Παραδοσιακό
Περιοχή:
Κύπρος Χρήστος Σίκκης
Θεέ μου παντοδύναμε, δοξάζω το όνομά σου,
πάλε ζητώ τη χάρη σου τζε τη βοήθειά σου.
Πρόκειται περί θαύματος, του Αποστόλου Ανδρέα
να το φωνάζω να ‘ακουστεί στη γενεά τη νέα.
Για μια γυναίκαν πο’χασεν, το ακριβών παιδί της
που το’χε για παρηορκάν τζε μέλλον στην ζωήν της.
Είχε δεκατριών γρονών, παιδίν τζι ανάγιωνέντον
τζε Παντελή στο όνομα αυτή ονόμαζέντον.
Μίαν ημέραν έξαφνα, ο Παντελής εχάθει
τζι έβαλεν τη στα βάσανα τζε σε μεγάλα πάθη
Επιάσασειν τον Παντελή, χωρίς κανείς να ξέρει
επήραντον μέσα βαθκιά, στα τουρτζικα τα μέρη.
Ει στα σχολεία στέλνουντον, καλά τον εσπουδάσαν
Κατόπιν Χότζα κάμνουν τον, τζ’υστερα ησυχάσαν.
Τώρα ας τον αφήκουμεν εκεί να τους θκιαβάζει,
τζι ας έρτουμε στην μάναν του που είχε το μαράζει.
Είκοσι γρόνια έκλαιε για τουντην ιστορία
τζι Ανδρέας ο Απόστολος, λυπήθειν τη Μαρία.
«Όμως στην Κύπρον» είπεν της «πρέπει να ξεκινήσεις,
για να ‘ρτεις εις τη χάρη μου, διά να προσκυνήσεις».
Ο Άγιος δοξάζω τον, πως ε’ να τα γιουτίσει
πιάνει τζ’ο Χότζας προς τα ‘κει, στην Κύπρο να γυρίσει.
Αφού εν θέλημα Θεού τζε θαύμαν των Αγίων
φέρνουν τους ράστην τζε τους θκιο, να μπούσι σε ένα πλοίο.
Ο Χότζας άμα τζ’είδεν την, γνώρισε τη Μαρία,
πως ήταν η μητέρα του, βεβαίως η ιδία.
Άψασειν πάνω του φωθκιές, λαμπρά τζε δε βαστάνει,
πάει κοντά της τζε ‘κατσε ευθείς, τζαιρό δε χάνει.
Λαλεί της «Πες μου να χαρείς, ποιον είναι το όνομά σου
τζε ποιον είναι το μέρο σου, σωστό με την καρκιάν σου.»
«Τό όνομά μου» λέγει του, «Με λέγουσιν Μαρία,
τζε η πατρίδα μου σωστά, που την Μικράν Ασία.»
Λαλεί της «Που τα λόγια σου τζε που την ιστορία,
θα ‘χεις παιδί στον πόλεμο, εσύ τζυρά Μαρία»
Αμέσως αναστέναξε τζε έκλαψεν η Μαρία
«Ας ήταν εις τον πόλεμον, Χότζα τζε να τον είδα»
«Πες μου», λαλεί της, «να χαρείς, τα μάδκια τζε το φως σου,
ίσως τζε ξέρω τίποτε τζε πω σου για το γιό σου»
«έχει στο πρόσωπον ελιά τζε εις το στήθος άλλη,
τζε εις τη βούκκαν την δεξιά, δευτερήν πιο μεγάλη»
Λαλεί της «Είναι ζωντανός, ο γιος σου που γυρεύκεις
τζε Παντελής στο όνομα τζυρά αν δεν πιστεύκεις»
Λέει του, «Πες μου να χαρείς αν είδες το παιδί μου
τζε γίνου Αγι’Αρχάγγελος τζε πάρε την ψυχήν μου».
Λαλεί της, «Φερ ‘το χέρι σου, μάνα να το φιλήσω
τζε γλυκοφίλαμε τζε ‘συ, να σου ομολοήσω.»
Αφού εφάνερώθηκεν το θαύμαν του Αγίου
έγινηκεν ανάστατον το πλήρωμα του πλοίου.
Πως ήταν μάνα τζε παιδί, άμα βεβαιωθήκαν,
ούλοι που την συγκίνηση, τα κλάματα λουθήκαν.
Παρασκευήν ή Σάββατο νομίζω του Λαζάρου,
Έφτασαν εις τη Λάρνακα, που ‘χει να ξεμπαρκάρουν.
Μέσα στον ‘Αι Λάζαρο ευτείς τους οδηγήσαν,
τη γρέα τζε τον Παντελή, τζούλοι επροσκυνήσαν.
Μέσα στη Σκάλαν έγινε τότε γιορτή μεγάλην,
που στράφηκεν ο Πάντελης στην πίστην που’τουν πάλι.
Είκοσι γρόνια χασιμιός, σαν να’ταν πεθαμένος
που’ταν από τη μάναν του, μακρά αποχωρισμένος.
Είναι πολλά τα θαύματα, στον κόσμο που γινήκαν
είχε τυφλούς που βλέψασειν τζε το διηγηθήκαν.
Απόστολε Ανδρέα μου, η χάρη σου μεγάλη
που ‘χεις την έκκλησία σου κοντά στο Παραγιάλι.
Απόστολο σ’ανάδειξεν Ο Πλάστης τζε Θεός μου,
δοξάζω σε που βοηθάς τζε με τζ’ολου του κόσμου.
Θεέ μου παντοδύναμε, δοξάζω το όνομά σου,
πάλε ζητώ τη χάρη σου τζε τη βοήθειά σου.
Πρόκειται περί θαύματος, του Αποστόλου Ανδρέα
να το φωνάζω να ‘ακουστεί στη γενεά τη νέα.
Για μια γυναίκαν πο’χασεν, το ακριβών παιδί της
που το’χε για παρηορκάν τζε μέλλον στην ζωήν της.
Είχε δεκατριών γρονών, παιδίν τζι ανάγιωνέντον
τζε Παντελή στο όνομα αυτή ονόμαζέντον.
Μίαν ημέραν έξαφνα, ο Παντελής εχάθει
τζι έβαλεν τη στα βάσανα τζε σε μεγάλα πάθη
Επιάσασειν τον Παντελή, χωρίς κανείς να ξέρει
επήραντον μέσα βαθκιά, στα τουρτζικα τα μέρη.
Ει στα σχολεία στέλνουντον, καλά τον εσπουδάσαν
Κατόπιν Χότζα κάμνουν τον, τζ’υστερα ησυχάσαν.
Τώρα ας τον αφήκουμεν εκεί να τους θκιαβάζει,
τζι ας έρτουμε στην μάναν του που είχε το μαράζει.
Είκοσι γρόνια έκλαιε για τουντην ιστορία
τζι Ανδρέας ο Απόστολος, λυπήθειν τη Μαρία.
«Όμως στην Κύπρον» είπεν της «πρέπει να ξεκινήσεις,
για να ‘ρτεις εις τη χάρη μου, διά να προσκυνήσεις».
Ο Άγιος δοξάζω τον, πως ε’ να τα γιουτίσει
πιάνει τζ’ο Χότζας προς τα ‘κει, στην Κύπρο να γυρίσει.
Αφού εν θέλημα Θεού τζε θαύμαν των Αγίων
φέρνουν τους ράστην τζε τους θκιο, να μπούσι σε ένα πλοίο.
Ο Χότζας άμα τζ’είδεν την, γνώρισε τη Μαρία,
πως ήταν η μητέρα του, βεβαίως η ιδία.
Άψασειν πάνω του φωθκιές, λαμπρά τζε δε βαστάνει,
πάει κοντά της τζε ‘κατσε ευθείς, τζαιρό δε χάνει.
Λαλεί της «Πες μου να χαρείς, ποιον είναι το όνομά σου
τζε ποιον είναι το μέρο σου, σωστό με την καρκιάν σου.»
«Τό όνομά μου» λέγει του, «Με λέγουσιν Μαρία,
τζε η πατρίδα μου σωστά, που την Μικράν Ασία.»
Λαλεί της «Που τα λόγια σου τζε που την ιστορία,
θα ‘χεις παιδί στον πόλεμο, εσύ τζυρά Μαρία»
Αμέσως αναστέναξε τζε έκλαψεν η Μαρία
«Ας ήταν εις τον πόλεμον, Χότζα τζε να τον είδα»
«Πες μου», λαλεί της, «να χαρείς, τα μάδκια τζε το φως σου,
ίσως τζε ξέρω τίποτε τζε πω σου για το γιό σου»
«έχει στο πρόσωπον ελιά τζε εις το στήθος άλλη,
τζε εις τη βούκκαν την δεξιά, δευτερήν πιο μεγάλη»
Λαλεί της «Είναι ζωντανός, ο γιος σου που γυρεύκεις
τζε Παντελής στο όνομα τζυρά αν δεν πιστεύκεις»
Λέει του, «Πες μου να χαρείς αν είδες το παιδί μου
τζε γίνου Αγι’Αρχάγγελος τζε πάρε την ψυχήν μου».
Λαλεί της, «Φερ ‘το χέρι σου, μάνα να το φιλήσω
τζε γλυκοφίλαμε τζε ‘συ, να σου ομολοήσω.»
Αφού εφάνερώθηκεν το θαύμαν του Αγίου
έγινηκεν ανάστατον το πλήρωμα του πλοίου.
Πως ήταν μάνα τζε παιδί, άμα βεβαιωθήκαν,
ούλοι που την συγκίνηση, τα κλάματα λουθήκαν.
Παρασκευήν ή Σάββατο νομίζω του Λαζάρου,
Έφτασαν εις τη Λάρνακα, που ‘χει να ξεμπαρκάρουν.
Μέσα στον ‘Αι Λάζαρο ευτείς τους οδηγήσαν,
τη γρέα τζε τον Παντελή, τζούλοι επροσκυνήσαν.
Μέσα στη Σκάλαν έγινε τότε γιορτή μεγάλην,
που στράφηκεν ο Πάντελης στην πίστην που’τουν πάλι.
Είκοσι γρόνια χασιμιός, σαν να’ταν πεθαμένος
που’ταν από τη μάναν του, μακρά αποχωρισμένος.
Είναι πολλά τα θαύματα, στον κόσμο που γινήκαν
είχε τυφλούς που βλέψασειν τζε το διηγηθήκαν.
Απόστολε Ανδρέα μου, η χάρη σου μεγάλη
που ‘χεις την έκκλησία σου κοντά στο Παραγιάλι.
Απόστολο σ’ανάδειξεν Ο Πλάστης τζε Θεός μου,
δοξάζω σε που βοηθάς τζε με τζ’ολου του κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου