Για πολύ καιρό ο Γέροντας Σιλουανός ήταν οικονόμος, υπεύθυνος στα εργαστήρια του μοναστηριού. Σ’ αυτά εργάζονταν κυρίως νεαροί Ρώσοι χωρικοί, που συνήθιζαν να έρχονται στο Όρος για ένα ή δύο χρόνια για να κερδίσουν εργαζόμενοι λίγα χρήματα. Κυριολεκτικά, δεκάρα, δεκάρα τα μάζευαν για να γυρίσουν στα χωριά τους με λίγα χρήματα μήπως και μπορέσουν να βοηθήσουν την οικογένεια τους, να κτίσουν κάποια καλύβα ή ν’ αγοράσουν σιτηρά για να αρχίσουν κάποια καλλιέργεια.
Μια μέρα, οι μοναχοί, που ήταν υπεύθυνοι σε άλλα εργαστήρια στο μοναστήρι, ρώτησαν: «Πάτερ Σιλουανέ, πως συμβαίνει οι άνθρωποι που εργάζονται στα δικά σου εργαστήρια να δουλεύουν τόσο καλά αφού ποτέ δεν τους επιβλέπεις, ενώ εμείς ξοδεύουμε τον καιρό μας να τους παρακολουθούμε και παρόλα αυτά εκείνοι διαρκώς προσπαθούν να μας εξαπατήσουν;»
Ο Γέροντας Σιλουανός απάντησε:
«Δεν ξέρω. Μπορώ όμως να σας πω τι κάνω σχετικά μ’ αυτό. Έρχομαι το πρωί στο εργαστήρι, αφού προηγουμένως έχω προσευχηθεί για όλους αυτούς τους ανθρώπους. Έρχομαι με την καρδιά μου γεμάτη στοργή και αγάπη γι’ αυτούς, και όταν μπαίνω στο εργαστήρι, η ψυχή μου κλαίει από αγάπη για όλους αυτούς τους ανθρώπους.
Κατόπιν δίνω τις δουλειές που θα κάνει ο καθένας όλη τη μέρα και όσο αυτοί εργάζονται εγώ προσεύχομαι γι’ αυτούς.
«Έτσι περνώ τις μέρες μου», συνέχισε ο Γέροντας, «προσευχόμενος για τον καθένα από αυτούς τους ανθρώπους με τη σειρά για τον ένα μετά τον άλλον. Όταν τελειώσει η μέρα πηγαίνω να τους συναντήσω, τους λέω λίγα λόγια, προσευχόμαστε μαζί και, αυτοί μεν, πάνε να ξεκουραστούν, εγώ δε γυρίζω στο κελί μου να ολοκληρώσω τον κανόνα μου».
Από το βιβλίο: «Μάθε να προσεύχεσαι» Αρχιεπισκόπου Anthony Bloom. Εκδ. Η Έλαφος, σελ.121-122. 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου