ΤΟ ΟΛΕΘΡΙΟ πάθος της μνησικακίας απογυμνώνει τήν ψυχή άπό τή θεία Χάρι κι' αφήνει πτώμα οικτρό και τόν πιό ενάρετο άνθρωπο. Νά τι διαβάζομε στά παλαιά μαρτυρολόγια της Εκκλησίας μας:
"Ενας ευσεβής χριστιανός νέος, ό Νικηφόρος, ζοΰσε σέ κάποια πόλι της Ανατολής στά χρόνια τοΰ Αύτοκράτορος Ούαλεριανού. Στήν ίδια πόλι έμενε καί κάποιος ζηλωτής χριστιανός Ιερεύς, ό Σαπρίκιος. Οί δυό τους είχαν συνδεθή μέ στενή, πολύ στενή πνευματική φιλία. Ό Νικηφόρος, σάν νεώτερος, έσέβετο και ύπήκουε τόν Σαπρίκιο. Εκείνος πάλι αγαπούσε και συμβούλευε τό νέο. Άλλ' ό διάβολος, πού φθονεί κάθε καλό, έσπειρε ζιζάνια ανάμεσα τους καί διέλυσε τήν ωραία φιλία τους. Ό Σαπρίκιος, ξεχνώντας πώς ήταν υπηρέτης τοϋ πράου καί άνεξίκακου Ίησοϋ, τόσο πολύ έμίσησε τόν Νικηφόρο, πού δεν ήθελε νά τόν ιδή στά μάτια του. Πολλές φορές ό αγαθός νέος προσπάθησε νά πλησίαση τόν παλιό του φίλο γιά νά τοΰ ζητήση συγγνώμη. Έβαλε κι' άλλους μεσίτες γιά νά συνδιαλλαγοϋν. Μά ολα πήγαιναν χαμένα μπροστά στήν πείσμονα άρνησι τοΰ Ιερέως.
Ακριβώς τότε ξέσπασε διωγμός μεγάλος εναντίον των χριστιανών σ' όλη τήν Ανατολή. Μεταξύ των πρώτων, στήν πατρίδα τοϋ Νικηφόρου καί τοΰ Σαπρικίου, έπιασαν τόν Ιερέα Σαπρίκιο καί τόν βασάνισαν γιά ν' άρνηθή τήν πίστι του και νά θυσιάση στά είδωλα. Στήν αρχή εκείνος ύπέμεινε μέ γενναιότητα τά μαρτύρια, ώμολόγησε μέ θάρρος τήν άφοσίωσί του στό Χριστό καί τέλος κλείσθηκε στή φυλακή ώσπου ν' άποφασίση ό Έπαρχος της πόλεως του μέ πιό τρόπο θά τόν έθανάτωνε.
Ό Νικηφόρος παρακολουθούσε μέ αγωνία τίς δοκιμασίες τοϋ φίλου του κι' όταν τόν κλείσανε στή φυλακή, έδωσε πολλά χρήματα στό δεσμοφύλακα, γιά να τόν άφήση νά ίδή τόν χριστιανό Ιερέα. Σάν βρέθηκε κοντά του, έπεσε στά πόδια του καί μέ θερμά δάκρυα τόν παρακαλούσε νά συμφιλιωθούν, γιά νά μή χωριστούν γιά πάντα, έχοντας έχθρα μεταξύ τους.
- Συγχώρησέ με, τοΰ έλεγε, έγώ φταίω γιά όλα.
Μά ό Σαπρίκιος, πράγμα πού δέν περίμενε κανείς σέ τέτοιες εξαιρετικές στιγμές, έμεινε ψυχρός σάν μάρμαρο κι' ασυγκίνητος σάν πέτρα στά παρακάλια τοΰ φίλου του κι' οΰτε βλέμμα καταδέχτηκε νά τοΰ ρίξη. Ό Νικηφόρος έφυγε συντριμμένος από την ακατανόητη στάσι τοΰ Ιερέως.
Τέλος, αποφασίστηκε ν' αποκεφαλιστή ό Σαπρίκιος μέ ξίφος. Οί δήμιοι τόν οδηγοΰσαν στον τόπο της εκτελέσεως κι' ό Νικηφόρος ακολουθούσε άπό πίσω, ικετεύοντας γιά συνδιαλλαγή. Έτρεμε στή σκέψι πώς σέ λίγο ό φίλος του θά περνούσε στην αιωνιότητα, ενώ θά τους έχώριζε ένα αγεφύρωτο χάσμα μίσους. Ό Σαπρίκιος όμως έξακολουθούσε νά μένη σκληρός, σάν γρανίτης.
Όταν έφτασε ή μεγάλη τιμή, πού ό όμολογητής θά κέρδιζε πιά τό στεφάνι τής νίκης καί τ' όνομα του θά γραφόταν ανάμεσα στά ονόματα τών ενδόξων μαρτύρων, ή θεία Χάρις τόν εγκατέλειψε. Καθώς ό δήμιος σήκωνε τό ξίφος γιά νά τοΰ κόψη τό κεφάλι, ό Σαπρίκιος ξαφνιάστηκε σάν νά ξύπνησε άπό βαθύ λήθαργο. Τρομαγμένος, ρώτησε γιά ποιο λόγο τόν είχαν δεμένο.
- Είσαι καταδικασμένος σέ θάνατο, τοΰ είπε παραξενεμένος ό δήμιος, πού γιά πρώτη φορά έτυχε στά χέρια του χριστιανός νά δειλιάζη μπροστά στό ξίφος, γιατί αρνήθηκες νά
θυσιάσης στους θεούς τής πολιτείας.
- Θυσιάζω! τόλμησε νά ξεστομίση ό άρνητής.
Ό Νικηφόρος, πού με ψυχική αγωνία είχε παρακολουθήσει όλη εκείνη τήν απίστευτη σκηνή πού τόσο γρήγορα ξετυλισσόταν μπροστά του κι' έβλεπε θείο "Αγγελο νά περιμένη γιά νά στεφάνωση τόν μάρτυρα, μπήκε στή μέση καί φώναξε στό δήμιο:
Ό Ίησοΰς θέλει σήμερα ένα μάρτυρα κοντά Του. Εϊμαι χριστιανός. Αποκεφάλισε με.
Τή θέσι τοΰ Σαπρικίου στό μαρτύριο, τήν πήρε ό "Αγιος Νικηφόρος, ενώ σ' εκείνον τόν μνησίκακο προστέθηκε καί της αρνήσεως τό στίγμα.
(«Συγχωρητικότητα» πίνακας του Τιερύ Ονά)
"Ενας ευσεβής χριστιανός νέος, ό Νικηφόρος, ζοΰσε σέ κάποια πόλι της Ανατολής στά χρόνια τοΰ Αύτοκράτορος Ούαλεριανού. Στήν ίδια πόλι έμενε καί κάποιος ζηλωτής χριστιανός Ιερεύς, ό Σαπρίκιος. Οί δυό τους είχαν συνδεθή μέ στενή, πολύ στενή πνευματική φιλία. Ό Νικηφόρος, σάν νεώτερος, έσέβετο και ύπήκουε τόν Σαπρίκιο. Εκείνος πάλι αγαπούσε και συμβούλευε τό νέο. Άλλ' ό διάβολος, πού φθονεί κάθε καλό, έσπειρε ζιζάνια ανάμεσα τους καί διέλυσε τήν ωραία φιλία τους. Ό Σαπρίκιος, ξεχνώντας πώς ήταν υπηρέτης τοϋ πράου καί άνεξίκακου Ίησοϋ, τόσο πολύ έμίσησε τόν Νικηφόρο, πού δεν ήθελε νά τόν ιδή στά μάτια του. Πολλές φορές ό αγαθός νέος προσπάθησε νά πλησίαση τόν παλιό του φίλο γιά νά τοΰ ζητήση συγγνώμη. Έβαλε κι' άλλους μεσίτες γιά νά συνδιαλλαγοϋν. Μά ολα πήγαιναν χαμένα μπροστά στήν πείσμονα άρνησι τοΰ Ιερέως.
Ακριβώς τότε ξέσπασε διωγμός μεγάλος εναντίον των χριστιανών σ' όλη τήν Ανατολή. Μεταξύ των πρώτων, στήν πατρίδα τοϋ Νικηφόρου καί τοΰ Σαπρικίου, έπιασαν τόν Ιερέα Σαπρίκιο καί τόν βασάνισαν γιά ν' άρνηθή τήν πίστι του και νά θυσιάση στά είδωλα. Στήν αρχή εκείνος ύπέμεινε μέ γενναιότητα τά μαρτύρια, ώμολόγησε μέ θάρρος τήν άφοσίωσί του στό Χριστό καί τέλος κλείσθηκε στή φυλακή ώσπου ν' άποφασίση ό Έπαρχος της πόλεως του μέ πιό τρόπο θά τόν έθανάτωνε.
Ό Νικηφόρος παρακολουθούσε μέ αγωνία τίς δοκιμασίες τοϋ φίλου του κι' όταν τόν κλείσανε στή φυλακή, έδωσε πολλά χρήματα στό δεσμοφύλακα, γιά να τόν άφήση νά ίδή τόν χριστιανό Ιερέα. Σάν βρέθηκε κοντά του, έπεσε στά πόδια του καί μέ θερμά δάκρυα τόν παρακαλούσε νά συμφιλιωθούν, γιά νά μή χωριστούν γιά πάντα, έχοντας έχθρα μεταξύ τους.
- Συγχώρησέ με, τοΰ έλεγε, έγώ φταίω γιά όλα.
Μά ό Σαπρίκιος, πράγμα πού δέν περίμενε κανείς σέ τέτοιες εξαιρετικές στιγμές, έμεινε ψυχρός σάν μάρμαρο κι' ασυγκίνητος σάν πέτρα στά παρακάλια τοΰ φίλου του κι' οΰτε βλέμμα καταδέχτηκε νά τοΰ ρίξη. Ό Νικηφόρος έφυγε συντριμμένος από την ακατανόητη στάσι τοΰ Ιερέως.
Τέλος, αποφασίστηκε ν' αποκεφαλιστή ό Σαπρίκιος μέ ξίφος. Οί δήμιοι τόν οδηγοΰσαν στον τόπο της εκτελέσεως κι' ό Νικηφόρος ακολουθούσε άπό πίσω, ικετεύοντας γιά συνδιαλλαγή. Έτρεμε στή σκέψι πώς σέ λίγο ό φίλος του θά περνούσε στην αιωνιότητα, ενώ θά τους έχώριζε ένα αγεφύρωτο χάσμα μίσους. Ό Σαπρίκιος όμως έξακολουθούσε νά μένη σκληρός, σάν γρανίτης.
Όταν έφτασε ή μεγάλη τιμή, πού ό όμολογητής θά κέρδιζε πιά τό στεφάνι τής νίκης καί τ' όνομα του θά γραφόταν ανάμεσα στά ονόματα τών ενδόξων μαρτύρων, ή θεία Χάρις τόν εγκατέλειψε. Καθώς ό δήμιος σήκωνε τό ξίφος γιά νά τοΰ κόψη τό κεφάλι, ό Σαπρίκιος ξαφνιάστηκε σάν νά ξύπνησε άπό βαθύ λήθαργο. Τρομαγμένος, ρώτησε γιά ποιο λόγο τόν είχαν δεμένο.
- Είσαι καταδικασμένος σέ θάνατο, τοΰ είπε παραξενεμένος ό δήμιος, πού γιά πρώτη φορά έτυχε στά χέρια του χριστιανός νά δειλιάζη μπροστά στό ξίφος, γιατί αρνήθηκες νά
θυσιάσης στους θεούς τής πολιτείας.
- Θυσιάζω! τόλμησε νά ξεστομίση ό άρνητής.
Ό Νικηφόρος, πού με ψυχική αγωνία είχε παρακολουθήσει όλη εκείνη τήν απίστευτη σκηνή πού τόσο γρήγορα ξετυλισσόταν μπροστά του κι' έβλεπε θείο "Αγγελο νά περιμένη γιά νά στεφάνωση τόν μάρτυρα, μπήκε στή μέση καί φώναξε στό δήμιο:
Ό Ίησοΰς θέλει σήμερα ένα μάρτυρα κοντά Του. Εϊμαι χριστιανός. Αποκεφάλισε με.
Τή θέσι τοΰ Σαπρικίου στό μαρτύριο, τήν πήρε ό "Αγιος Νικηφόρος, ενώ σ' εκείνον τόν μνησίκακο προστέθηκε καί της αρνήσεως τό στίγμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου