( Ε΄Κυριακή των Νηστειών).
Ο νεοφανής αυτός φωτεινός αστέρας του στερεώματος της Εκκλησίας γεννήθηκε το 1862 σε πτωχική οικογένεια της Ανατολικής Θράκης. Ήδη από την παιδική του ηλικία, η ανάγνωση των Βίων των
αγίων άναψε στην καρδιά του τον πόθο να ασπασθεί τον μοναχικό βίο·οι γονείς του όμως είχαν άλλα σχέδια: τον υποχρέωσαν να διακόψει το
σχολείο σε ηλικία δώδεκα ετών και να αναλάβει τη διαχείριση ενός μαγαζιού. Παρά τις απειλές της μητέρας του, που του έλεγε: «Αν καλογερέψεις θα πεθάνω!», έφυγε μία ημέρα και, «ωσάν το ελάφι που
τρέχει προς τις πηγές των υδάτων» (πρβλ. Ψαλμ. 41, 1), έφθασε στη Σκήτη της Αγίας Άννης στο Άγιον Όρος. Ο νεαρός δόκιμος επέδειξε μεγάλη αποταγή και πλήρη υπακοή. Μία ημέρα οι συμμοναστές του τού
έδωσαν να φάει ρεβίθια δίχως όμως την ευλογία του Γέροντός του. Είδε τότε έναν δαίμονα να στέκεται μπροστά, να τον περιπαίζει, λέγοντάς
του θριαμβευτικά: «Σε εξαπάτησα!».
Δώδεκα χρόνια αργότερα (1887), μετέβη σε προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και, αφού προσκύνησε τα σεπτά σκηνώματα, εισήλθε
στη Μονή του Αγίου Γεωργίου του Χοζεβά, κοντά στον Ιορδάνη ποταμό, όπου εκάρη μοναχός το 1890. Μετά από μια δεύτερη παραμονή στη Σκήτη της Αγίας Άννης, με σκοπό να τελειοποιηθεί στην αγιογραφία, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και υπηρέτησε επί ένα έτος
στην Πατριαρχική Σχολή των Ιεροσολύμων.
Το 1907, μπόρεσε να αποσυρθεί σε σπήλαιο της Σκήτης της Μονής Χοζεβά, για να επιδοθεί στην ησυχαστική βιοτή. Μόνη του ασχολία ήταν η προσευχή και η αγιογραφία· έτρωγε μόνο μια κουταλιά βρεγμένο σιτάρι την ημέρα και έπινε λίγο νερό από ένα γειτονικό χείμαρρο. Υπό την απειλή των μουσουλμάνων, που λήστευαν και λεηλατούσαν τους τόπους που κατοικούσαν χριστιανοί, υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα (1916) και, αφού διέμεινε στην Πάτμο και σε άλλους τόπους, επέστρεψε στον Άθω.
Μία ημέρα, που βρισκόταν στην Αθήνα για να εφοδιαστεί με υλικά για την αγιογραφία, πληροφορήθηκε ότι τον αναζητούσε ο
μητροπολίτης Πενταπόλεως Νεκτάριος [9 Νοεμ.]. Αμέσως μετέβη στην Αίγινα και παρέμεινε στην υπηρεσία του αγίου Νεκταρίου μέχρι τη
μακαριστή κοίμησή του. Η συναναστροφή του με τον λαμπρό αυτόν άγιο της εποχής μας συνέβαλε τα μέγιστα στην ολοκλήρωση της πνευματικής κατάρτισης του ασκητή Σάββα, ο οποίος διδάχθηκε από
την υπομονή του αγίου στις δοκιμασίες, την ταπεινοφροσύνη του, τις πατρικές συμβουλές του καθώς και από το οσιακό τέλος του, που
συνοδεύτηκε από θαύματα.
Μετά τη σεπτή κοίμηση του αγίου Νεκταρίου, παρέμεινε για ένα διάστημα στην Αίγινα, σ’ ένα κελλί κοντά στη μονή, ως εφημέριος της
αδελφότητος, διδάσκοντας επίσης στις μοναχές αγιογραφία και βυζαντινή ψαλτική. Κάποτε, μετά από περίοδο σαράντα ημερών εγκλεισμού, βγήκε από το κελλί του κρατώντας την πρώτη εικόνα του
αγίου Νεκταρίου και με παρρησία έδωσε εντολή στην ηγουμένη της μονής, παρά τους ανθρώπινους δισταγμούς της, να την τοποθετήσει
μέσα στον ναό για προσκύνηση. Τόσο τελείως πληροφορημένος ήταν εκ Θεού για την αναμφίβολη αγιότητα του αγίου του.
Η συρροή επισκεπτών στη Μονή της Αγίας Τριάδος αποτελούσε ωστόσο εμπόδιο για την ησυχία, την οποία θεωρούσε ως το πλέον ανεκτίμητο αγαθό, οπότε ο ταπεινός Σάββας έφυγε εκ νέου και αποσύρθηκε στη Μονή των Αγίων Πάντων στην Κάλυμνο (1926).
Έκτισε εκεί μια μικρή καλύβη, λίγο υψηλότερα από τη μονή, στο ακριβές σημείο που είχε προείπει ο κτίτορας της μονής πριν εκδημήσει λίγα χρόνια πρωτύτερα. Επί είκοσι δύο χρόνια, ο όσιος Σάββας τελούσε
τακτικά τις ακολουθίες, εξομολογούσε τις μοναχές και κατηχούσε τον λαό, μεριμνώντας ιδιαιτέρως για τις χήρες, τους πτωχούς και τα ορφανά. Τρεφόταν με λίγα κομμάτια πρόσφορο βρεγμένο με λίγο νάμα
ή με αφέψημα δεντρολίβανου. Όταν έφτανε το βράδυ, αφού όλη την ημέρα αγιογραφούσε ή εξομολογούσε, έπαιρνε συχνά μια βαριοπούλα και έσπαγε πέτρες, ώστε, όπως έλεγε, να μη λάβει τροφή χωρίς να έχει
εργαστεί. Δύο ώρες το πολύ παραχωρούσε τον ύπνο για τον ασκητικό εαυτό του, καθισμένος σε μια καρέκλα δίχως ράχη. Όλο τον υπόλοιπο χρόνο τον αφιέρωνε στον Κύριο και στους εν Χριστώ αδελφούς του.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, προσευχόταν όρθιος επί νύχτες ολόκληρες, μεσιτεύοντας υπέρ του λαού· και, όταν τα
εχθρικά αεροπλάνα πετούσαν πάνω από το νησί, έκανε στην επίβουλη κατεύθυνσή τους το σημείο του Σταυρού.
Παρ’ ότι πάνω απ’ όλα αγαπούσε τη φίλη του την ησυχία, έτρεχε αμέσως μόλις τον καλούσαν για να φέρει στους δεινοπαθούντες την παρηγορία του Θεού και για να τους κάνει κοινωνούς του διάπυρου έρωτά του για τον Χριστό. Εξομολογούσε επί ώρες ατελείωτες,
θρηνώντας για τα ανομήματα των πνευματικών του τέκνων και οδηγώντας τα στη χαρά της σωτηρίας. Όταν προσευχόταν, στον ναό ή στο κελλί του, ο τόπος γέμιζε απερίγραπτη ευωδία που απλωνόταν και στα πέριξ.
Η ίδια αυτή ευωδία αναδίδεται ακόμη σήμερα από τον τάφο του αγίου.
Παντελώς ξένος στις οικονομικές μέριμνες, είχε ως αρχή να μην αφήνει ποτέ χρήματα να διανυκτερεύουν κάτω από τη στέγη του και μοίραζε αμέσως ό,τι του έδιναν για τις εικόνες που έφτιαχνε ή για
κάποια ακολουθία που τελούσε. Στους εργάτες που εργάζονταν στην καλύβη του, έλεγε να πάνε μόνοι τους να πάρουν την αμοιβή τους από το συρτάρι που έριχνε φύρδην-μίγδην ό,τι χρήματα λάμβανε αλλά δεν
αποκτούσε.
Προς τα τέλη της επίγειας διαμονής του, ο όσιος του Θεού Σάββας περιήλθε σε κατάστασης έντονης περισυλλογής και κατάνυξης και αποσύρθηκε επί τρεις ημέρες χωρίς να δει απολύτως κανέναν. Κατόπιν
έδωσε τις τελευταίες του συμβουλές για την αγάπη του Χριστού και για την υπακοή στις εντολές Του και, αναλαμβάνοντας ξαφνικά δυνάμεις, χτύπησε τα χέρια του επαναλαμβάνοντας ωσάν ένα άκακο τέκνο της
Βασιλείας του Θεού: «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος!». Μία μοναχή είδε τότε τη ψυχή του αγίου να ανέρχεται στους ουρανούς μέσα σε χρυσή νεφέλη, συνοδευόμενη από ουράνιες μελωδίες (7 Απριλίου
1948).
Όταν το 1957 ανοίχθηκε ο τάφος του, ευωδία απλώθηκε σε όλη την περιοχή μέχρι τις παρυφές της πόλης. Το θείο αυτό γεγονός χαιρετίσθηκε με κωδωνοκρουσίες στη μον ή του καθώς και σε όλους τους ναούς της Καλύμνου. Πολυάριθμα θαύματα επιτελέσθηκαν τότε
και ασφαλώς δεν παύουν να επιτελούνται στον όλβιο τάφο του, χάριν των κατοίκων του νησιού αλλά και των ευλαβών προσκυνητών που έρχονται από μακριά για να λάβουν με πίστη την ευλογία και χάρη του αγίου.
Η αγιοκαταξή του εγινε επίσημα το 1992.
Απλός, ταπεινός και λάθρα βιώσας, ασκητής και άνθρωπος της προσευχής στο ύψος των αρχαίων Πατέρων, ο όσιος πατήρ ημών Σάββας αποτελεί τέλεια εικόνα του αληθινού μοναχού και μεταρσιωμένου λάτρη του Κυρίου, απαράλλαχτη ανά τους αιώνες. Σ’
ένα από τα λιγοστά κείμενά του, γράφει: «Μοναχός είναι εκείνος, ο οποίος πενθεί και κλαίει για τις αμαρτίες του και δεν φροντίζει να σκέφτεται ξένες αμαρτίες, ούτε κατακρίνει κανέναν ούτε οργίζεται με κάποιον, αλλά υπομένει με ευχαριστία κάθε ζημιά και περιφρόνηση πουτου γίνεται, για να έχει παρρησία προς τον Θεό, τον ουράνιο Κριτή και Πατέρα όλων»
[Συναξαριστής Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, μην Απρίλιος.]
1 σχόλιο:
Προς δόξαν Θεού και προς τιμήν του Αγίου Σάββα του εν Καλύμνω, δύο μεγάλα θαύματα που βιώσαμε. Με έσωσε από αλλεργικό σοκ (δεν μπορούσα να αναπνεύσω) με το λαδάκι από την καντήλα του και συγγενή μας από εγκεφαλικό είχε στραβώσει το στοματάκι και με την κορδέλα του αγίου Σάββα (ευλογία από το μοναστήρι) την φορέσαμε στο κεφαλάκι της κι αμέσως το στόμα επανήλθε στη θέση του. Δόξα τω Θεώ! Ευχαριστούμε τον θαυματουργό Άγιο!
Δημοσίευση σχολίου