Γιατί δεν είναι οι αιρέσεις:
"εκκλησία".
Του Μητροπολίτου Ναυπάκτου π.Ιεροθέου
Η Ορθόδοξη πίστη δεν είναι αφηρημένη και δεν παραμένει στις βιβλιοθήκες τών Εκκλησιών και τών Μονών, αλλά είναι η ζωή τής Εκκλησίας, που βιώνεται στα Μυστήρια, ψάλλεται στις ιερές ακολουθίες, μετέχεται στην θεία Ευχαριστία, αποκαλύπτεται στην προσευχή και στον ασκητικό αγώνα. Αυτή η «θεολογία τών γεγονότων» καταγράφεται στα ομολογιακά κείμενα και τις αποφάσεις τών Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων.
Του Μητροπολίτου Ναυπάκτου π.Ιεροθέου
Η Ορθόδοξη πίστη δεν είναι αφηρημένη και δεν παραμένει στις βιβλιοθήκες τών Εκκλησιών και τών Μονών, αλλά είναι η ζωή τής Εκκλησίας, που βιώνεται στα Μυστήρια, ψάλλεται στις ιερές ακολουθίες, μετέχεται στην θεία Ευχαριστία, αποκαλύπτεται στην προσευχή και στον ασκητικό αγώνα. Αυτή η «θεολογία τών γεγονότων» καταγράφεται στα ομολογιακά κείμενα και τις αποφάσεις τών Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων.
Δεν
υπάρχει διάσταση μεταξύ μυστηρίων και ομολογίας, προσευχής και καθημερινής ζωής,
θείας Λειτουργίας και Συνοδικών Διασκέψεων. Συνδέεται πολύ στενά το lex credendi
με το lex orandi. Αν υπάρχη μια διάσπαση μεταξύ αυτών τών δύο, δηλαδή μεταξύ
δόγματος και λατρείας, είναι απόκλιση από την αλήθεια. Αυτό σημαίνει ότι κάθε
Συνοδική απόφαση που αντιπαρατίθεται στην θεολογία τών ευχών τών Μυστηρίων και
τών τροπαρίων είναι αντορθόδοξη απόφαση.
Ο
Επίσκοπος πρ. Ερζεγοβίνης και Ζαχουμίου Αθανάσιος Γιέφτιτς σε μια σημαντική
μελέτη του με τίτλο «Εκκλησία, Ορθοδοξία και Ευχαριστία παρά τω αγίω Ειρηναίω»
(βλ. Αθανασίου Γιέφτιτς, Χριστός αρχή και τέλος, εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή-Χόρν,
Αθήνα 1983, σελ. 109 κ.εξ.) καταγράφει τον σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ
Εκκλησίας, Ορθοδοξίας και Ευχαριστίας, όπως αναλύεται από τον άγιο Ειρηναίο
Επίσκοπο Λυώνος.
Να
θυμίσω ότι ο άγιος Ειρηναίος είναι ένας Αποστολικός Πατέρας που έζησε στην Λυώνα
σε μια κρίσιμη περίοδο (140-202) όταν εξέλιπαν οι Απόστολοι και εμφανίσθηκαν οι
αιρετικοί Γνωστικοί, οι οποίοι έλεγαν ότι έλαβαν μια «απόκρυφον γνώσιν» και
«κρυφά μυστήρια». Έτσι, ο άγιος Ειρηναίος δίδασκε την στενή σχέση που υπάρχει
μεταξύ Εκκλησίας, Ορθοδοξίας και θείας Ευχαριστίας.
Κατά τον
άγιο Ειρηναίο η Εκκλησία διαφυλάσσει την πίστη τών Αποστόλων. «Η από τών
αποστόλων παράδοσις, η δια τών διαδόχων των πρεσβυτέρων φυλασσομένη εν ταις
εκκλησίαις». Ο άγιος Ειρηναίος δεν χρησιμοποιεί τον όρο «Εκκλησία» ή «Εκκλησίαι»
για τους Γνωστικούς, παρά μόνον τις λέξεις «συναγωγή» και «διδασκαλείον».
Επίσης, προτρέπει τους Πρεσβυτέρους να υπακούουν στους διαδόχους τών Αποστόλων
που έχουν «το χάρισμα τής αληθείας ασφαλές» και όσοι αφίστανται από αυτούς τους
χαρακτηρίζει «ως αιρετικούς και κακογνώμονας ή ως σχίζοντας (την Εκκλησία) και
υπερηφάνους και αυθάδεις».
Έπειτα, η
Εκκλησία συνδέεται στενά με την Ορθοδοξία, την αληθινή πίστη. Γράφει ο άγιος
Ειρηναίος: «η υπό τής Εκκλησίας κηρυσσομένη αλήθεια», «η από τών αποστόλων εν τη
Εκκλησία παράδοσις και το τής αληθείας κήρυγμα».
Ακόμη η
Εκκλησία και η Ορθοδοξία συνδέονται με την θεία Ευχαριστία. Γράφει ο άγιος
Ειρηναίος: «Ημών δε σύμφωνος η γνώμη τη ευχαριστία και η ευχαριστία πάλιν
βεβαιοί την γνώμην». Οι ευχές τής θείας Ευχαριστίας ομολογούν το μυστήριο τής
θείας Οικονομίας, δηλαδή τής ενανθρωπήσεως τού Υιού και Λόγου τού Θεού, και το
μυστήριο τής σωτηρίας τού ανθρώπου.
Ερμηνεύοντας όλα αυτά ο Επίσκοπος Αθανάσιος Γιέφτιτς παρατηρεί:
«Κατά την
μαρτυρίαν τού Ειρηναίου εις την συνείδησιν τής Εκκλησίας τής εποχής του δεν ήτο
δυνατόν να υπάρχη οποιοσδήποτε διαχωρισμός ή ανεξαρτητοποίησις μεταξύ Εκκλησίας,
ευχαριστίας και ορθοδοξίας, διότι ούτε υπάρχει Εκκλησία χωρίς την ορθοδοξίαν και
την ευχαριστίαν, ούτε δε η ορθοδοξία χωρίς την Εκκλησίαν και την ευχαριστίαν,
ούτε πάλιν η ευχαριστία εκτός τής Εκκλησίας και τής αληθινής πίστεώς της. Όπως
"οι εκτός τής αληθείας", δηλ. εκτός τής ορθής πίστεως ευρισκόμενοι, ευρίσκονται
αυτομάτως και ταυτοχρόνως και "εκτός τής Εκκλησίας", ούτω και τανάπαλιν, οι
εκτός τής Εκκλησίας ευρίσκονται και εκτός τής ορθοδοξίας (εκτός τής αληθείας)
και εκτός τής αληθούς και θεαρέστου ευχαριστίας (τής κοινωνίας τού σώματος τού
Χριστού), εφ' όσον η πίστις είναι η έκφρασις τής αληθινής παραδόσεως και ζωής
τής Εκκλησίας και τής αληθινής ευχαριστιακής πράξεως και συνάξεώς της».
Αυτή η
αλήθεια έχει μερικές θαυμαστές συνέπειες. Θα καταγραφούν μερικές από αυτές.
α)
«Η μέχρι σήμερον εμμονή τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας εις την ορθήν πίστιν
και την ορθήν πράξιν και ορθήν σύναξιν τών αποστόλων και τών αληθινών μαθητών
αυτών, και ως συνέπειαν τούτου η μη αναγνώρισις κοινωνίας με καμμίαν άλλην "εκκλησίαν"
εκτός τής Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι η
καλυτέρα απόδειξις τής μέχρι τών ημερών μας επιβιώσεως τής ιδίας αυτής περί
Εκκλησίας συνειδήσεως τού Ειρηναίου και γενικώς όλης τής αρχαίας Εκκλησίας».
β)
«Όλαι αι οικουμενικαί και τοπικαί σύνοδοι τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας
απέβλεπον τελικώς εις τον αυτόν σκοπόν∙ την διαφύλαξιν τής αποστολικής
παραδόσεως εις την πίστιν και την ζωήν και την λατρείαν τής Εκκλησίας, και εις
τον αποκλεισμόν από την εκκλησιαστικήν εν τη ευχαριστία κοινωνίαν εκείνων οι
οποίοι διαστρέφουν τον σωτήριον "κανόνα τής αληθείας", τον οποίον από τους
αποστόλους και τους γνησίους μαθητάς των, τους πατέρας, παρέλαβεν η Εκκλησία.
Τοιουτοτρόπως προεφυλάσσετο η σωτηρία τών πλασμάτων τού Θεού, τών ανθρώπων.
Δια τον
λόγον αυτόν από τους πρώτους αιώνας μέχρι σήμερον οι ορθόδοξοι υπογραμμίζουν
συνεχώς ότι δεν υπάρχει σωτηρία εκτός τής Εκκλησίας, δηλαδή εκτός τής μετά τού
Χριστού ενότητος και κοινωνίας τών ανθρώπων και τών τοπικών εκκλησιών εν τη ορθή
και αληθινή πίστει και τη χαρισματική πράξει και τη ευχαριστιακή συνάξει και
κοινωνία και τη χάριτι τού Πνεύματος και τών δώρων αυτού. Η σωτηρία είναι ένωσις
και κοινωνία μετά τού Χριστού, η δε κοινωνία αυτή πραγματοποιείται μόνον εν τω
σώματι τού Χριστού που είναι η Εκκλησία, και συγκεκριμένως εν τη ευχαριστιακή
κοινωνία τών εν εκάστη τοπική εκκλησία ορθώς πιστευόντων εις τον Χριστόν και
ειλικρινώς ηνωμένων πέριξ τών επισκόπων ως φορέων τών "αποστολικών διαδοχών" εν
ταις Εκκλησίαις».
γ)
«Η "αποστολική διαδοχή" αυτή τών επισκόπων είναι διαδοχή (succesio) αυτής
ακριβώς τής πληρότητος τής εκκλησιαστικής κοινωνίας τών εν τω κόσμω τοπικών
εκκλησιών μετά τού Χριστού και μεταξύ τών εν τη ορθή πίστει, τη αληθεί και
σωτηρίω διδασκαλία, και εν τη χάριτι τού Πνεύματος τού Θεού και τω σώματι και
αίματι τού Χριστού. Δεν είναι η αποστολική διαδοχή, κατά τον Ειρηναίον, διαδοχή
μόνης τής "χειροτονίας", αλλά διαδοχή και συνέχεια όλης τής οικονομίας τού Θεού
τής επί τη ανθρωπότητι γενομένης, όλης δηλαδή τής υποστάσεως και ζωής τής
Εκκλησίας, όλης τής πληρότητος και καθολικότητός της».
δ)
«Εις την "οικουμενίζουσαν" αλλά μη ορθοδοξούσαν εποχήν μας η θεολογική και
εκκλησιαστική μαρτυρία αυτή τού ιερομάρτυρος Ειρηναίου, επισκόπου τής αρχαίας
Εκκλησίας, –εις την οποίαν εκυριάρχει η συνείδησις περί αδιαιρέτου ενότητος τού
αποστολικού και καθολικού και ορθοδόξου και ευχαριστιακού χαρακτήρος τών τού
Θεού ανά τον κόσμον διεσπαρμένων εκκλησιών– δι' ημάς τους Ορθοδόξους σημαίνει
πάντοτε την ζώσαν παράδοσιν περί τού μυστηρίου τής Εκκλησίας και τής ενότητός
της, τής οποίας παραδόσεως δεν δυνάμεθα να απομακρυνθώμεν ούτε να την αλλάξωμεν.
Οι Ορθόδοξοι δεν αλλάζομεν την παραδοσιακήν μας συνείδησιν περί Εκκλησίας, διότι
τούτο θα εσήμαινε την αλλαγήν τής Εκκλησίας, την διακοπήν δηλαδή τού ιστορικού
οικουμενισμού τής Εκκλησίας τού Θεανθρώπου Χριστού, την διακοπήν τής ενότητός
μας και κοινωνίας με την αποστολικο-πατερικήν Εκκλησίαν όλων τών αιώνων».
Επομένως, κατά τον άγιο Ειρηναίο Επίσκοπο Λυώνος, δεν υπάρχει Εκκλησία χωρίς
Ορθοδοξία και θεία Ευχαριστία∙ δεν υπάρχει Ορθοδοξία χωρίς Εκκλησία και θεία
Ευχαριστία∙ και δεν υπάρχει θεία Ευχαριστία χωρίς την Εκκλησία και την
Ορθοδοξία. Αυτή είναι η παράδοση που διατρέχει την Εκκλησία από τών Αποστόλων
και μέχρι σήμερα στην συνείδηση τής Εκκλησίας.
πηγή
πηγή
1 σχόλιο:
Σημειώνει ευγλώττως ο μακαριστός Γέρων Θεόκλητος ο Διονυσιάτης για την λατινική άρνηση της υπάρξεως ακτίστου ενεργείας στην Αγία Τριάδα, ενεργείας που γίνεται ορατή ως φως στους Αγίους:
«Δύναται κανείς να αποτολμήση μίαν εικονικήν σύγκρισιν. Ο Θεός των Ορθοδόξων, ομοιάζει με πάμφωτον ήλιον, εις του οποίου το φως και τας ακτίνας αναπαύονται εν μακαριότητι οι ποικίλης δεκτικότητος πιστοί. Ο δε Θεός των λατίνων και των φιλοσόφων, ομοιάζει με τον διαφαινόμενον δίσκον του μέσα από τα νέφη, όστις επειδή είναι, κατ’ αυτούς, ουσία, ευρίσκεται έξω της κτίσεως και επομένως αφήνεται αφώτιστος η κτίσις. Και ακριβώς αυτό είναι μία αληθής τραγωδία, η οποία εφόβιζε τον θείον Παλαμάν [...] Ιδού η συνέπεια της απουσίας του Θεού από την ζωήν των πιστών. Δι’ αυτό μέσα στο πένθιμον κλίμα της ορφανίας, μέσα εις τον παγετόν της απουσίας της θείας αγάπης, μέσα εις την αίσθησιν, ότι ο Θεός ευρίσκεται έξω από την ζωήν, η Δύσις εχρειάσθη κάποιον «παράκλητον», δια να καλύψη το κενόν. Μήπως η καθιέρωσις του πάπα, - εξ ου απορρέει πάσα χάρις- δύναται να ερμηνευθή εκ των ανωτέρω προϋποθέσεων; Και μήπως η Ορθόδοξος Ανατολή ουδέποτε εχρειάσθη ένα ανθρώπινον ον ως μεσάζοντα, επειδή ευρίσκεται εις αδιάλειπτον και άμεσον σχέσιν μετά του Θεού δια των ακτίστων ακτίνων του;»
Δημοσίευση σχολίου