".......Φτάσανε στη Βάθεια μια ώρα αργότερα. Πέτρινοι
σιωπηλοί όγκοι, στο χρώμα της γης, τους υποδέχτηκαν από μακριά. Τίποτα
δεν κουνιόταν. Ήταν σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος. Πλησίασαν κι άλλο.
Κανένα παράθυρο δεν φαινόταν ανοιχτό, αν και είχες την εντύπωση πως
δεκάδες μάτια σέρνονταν πάνω σου.
Αν
όμως κοίταζες προσεκτικά, αν παρατηρούσες λίγο πάνω στις πέτρινες
επιφάνειες, θα έβλεπες τόσα πολλά ανοίγματα στα σπίτια-φρούρια που θα τα
έχανες. Τρύπες σύρριζα στη γη, πόρτες που χωρούσαν ένα μικρό παιδί
σκυφτό, χαραμάδες όλων των διαστάσεων, τρύπες που οδηγούσαν σε κρυφές
στέρνες, πορταδέλλες*, θυραδέλια* και πορτάρια*, πολεμότρυπες* και
πετρομάχοι*, παραθύρια και παραθυρότρυπες, ο φονιάς*, η ζεματίστρα* και
χίλια δυο άλλα ονόματα και ανοίγματα που δεν τα έπιανε το μάτι του
περαστικού. Ένας κρυμμένος κόσμος ανάσαινε πίσω απ' όλα αυτά. Όλοι αυτοί
οι άνθρωποι επικοινωνούσαν μεταξύ τους, όχι με λόγια μα με νοήματα, με
τα μάτια, με γκριμάτσες, σε έναν κώδικα άγνωστο στους επισκέπτες.
Περνώντας
τα πρώτα σπίτια του χωριού, ένα τσούρμο πιτσιρίκια πετάχτηκαν μέσα από
αυλές, από πόρτες και πορτάρια και έτρεξαν προς το μέρος τους
φωνάζοντας. Όταν όμως είδαν να έρχονται μαζί με τους δικούς τους και
ξένοι άνθρωποι, σταμάτησαν το τρεχαλητό, έκοψαν τα τσιρίγματα και τους
ακολούθησαν, παρατηρώντας τους από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
Σαν
ξελαχάνιασαν και εξοικειώθηκαν με την παρουσία τους, έφυγαν ξανά μέσα
στα σοκάκια τρέχοντας να προλάβουν τα νέα στους δικούς τους. Δεν
ερχόντουσαν συχνά ξένοι στο χωριό......"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου