Ο Μουσαίος ο Γραμματικός ήταν ποιητής που έζησε στα τέλη του 5ου με αρχές του 6ου αιώνα μ.Χ.. Ήταν σύγχρονος ή λίγο μεταγενέστερος του Νόννου τον οποίο και μιμήθηκε στο ύφος της αφήγησης. Διασώθηκε μόνο ένα τμήμα (340 στίχοι) από ένα πολύστιχο αφηγηματικό του ποίημα, το «Τα καθ' Ηρώ και Λέανδρον». Θεωρείται ένα από τα ωραιότερα στο είδος του, παρά τις ελλείψεις του.
Είναι εμπνευσμένο από την παθητική ιστορία του νεαρού Λέανδρου, που κάθε νύχτα πήγαινε να συναντήσει κολυμπώντας στην απέναντι ακτή του Ελλήσποντου την αγαπημένη του Ηρώ. Μία νύχτα όμως, επειδή το λυχνάρι που τον οδηγούσε έσβησε, πνίγηκε. Τον ίδιο θάνατο διάλεξε και η αγαπημένη του, όταν το έμαθε.
Παρά την απλότητά του, το ποίημα είναι γεμάτο από περίτεχνες εκφράσεις.
Ένα ερωτικό ποίημα της εποχής, το Αλφαίος και Αρεθούσα, αποδίδεται επίσης στον Μουσαίο.
Πες μου τον λύχνο, δέσποινα, που είδε κρυφές αγάπες, της νύκτας τον κολυμπητή, που για γαμπρός πρυμίζει, τον γάμο πες τον σκοτεινό, που δεν είδ᾽ η Αυγούλα, και την Σηστό, που της Ηρώς ενυκτογίνη ο γάμος.
5Να κολυμπάει τον Λέανδρον ακούω και μαζί του τον λύχνο τα μηνύματα να λέει της Αφροδίτης, τον καλεστή και στολιστή της νυκτοπαντρεμένης τον λύχνο, τ᾽ αναγάλιασμα των δυο αγαπημένων. Για τα νυκτέρια του έπρεπε μες στ᾽ άστρα να τον πάρει
10ο άγιος θεός και να τον πει «τ᾽ αστέρι των ερώτων»· τι στης αγάπης τους καημούς κι αυτός σύντροφος ήτον και φύλαξε το μυστικό του γάμου του ακοιμήτου προτού φυσήξει ο άνεμος την άπονη πνοή του. Έλα, θεά, τραγούδα μου, να πούμε το ᾽να τέλος 15του λυχναριού που απόσβησε και του παιδιού που εχάθη. Αντικρινές γειτόνισσες Σηστός και Άβυδος ήταν κατάγιαλα. Το τόξο του τάνυσ᾽ επάνω ο Έρως και μες στες χώρες και τες δυο μιαν τόξεψε σαγίτα και μια κορασιάν έκαψε και νιο ένα παλληκάρι. 20Λέανδρο τον ομορφονιό κι Ηρώ την κόρη ελέγαν. Η Ηρώ στην Σηστόν έμενε, στην Άβυδο ο νιος ήτον· άστρα κι οι δυο γλυκόφωτα στες δυο μέσα τες χώρες· άστρα πανόμοια. Μόν᾽ εσύ αν τύχει και περάσεις, ζήτα μου ένα γερόπυργο, που έναν καιρό με λύχνο 25στεκόταν και τον Λέανδρον η Ηρώ ξεπροβοδούσε· ζήτα τ᾽ ολόβογκο στενό της προτινής Αβύδου. Ακόμα μπορεί την θανή να κλαίει του Λεάνδρου! Μα τώρα πώς ο Λέανδρος από την Άβυδό του στον πόθον ήρθε της Ηρώς κι αυτή στον πόθο εδέθη;
Ήτον πεντάμορφη η Ηρώ κι ήτο βασιλοπούλα, και κορασιά λειτούργισσα της Αφροδίτης ήτον· και σ᾽ έναν πύργον έμενε μακριά των γονικών της, γειτόνισσα της θάλασσας, άλλη θεά Αφροδίτη. Από ντροπή δεν έσμιγε ποτέ μ᾽ άλλες γυναίκες, 35ούτ᾽ έστησε χορό όμορφο με τες συνήλικές της, να λείπει από την θηλυκή γλωσσοφαγιά και ζήλια· τι είναι για κάλλη κι ομορφιές ζηλιάρες οι γυναίκες. Συχνά την μεγαλόχαρην εδόξαζε Αφροδίτη κι έταζε και στον Έρωτα και τον καλοκρατούσε 40τι με την μάνα του έτρεμε το φλογερό του τόξο. Μα πάλι δεν εξέφυγε τα πυροκάλαμά του. Της Αφροδίτης μια φοράν ήρθε γιορτή μεγάλη· μες στην Σηστό στην χάρη της εκάμναν πανηγύρι και από παντού πιον έτρεχαν στην άγια μέρα νά ᾽ρθουν 45όσοι τ᾽ αφροστεφάνωτα νησάκια εκατοικούσαν· κι από την Ήπειρον αυτοί κι από την Κύπρο εκείνοι· γυναίκα μια δεν έμεινε στον βράχο των Κυθήρων και στου Λιβάνου ούτε ψυχή τα κορφοβούνια επάνω· κι από γειτόνους στην γιορτή δεν έλειψε κανένας 50από την Άβυδο κοντά, μηδ᾽ από την Φρυγία, μηδέ και γυναικάρεσκο κανένα παλληκάρι. Θωρείς εκείνοι, όπου ακουστεί γιορτή, είναι πάντα πρώτοι όχι τόσο τα πρόσφορα να παν εις τους αγίους, όσο για των ομορφονιών τα μαζωμένα κάλλη.
Και νά σου και στην εκκλησιάν η κόρη Ηρώ προβάλλει κι άστραψε φως η όψη της η τρισχαριτωμένη, καθώς την λευκοπρόσωπη Σελήνη που προβαίνει· και τα χιονάτα μάγουλα εροδοκοκκινίζαν σα ρόδο, σαν τριαντάφυλλον, ακράνοικτο και δίχρο· 60και θα ᾽λεγες πως ροδωνιά στα μέλη της εφάνη τι ρόδιζε το χρώμα της και στο περπάτημά της οι φτέρνες ρόδ᾽ ανέφαιναν της ασπροφόρας κόρης· και μύριες χάρες έτρεχαν απ᾽ όλα της τα μέλη· τι ψέματα είπαν οι παλαιοί πως τρεις οι Χάρες είναι· 65κάθε της μάτι γελαστό κι εκατό χάρες μέσα! Η Αφροδίτη ταιριαστή λειτούργισσά της ήβρε.[.....]
Ηρώ και Λέανδρος - Βικιπαίδεια
Mουσαίου, Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέανδρον (στ. 1-29) Μετάφραση: Σίμος Μενάρδος**, Στέφανος, Αθήνα: Ι.Ν. ΣιδέρηςΠες μου τον λύχνο, δέσποινα, που είδε κρυφές αγάπες, της νύκτας τον κολυμπητή, που για γαμπρός πρυμίζει, τον γάμο πες τον σκοτεινό, που δεν είδ᾽ η Αυγούλα, και την Σηστό, που της Ηρώς ενυκτογίνη ο γάμος.
5Να κολυμπάει τον Λέανδρον ακούω και μαζί του τον λύχνο τα μηνύματα να λέει της Αφροδίτης, τον καλεστή και στολιστή της νυκτοπαντρεμένης τον λύχνο, τ᾽ αναγάλιασμα των δυο αγαπημένων. Για τα νυκτέρια του έπρεπε μες στ᾽ άστρα να τον πάρει
10ο άγιος θεός και να τον πει «τ᾽ αστέρι των ερώτων»· τι στης αγάπης τους καημούς κι αυτός σύντροφος ήτον και φύλαξε το μυστικό του γάμου του ακοιμήτου προτού φυσήξει ο άνεμος την άπονη πνοή του. Έλα, θεά, τραγούδα μου, να πούμε το ᾽να τέλος 15του λυχναριού που απόσβησε και του παιδιού που εχάθη. Αντικρινές γειτόνισσες Σηστός και Άβυδος ήταν κατάγιαλα. Το τόξο του τάνυσ᾽ επάνω ο Έρως και μες στες χώρες και τες δυο μιαν τόξεψε σαγίτα και μια κορασιάν έκαψε και νιο ένα παλληκάρι. 20Λέανδρο τον ομορφονιό κι Ηρώ την κόρη ελέγαν. Η Ηρώ στην Σηστόν έμενε, στην Άβυδο ο νιος ήτον· άστρα κι οι δυο γλυκόφωτα στες δυο μέσα τες χώρες· άστρα πανόμοια. Μόν᾽ εσύ αν τύχει και περάσεις, ζήτα μου ένα γερόπυργο, που έναν καιρό με λύχνο 25στεκόταν και τον Λέανδρον η Ηρώ ξεπροβοδούσε· ζήτα τ᾽ ολόβογκο στενό της προτινής Αβύδου. Ακόμα μπορεί την θανή να κλαίει του Λεάνδρου! Μα τώρα πώς ο Λέανδρος από την Άβυδό του στον πόθον ήρθε της Ηρώς κι αυτή στον πόθο εδέθη;
Ήτον πεντάμορφη η Ηρώ κι ήτο βασιλοπούλα, και κορασιά λειτούργισσα της Αφροδίτης ήτον· και σ᾽ έναν πύργον έμενε μακριά των γονικών της, γειτόνισσα της θάλασσας, άλλη θεά Αφροδίτη. Από ντροπή δεν έσμιγε ποτέ μ᾽ άλλες γυναίκες, 35ούτ᾽ έστησε χορό όμορφο με τες συνήλικές της, να λείπει από την θηλυκή γλωσσοφαγιά και ζήλια· τι είναι για κάλλη κι ομορφιές ζηλιάρες οι γυναίκες. Συχνά την μεγαλόχαρην εδόξαζε Αφροδίτη κι έταζε και στον Έρωτα και τον καλοκρατούσε 40τι με την μάνα του έτρεμε το φλογερό του τόξο. Μα πάλι δεν εξέφυγε τα πυροκάλαμά του. Της Αφροδίτης μια φοράν ήρθε γιορτή μεγάλη· μες στην Σηστό στην χάρη της εκάμναν πανηγύρι και από παντού πιον έτρεχαν στην άγια μέρα νά ᾽ρθουν 45όσοι τ᾽ αφροστεφάνωτα νησάκια εκατοικούσαν· κι από την Ήπειρον αυτοί κι από την Κύπρο εκείνοι· γυναίκα μια δεν έμεινε στον βράχο των Κυθήρων και στου Λιβάνου ούτε ψυχή τα κορφοβούνια επάνω· κι από γειτόνους στην γιορτή δεν έλειψε κανένας 50από την Άβυδο κοντά, μηδ᾽ από την Φρυγία, μηδέ και γυναικάρεσκο κανένα παλληκάρι. Θωρείς εκείνοι, όπου ακουστεί γιορτή, είναι πάντα πρώτοι όχι τόσο τα πρόσφορα να παν εις τους αγίους, όσο για των ομορφονιών τα μαζωμένα κάλλη.
Και νά σου και στην εκκλησιάν η κόρη Ηρώ προβάλλει κι άστραψε φως η όψη της η τρισχαριτωμένη, καθώς την λευκοπρόσωπη Σελήνη που προβαίνει· και τα χιονάτα μάγουλα εροδοκοκκινίζαν σα ρόδο, σαν τριαντάφυλλον, ακράνοικτο και δίχρο· 60και θα ᾽λεγες πως ροδωνιά στα μέλη της εφάνη τι ρόδιζε το χρώμα της και στο περπάτημά της οι φτέρνες ρόδ᾽ ανέφαιναν της ασπροφόρας κόρης· και μύριες χάρες έτρεχαν απ᾽ όλα της τα μέλη· τι ψέματα είπαν οι παλαιοί πως τρεις οι Χάρες είναι· 65κάθε της μάτι γελαστό κι εκατό χάρες μέσα! Η Αφροδίτη ταιριαστή λειτούργισσά της ήβρε.[.....]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου