είχε σημαντικές συνέπειες και στην δημογραφική σύνθεση του πληθυσμού της, κυρίως στις περιοχές όπου σημειώθηκαν στασιαστικά κινήματα. Πραγματικά, όχι μόνο οι φόνοι και οι εξανδραποδισμοί, αλλά και οι μετακινήσεις ολόκληρων πληθυσμών…εξασθένισαν την αριθμητική δύναμη του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας… Στα κενά που δημιουργούνται εισρέουν είτε μουσουλμάνοι… είτε Σλάβοι χωρικοί είτε και Εβραίοι[12].
Η ελληνική κοινότητα της Θεσσαλονίκης θα αρχίσει να ορθοποδεί μετά τα τέλη του 1870, ενώ οι εθνοτικοί συσχετισμοί στο εσωτερικό της πόλης έχουν επανέλθει στην επιθυμητή για την οθωμανική διακυβέρνηση «ισορροπία». Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας θα πρέπει να περιμένει μέχρι την αυγή του επόμενου αιώνα ώστε να συντελεστεί, με τον Μακεδονικό Αγώνα και την εποποιία των Πρώτων Βαλκανικών Πολέμων.
[1] Ο Ευάγγελος Χεκίμογλου εξιστορεί πως ο Μαχμούτ Εμίν, ο επονομαζόμενος και Λουμπούτ («ροπαλοφόρος»), στράφηκε δυο φορές προς τη διαρπαγή ελληνικών περιουσιών εντός της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να διασφαλίσει πόρους για τις εκστρατείες του στην ευρύτερη περιφέρειά της, αλλά και προς τη Νάουσα. Ευάγγελος Αχ. Χεκίμογλου, Το «κοινόν της πολιτείας» και οι περιπέτειές του. Ο Χριστιανικός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης, πριν, κατά και μετά την Επανάσταση του 1821, Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 29.
[2] Αναφέρεται στο, Αντώνη Θεοδωρίδη, Ἡ δραματική συμβολή τῆς Θεσσαλονίκης
στά γεγονότα τοῦ 1821, 1940.
[3] Le Courrier, Σεπτέμβριος 1822.
[4] Σπύρος Δημ. Λουκάτος, Ο Μακεδονικός και Θρακικός ελληνισμός στον επαναστατικό κατά το 1821 Νότο, Ανάτυπον εκ του Λς΄ Τόμου (1994) του περιοδικού Παρνασσός, Αθήνα 1994.
[5] Ευάγγελος Αχ. Χεκίμογλου, Το «κοινόν της πολιτείας» και οι περιπέτειές του. Ο Χριστιανικός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης, πριν, κατά και μετά την Επανάσταση του 1821… ό.π., σ. 33.
[6] Ιωάννου Κ. Βασδραβέλλη, Η Θεσσαλονίκη κατά τον αγώνα της ανεξαρτησίας, Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1946, σ. 35.
[7] Ό.π., σ. 10.
[8] Athanassios E. Karathanassis, Thessaloniki Pendant La Première Année De la Resurrection Hellénique Vue Par Le Consul Français Bottu: Extraits De sa Correspondance, Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 102-103.
[9] Ό.π., σ. 102.
[10] Ιωάννη Βασδραβέλλη, Η Νάουσα κατά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, Δήμος Ηρωϊκής Πόλεως Ναούσης, Νάουσα 1982, σ. 33.
[11] Ιωάννη Κ. Βασδραβέλλη, Οι Μακεδόνες κατά την επανάστασιν του 1821, ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη 1967, σ. 202.
[12] Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1353-1833, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 606.
*Αποσπάσματα ευρύτερης μελέτης, που περιλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο Λησμονημένη Εθνοκάθαρση: Η Θεσσαλονίκη στον αγώνα του 1821 (Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2021).
1 σχόλιο:
Δικαιώνεται έτσι νομίζω
ο Υψηλάντης
που αλλοιώς είχε σχεδιάσει
τα πολεμικά πράγματα,
γνωρίζοντας καλά τα γεωστρατηγικά δεδομένα μεν...
αλλά που προδόθηκε...τελικά...
γιατί το διακύβευμα ήταν πολύ μεγάλο...
και το κερδος, για την πλευρά των Ρωμηών τεράστιο,
τόσο που... οι πάντες τελικά,
εχθροι και "φίλοι"...
δυσκολεύονταν να το καταπιούν...
πόσο μαλλον...να το χωνέψουν...!
Δημοσίευση σχολίου