Μαλλιά σγουρά που πάνω τους
τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα
και πλάι σου ξαγρυπνούσα.
Φρύδι μου γαϊτανόφρυδο
και κοντυλογραμμένο,
καμάρα που το βλέμμα μου
κούρνιαζε αναπαμένο.
Μάτια γλαρά που μέσα τους
αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού και πάσκιζα
μην τα θαμπώσει δάκρυ.
Χείλι μου μοσκομύριστο
που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα
κι αηδόνια φτερουγίζαν.
(Στήθεια πλατιά σαν τα στρωτά
φτερούγια της τρυγόνας
που πάνωθέ τους κόπαζε
κι η πίκρα μου κι ο αγώνας.
Μπούτια γερά σαν πέρδικες
κλειστές στα παντελόνια
που οι κόρες τα καμάρωναν
το δείλι απ’ τα μπαλκόνια.
Και γώ, μη μου βασκάνουνε,
λεβέντη μου τέτοιο άντρα,
σου κρέμαγα το φυλαχτό
με τη γαλάζια χάντρα.
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο
κι ευωδιαστό μου δάσο,
πώς να πιστέψω η άμοιρη
πως μπόραε να σε χάσω;)
Οι στροφές που βρίσκονται στην παρένθεση δεν έχουν μελοποιηθεί.
2 σχόλια:
Αλοίμονο...
την λαϊκή ψυχή,
πούδωσε την πρώτη ύλη,
-υλικό
πρώτης ποιότητας
γιά χρόνια...
γιά αιώνες... σμιλεμένο με την πίστη μας-
και την έδωσε
απλόχερα, αυτήν
την...ύλη...
την πνευματική...
στον Θεοδωράκη
τον Ρίτσο
τον Μπιθικώτση...
...
κι ενώ με τέχνη έκαναν μ'αυτήν
τραγούδι όμορφο
συνετέλεσαν
κι ετούτοι
ανεπίγνωστα,
μαζί με τίς ορδές τών
συντρόφων τους
παρέα με τον εχθρό τους,
τον αστό
το συνεργάτη τους
και πρωτομάστορα
σ' ετούτο το
άνομο κι
α ν ό σ ι ο
α τ ό π η μ α
να ξεκληρίσουνε
δηλαδή
την ψυχή ετούτου
τού λαού,
όσο ήτανε τούτο δυνατό...
-όσο τούς επιτράπηκε-
...έπιασαν δηλαδή ό,τι ξέφτι
έπιανε το μάτι τους...
και το τραβούσανε
με τρελλή χαρά...
και μανία μεγάλη
...
και ξήλωναν...
και ξήλωναν...
...ποιό θάναι το
καλύτερο
...το ξήλωμα
το εξ αριστερών
η το από τα δεξιά
...
μιμούμενοι το άθλιο... άθλημα
τών λογισμών...
... άθλιοι...
κορυφαίοι...
Συμφωνώ απόλυτα μαζί σας.
Γράφετε πολυ ωραία
Δημοσίευση σχολίου