Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

.Παπα-Φώτης Λαυριώτης, ο «άγιος-αλήτης» της Λέσβου

Ήθελε μοναχούς και μοναχές να ζουν μέσα στην ανεπιτήδευτη απλότητα και αρχοντιά. Έκανε πολλά πράγματα τραβηγμένα για τον καθωσπρεπισμό, τον τρόπο της καλής, ωστόσο δυτικής-ξενόφερτης συμπεριφοράς
Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, στέκεται και κείμενο
Παπά Φώτης Λαυριώτης μια σύγχρονη ασκητική μορφή της εποχής μας

Ο παπα Φώτης είναι γνωστός για την εν Χριστώ «αλητεία” του, έχουν γραφεί πολλά για κείνον ακόμη και ενόσω ζούσε.Πολλοί τον λένε ήδη άγιο. Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για άνθρωπο του Θεού και για μια από τις πιο μινιμαλιστικές μορφές του καιρού μας, όσον αφορά τον τρόπο που κινήθηκε πάνω στη γη. Ξυπόλητος, με ένα τρύπιο ράσο, απεκδυόμενος κάθε ανθρώπινη ανακούφιση και παρηγορία σχετική με το σαρκίο του, με μόνη έγνοια να μαζεύει καλούδια για τους ναούς που έχτιζε και για τους αναγκεμένους που προστάτευε αυτός ο ενδεέστερος, σχεδόν, και αυτής της ένδειας! Παλαβός. Θυμωσιάρης αν του έθιγαν την Ορθοδοξία και αν οι ζωές των ανθρώπων προσέβαλαν το «καθ’ομοίωσιν”. Την φασαρία την είχε στο τσεπάκι του, δίπλα στα χαρτάκια των ονομάτων που μνημόνευε, η περιφρόνηση της βόλεψης του ήταν νόμος και οι πράξεις λατρείας προς τον Θεό ο προσωπικός και μοναδικός δογματισμός του. Τα είχες καλά με τον Κύριο, την Παναγία και τους Αγίους, τα είχες καλά και με τον παπα Φώτη. Γινόσουν επιλήσμων όλων αυτών, μαύρο φίδι που σ’ έφαγε, σταλμένο απ’ τον παπα Φώτη…Δεν είχε όρια αυτός ο κουρελής παππάς, δεν είχε συμβατικές υποχρεώσεις του κόσμου τούτου.
Συχνά τον συναντούσε κανείς καθισμένο στα σκαλοπάτια έξω από κάποια αυλόπορτα να ξαποστάζει, διαβάζοντας ένα πνευματικό βιβλίο, γράφοντας με τα χαρακτηριστικά ολοστρόγγυλα μεγάλα γράμματά του, σημειώσεις καί νουθεσίες που ύστερα τις μοίραζε σε όποιον συνάνθρωπό του τον φώτιζε ο Θεός, δεχόμενος λίγο ψωμί, λίγο νερό από κάποια ευσεβή γειτόνισσα, δίνοντας με την καρδιά του την ευχή του Κυρίου. Περπατούσε ώρες πολλές χαμογελώντας, επιτιμώντας τους ανθρώπους για τα παράλογα που έβλεπε μέσα στο κόσμο της αμαρτίας, διδάσκοντας τον καθένα με ωφέλιμα απλοϊκά λόγια. Δίδασκε το Ευαγγέλιο με την ίδια τη ζωή του. Μαζεύοντας τουβλάκια, μικρά μάρμαρα και ότι άλλο θα χρησίμευε για την κατασκευή του αγαπημένου του ονείρου, του ναού του Αγίου Λουκά. Παροτρύνοντας τους ανθρώπους να εκκλησιάζονται, να ωθούν τα παιδιά τους προς την Εκκλησία, τις γυναίκες να ντύνονται σεμνά ειδικά όταν εισέρχονται στον οίκο του Θεού, την Εκκλησία και να μην παραμορφώνονται «σαν φαντάσματα» από τις προκλητικές συνήθειες της μόδας. Τους ευτραφείς, τους παρομοίαζε χαριτολογώντας με κάποια συμπαθή ζώα, παρακινώντας τους να εγκρατεύονται στην τροφή. Περνούσε από στέκια νέων και με νεύματα όλο νόημα προσπαθούσε να τους δείξει ότι η σωτηρία της ψυχής είναι ο ανώτερος σκοπός του ανθρώπου και όχι οι πλάνες και οι ματαιότητες στις οποίες ξεπέφτουν οι άνθρωποι. Όταν ο δρόμος του διερχόταν μπροστά από εστιατόρια και έβλεπε ανθρώπους να καταλύουν σε νηστίσιμες περιόδους, τους υπενθύμιζε ότι είναι αμαρτία να μην τηρούν την ευλογημένη νηστεία.
Καταπολεμούσε την πνευματική αδιαφορία. Τα λόγια του πολλές φορές ήταν σκληρά σα «μαχαιριές», όμως κανείς δεν διαμαρτυρόταν. Όλοι σεβόντουσαν απόλυτα τις συμβουλές του. Ιδίως επιτιμούσε την γύμνια και τους Ιερείς που εκτελούσαν αμελώς τα ιερατικά τους καθήκοντα και δεν ενδιαφερόταν για το ποίμνιό τους. Έλεγε συχνά με πολλή ταπείνωση ότι για τα διαζύγια των ζευγαριών φταίνε οι Ιερείς γιατί δεν διαβάζουν όλες τις ευχές όταν τελούν το μυστήριο του γάμου. Τον απογοήτευε η αίρεση και το σχίσμα από την Αλήθεια της Ορθοδοξίας. Δεν δεχόταν ότι είναι δυνατόν να μας έχει δωρίσει ο Θεός την αιωνιότητα, την Βασιλεία Του, και εμείς οι άνθρωποι με υπέρμετρο φανατισμό να διαιρούμαστε για 13 ημέρες, ή επειδή οι δαίμονες πλανούν κάποιους κακοπροαίρετους!
Όποιος είχε την ευλογία να τον συνοδέψει έστω και για λίγο σε κάποια περιπλάνησή του και κατάφερνε να μείνει σιωπηλός, «κρυφάκουγε» την γεμάτη αγάπη προσευχή του που έβγαινε μέσα απ’ την καρδιά του. Η αγαπημένη του φράση που τον «πρόδινε» ήταν το «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε», δείγμα του πόσο υπεραγαπούσε την Παναγία μας. Το να τον συντροφεύει κανείς ήταν μια ευχάριστη πνευματική εμπειρία. Δεν δίσταζε ακόμα και να τραγουδήσει παλιά παραδοσιακά όμορφα και σπάνια τραγούδια. Για να ευχαριστήσει τους επισκέπτες του, έβγαζε ένα μάτσο από διάφορα χριστιανικά έντυπα, χάρτινες εικόνες, ή ακόμα και φωτογραφίες του, όταν ήταν νεότερος και τις έδινε για ευλογία. Ως άλλος Άγιος Πατροκοσμάς, επισκεπτόταν την πόλη και όλα τα χωριά του νησιού, αλλά και πολλά μέρη της Ελλάδας που τον ήξεραν και τον υπεραγαπούσαν. Κήρυττε βρωντοφωνάζοντας και καυτηριάζοντας όσα έβλεπε ότι εμπόδιζαν τους ανθρώπους στο να επιτύχουν τη σωτηρία τους. Παντού είχε γνωστούς ανθρώπους που τον αγαπούσαν και τον φιλοξενούσαν. Στα λεωφορεία ή στα πλοία που χρησιμοποιούσε όταν μετακινιόταν, κανείς δεν του έπαιρνε χρήματα. Και μόνο η απλοϊκή, ασκητική του παρουσία έπειθε τον κόσμο ότι ήταν Άνθρωπος του Θεού. Πολλές φορές η ιδιορρυθμία του χαρακτήρα του σε διάφορα θέματα, εξηγιόταν ως δείγμα σαλότητας. Αρκετοί τον θεωρούσαν ότι ήταν Σαλός διά τον Χριστό! Η σκληρότητά του, «μπερδεμένη» με μια υπέρμετρη καλοσύνη οδηγούσε σ’ αυτό το συμπέρασμα.
Ως τα βαθιά γεράματά του, παρά την ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε, δεν ξεχνούσε την νηστεία. Νήστευε αυστηρά ακόμα και το λάδι, θέλοντας να ζει ασκητικά, καθηλωμένος και ανήμπορος στο μικρό κρεβατάκι του. Υποβασταζόμενος πλησίαζε πάντα τελευταίος το Άγιο Ποτήριο και κοινωνούσε τον Χριστό. Τα καλοκαίρια ερχόταν στη γενέτειρά του, στα Πάμφιλα όπου τον φρόντιζαν οι γυναίκες σε μια καμαρούλα, όπως και τον χειμώνα στην Αθήνα όπου τον διακονούσε με υπέρμετρη αγάπη η κυρία Σοφία. Ο νούς του ήταν πώς θα μεταβεί στον αγαπημένο του τόπο, στον Άγιο Λουκά, να δεί σε τι κατάσταση βρισκόταν η Εκκλησία, πόσο προχώρησε η Αγιογράφηση. Εκεί, ξεδίπλωνε μια μεγάλη κόλα αναφοράς γεμάτη με ονόματα νηπίων και παίδων Μαρτύρων που Αγίασαν, δίνοντας εντολές να αγιογραφηθούν πάραυτα!
Υπεραγαπώντας την Ορθοδοξία και την πατρίδα του την Ελλάδα, ο παπά Φώτης εκοιμήθη εν Κυρίω στις 5 Μαρτίου 2010, ημέρα Παρασκευή Γ΄ Εβδομάδας των νηστειών.
 

Εκοιμήθη ο παπα – Φώτης

από την εφημερίδα «ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ» Μυτιλήνης, 6-3-2010
Μια ιερή φυσιογνωμία που ήταν γνωστή σε όλο το νησί, έκλεισε τα μάτια της σε ηλικία 98 χρόνων. Τη φιγούρα του σκυφτού παπα – Φώτη, δεν θα βλέπουμε πια να περιπλανιέται στους δρόμους, στα λαγκάδια και στα βουνά μας. Τώρα πια θ’ αλωνίζει στα μονοπάτια των Ουρανών κοντά στους αγγέλους, που πάντα ήξερε πώς να τους μιλά. Άνθρωπος ευσεβής, καλοκάγαθος, που είχε μάθει να προσφέρει από το υστέρημα του. Ολιγαρκής, μακριά από τις πονηριές και την υποκρισία του κόσμου. Μακριά από τα υλικά – φθαρτά και περιττά. Μακριά από τη λαιμαργία που προκαλεί ο πλουτισμός. Ο βίος του μοναχικός, δημιουργικός, φιλεύσπλαχνος. Γεννημένος το 1912 στα Πάμφιλα, ο Λαυριώτης Φ. Σαρδέλλης -κατά κόσμον – (αφού ασκήτευσε στη μονή της Αγ. Λαύρας) χειροτονήθηκε Διάκος στις 16 Νοεμβρίου του ’36 και ιερέας στις 5 Ιουνίου ’44, ενώ δύο χρόνια αργότερα έγινε Αρχιμανδρίτης. Το 1950 υπηρέτησε ως εφημέριος στον Τρύγωνα Πλωμαρίου όπου και έχτισε την εκκλησία του Αγ. Αντωνίου και συνταξιοδοτήθηκε το 1992.
Αργότερα έχτισε το εκκλησάκι του Αγ. Λουκά, σχεδόν με τα χέρια του, αφού ο ίδιος κουβαλούσε στους ώμους του μέσα στον τροβά του τις πέτρες. Ένα εκκλησάκι που ανήκει στον Πανάγιο τάφο, αφού ο ίδιος το χάρισε στο Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ και σήμερα αντιμετωπίζει προβλήματα φθοράς που δυστυχώς η Μητρόπολη δεν μπορεί να επέμβει, καθώς δεν βρίσκεται στη δικαιοδοσία της. Η ασκητική του φιγούρα θα είναι στη μνήμη όλων όσων τον γνώρισαν, τον συνάντησαν.
Ευχή όλων μας, η ανάπαυση της ψυχής του εν ειρήνη. Μακάρι το φωτεινό παράδειγμα του παπα – Φώτη να μιμηθούν και άλλοι κληρικοί, διαδίδοντας το λόγο του Κυρίου.

Μύθοι, ανέκδοτα

– Μια Μεγάλη Παρασκευή ο Παπα – Φώτης περνούσε απ’ την Παναγιούδα (χωριό ευρισκόμενο 3χλμ. βορείως της Μυτιλήνης) και είδε κάποιον με την οικογένειά του να τρώνε μπριζολάκια σε μια ταβέρνα. Τον πλησίασε και του έκανε παρατήρηση για το «αιδέσιμον» της ημέρας. Και εκείνος τον αποπήρε με σκαιό τρόπο. Βεβαίως κουβέντα στην κουβέντα, ο Παπα – Φώτης στο τέλος πέταξε τα φαγιά μαζί με το τραπεζομάντηλο, οπότε ο ενοχλημένος οικογενειάρχης σηκώθηκε και τον πλάκωσε στο ξύλο. Ο Παπα – Φώτης υπέμεινε το ξύλο αγόγγυστα, και του είπε φεύγοντας: «Εγώ το ξύλο το ‘φαγα, αλλά και συ δεν πιστεύω να ξαναφάς μπριζόλες Μεγάλη Παρασκευή»!!
– Μετά από μια αγρυπνία σε ναό της Θεσσαλονίκης, κάποιος παπάς του πήρε κατά λάθος το τρύπιο ράσο αφήνοντας στη θέση του το δικό του, καινούριο και ολομέταξο. Όταν το συνειδητοποίησε ο παπα Φώτης έβαλε τα κλάματα σαν μωρό παιδί γιατί το καινούριο ήταν πολύ ζεστό κι αυτός ήθελε το δικό του το δροσερό.
– Όταν μετά από κόπους σαράντα χρόνων τελείωσε τον ναό του αγίου Λουκά, έγινε η πρώτη λειτουργία. Πολύς κόσμος ήταν εκεί. Λίγο προτού βγει για τη μικρή είσοδο αντιλήφθηκε πως είχε ξεχάσει ν’ αφήσει άνοιγμα αριστερά της Ωραίας Πύλης για να περάσει. Πήγε αμέσως, πήρε τον κασμά κι άρχισε να γκρεμίζει το ντουβάρι. Ο κόσμος βγήκε έξω βήχοντας από τη σκόνη, κινδυνεύοντας από τις πέτρες που εκτοξεύονταν.Εκείνος, ήσυχος, μόλις τέλειωσε τη δουλειά του, συνέχισε κανονικά τη Λειτουργία του….
πηγή


Διαβάστε επίσης:Παπα-Φώτης Λαυριώτης, ο «διά Χριστόν σαλός» από τη Μυτιλήνη

Δεν υπάρχουν σχόλια: