Στο βιβλιο που αναφερέται στον Γεροντα Θεοφυλακτο τον Νεοσκητιωτη (+ 15/28 Ιουλίου 1986)
Προκειται για χαρισματικο Γεροντα που αξιωθηκε να δει τους Αγιους Αναργυρους μεταξυ των αλλων.
Σε καποια σελιδα στο βιβλιο εχει ενα επικαιρο και συγκλονιστικο ντοκουμεντο
ο Γεροντας καπου στο 1981 στελνει στην ανηψια του ενα γραμμα στο οποιο της αναφερει σε καποιο σημειο:
“Εβλεπον οτι μια τεραστια λογχη ερχοτανε απο την Συρια στον ουρανον και η μυτη εφθανεν επανω στην Ιερουσαλημ, εις δε το ακρον της λοχγης ητο ενα ρουχον κοκκινον βουτηγμενον στο αιμα! Το ειπον σε εναν πνευματικον, και μου ειπε οτι η λοχγη ειναι αιμα. Ο Θεος να κανει ελεος…
Ο Γέρων Θεοφυλάκτος Νεοσκητιώτης (+ 15/28 Ιουλίου 1986)
«Εις μνημόσυνον αιώνιον»
«Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος του οσίου αυτού»
Άλλον γέροντα προσφάτως κοιμηθέντα και άξιον μνήμης έχομεν
τον π. Θεοφύλακτον, υποτακτικόν του αειμνήστου γέροντος Ιωακείμ Σπετσιέρη,
ευλαβέστατον, σιωπηλόν, ησύχιον, ακτήμονα εις αφάνταστον βαθμόν. Μετά τον
θάνατον του γέροντός του πατρός Ιωακείμ έμεινε μόνος, μή γνωρίζων δε εργόχειρον
έζη μετά πολλής πτώχειας, όχι μόνον εκ της ελλείψεως κάθε εσόδου αλλά κυρίως εκ
της συνηθείας της αμεριμνίας και λιτότητος. Μετέβαινε ενίοτε εις τας γειτονικάς
καλύβας της Σκήτεως και προσέφερε υπηρεσίας, όπως και όσον ηδύνατο, και του
έδιδον οι γέροντες ολίγον φαγητόν. Είχε εις την καλύβην του μερικάς κληματαριάς
εις κρεβατά όπως συνηθίζεται εις το Άγιον Όρος δια το περιορισμένον του χώρου.
Πολλάκις οι διάφοροι κοσμικοί αλιείς και προσκυνηταί του έκλεπτον τα σταφύλια.
Ο γέρων Θεοφύλακτος πάντοτε τους έβλεπε, αλλά εκρύπτετο δια να μην τον ίδωσιν
εκείνοι και εντραπώσι και ούτως αυτοί έκλεπτον τα σταφύλια, εις αυτόν δε έμενε
μόνον ο κόπος της περιποιήσεως έως ότου ωριμάσουν.
Ημείς διεμένομεν ακόμη εις τα σπήλαια της Μικράς Αγίας
Άννης, όταν ο π. Θεοφύλακτος μας επεσκέφθη. Ο αείμνηστός μας γέρων τον υπεδέχθη
μετά χαράς και καλοσύνης και τον ηρώτησε διά την ζωήν του, πώς διάγει εις την
καλύβην του· και αν είναι ευχαριστημένος. Αφού είπε εις τον γέροντα γενικώς πώς
είναι και τί σκέπτεται, και έμαθε και την ιδικήν μας ζωήν, παρεκάλεσε τον
γέροντα νά τον δεχθή νά έλθη και αυτός νά μένη μαζί μας, διότι δέν ανεπαύετο νά
συνέχιση ως ήτο. Ο γέρων τον παρηγόρησε και του είπε νά μή φύγη από την καλύβην
του, αλλά νά έρχεται κατά διαστήματα νά μένη μεθ’ ημών διά νά αναπαύεται και
πάλιν νά επιστρέφη εις την καλύβην του.
Αυτό εγένετο δι’ ολίγον. Ακολούθως ηθέλησε νά γίνη
Μεγαλόσχημος Μοναχός, διότι μέχρι τότε δέν ήτο. Τον ανεδέχθη λοιπόν ο ιδικός
μας γέρων και τον έκειρε μοναχόν εις τα σπήλαια της Μικράς Αγίας Άννης.
Ακολούθως η επαφή μας εγένετο στενωτέρα. Επεσκεπτόμεθα και ημείς την καλύβην
του, όταν επηγαίναμεν διά διαφόρους εργασίας εις την Νέαν Σκήτιν ούτω δε
απετελούσαμεν πλέον μίαν συνοδίαν. Κατά την περίοδον αυτήν εγεννήθη εις ημάς η
ιδέα της φυγής από τα στενά περιβάλλοντα της σπηλαιωτικής κατοικίας μας εις την
Μικράν Αγίαν Άνναν και εζητούσαμεν τόπον κατάλληλον διά νά μεταφερθώμεν.
Επληθύνθημεν και ο χώρος δεν επέτρεπε άλλην παραμονήν, διότι ήτο στενός διά
περισσοτέρους των τριών ή τεσσάρων, ενώ ημείς ήμεθα επτά. Τότε ο π. Θεοφύλακτος
μάς έδωκε την ιδέαν της Νέας Σκήτεως, με πρώτην βάσιν την ιδικήν του καλύβην,
έως ότου επεκταθώμεν εις ευρύτερον περιβάλλον. Όντως ούτως εγένετο και
ανεχωρήσαμεν διά την Νέαν Σκήτιν. Ο π. Θεοφύλακτος παρέμεινε εις την καλύβην
του μεθ’ ενός αδελφού εξ ημών και όλοι ομού εις τον κοινόν βίον υπό τον
αείμνηστον γέροντά μας εις τας νέας καλύβας όπου εμένομεν οι υπόλοιποι έξω από
την Σκήτιν κατά την παράδοσιν της κυριάρχου Μονής.
Αν και γέρων, ο π. Θεοφύλακτος, εκράτησε το άπλαστον και
ταπεινόν φρόνημά του και εφέρετο πάντοτε ως υποτακτικός, ακόμη και εις τον
νεώτερον αδελφόν της συνοδίας μας. Άκακος και εξυπηρετικός υπεχώρει πάντοτε
χωρίς ποτέ νά αντιλέγη η νά προβάλλη ιδικόν του θέλημα ή διαμαρτυρίαν εις την μεταξύ
μας αναστροφήν.
Εκείνο το οποίον κατ’ εξαίρεσιν τον εχαρακτήριζε ήτο η
ολόθερμος ευλάβεια και ο ζήλος του προς τους εικοσιένα Αγίους Αναργύρους, την
σύναξιν των οποίων εόρταζε η μικρή του εκκλησία. Η πηγαία και αμείωτος πίστις
του προς τους Αγίους του, ως τους απεκάλει, τον επαρηγόρει διά διαφόρων
αντιλήψεων και εμφανίσεων τας οποίας προσεδόκει μετά παιδικής απλότητος, διά
τούτο δε και δέν υστερείτο αυτών ως συχνότατα μάς διηγείτο. Ω μακάρια απλότης,
η οποία δεν περιεργάζεσαι ούτε ψηλαφείς, αλλά πιστεύεις όσα η θεία χάρις σε
καταξιοί!
Ο πόλεμος, τον οποίον είχε σχεδόν μονίμως ο ευλαβέστατος
αυτός αγωνιστής, ήτο εν είδος λύπης, περίπου ως η μελαγχολία, το οποίον
συχνάκις τον ετυράννει, ιδίως όταν ήτο μόνος μετά τον θάνατον του πρώτου
γέροντος του π. Ιωακείμ. Εις τας δύσκολους στιγμάς του όταν επιέζετο από τον
πόλεμον αυτόν και έχανε το θάρρος του, εισήρχετο εις την μικράν του εκκλησίαν
και έλεγε το παράπονόν του εις τους προστάτας του Αγίους Αναργύρους, οι οποίοι
με κάποιαν ιδικήν των θεωρίαν τον επαρηγόρουν αναλόγως.«Κάποτε, μάς είπε, πού
ήμουν πολύ πνιγμένος από τον πόλεμόν μου αυτόν, πήγα νά κοιμηθώ σχεδόν
απελπισμένος και εις τον ύπνον μου βλέπω ότι πήγαινα προς το Κυριακόν της
Σκήτεως. Όταν βρέθηκα σε κάποιο σημείον στενόν, με τείχη δεξιά και αριστερά,
αισθάνθηκα φόβον πολύν και βλέπω» έξαφνα μπροστά μου στον δρόμον ένα τεράστιο
σκύλοι σε μέγεθος υπερφυσικό, ως λέοντα με άγριο βλέμμα και διάθεσιν εναντίον
μου. Τότε τα έχασα κυριολεκτικά: και άρχισα νά παρακαλώ τους Αγίου μου νά με
σώσουν. Δέν πρόλαβα σχεδόν νά παρακαλέσω, και στην στιγμήν παρουσιάστηκαν δύο
παλληκάρια όλο φώς και δόξα· άρπαξαν το θηρίο αυτό, το έδεσαν με χονδρή αλυσίδα
και μου είπανε: «Βλέπεις πώς τον δέσαμε και δέν μπορεί νά σε βλάψη; Μή φοβάσαι
λοιπόν, αλλά γύρισε στην καλύβη σου και ησύχαζε». Ταυτοχρόνως μου έδωσαν και
ένα όμορφο κάτασπρο ψωμάκι, και αμέσως ξύπνησα και ήμουν όλος χαρά.
Άλλοτε πάλι είχα τον ίδιο πόλεμο και η απόγνωσι με μάστιζε
τρομερά. Εγνώριζα βέβαια ότι είναι πόλεμος, αλλά δεν μπορούσα νά απαλλαγώ. Λόγω
της απειρίας μου δεν το πολέμησα εξ αρχής, όταν μου πρωτοεμφανίστηκε αυτό το
πάθος, και μου έγινε μόνιμος σταυρός. Αφού κάθησα νά ξεκουραστώ βλέπω μία ομάδα
ανθρώπων διαφορετικής ηλικίας νά ανεβαίνη από τον δρόμον του Κυριακού προς τά
πάνω, πού ήταν η δική μου καλύβη, και μιλούσαν μεταξύ τους. Εγώ πρόσεχα ποίοι
ήσαν και πού θά πήγαιναν. Όταν πέρασαν το σταυροδρόμι και πλησίασαν την δική
μου εξώπορτα, σταμάτησαν γιά λίγο και τους ακούω νά λέγουν ευκρινώς: «Δεν
περνάμε από το καταγώγιό μας;». Πράγματι άνοιξαν την πόρτα μου και μπήκαν μέσα
με την σειρά ψάλλοντας το δικό τους απολυτίκιο: «Την εικοσάριθμον ένθεον
φάλαγγα, την εξαστράπτουσαν χάριν ουράνιον, των Αναργύρων των λαμπρών το στίφος
ανευφημούμεν…». Επροπορεύετο όλων ο Άγιος Παντελεήμων, νεαρός, ξανθός,
μεγαλοπρεπής και με παράσημον ιατρικής στό στήθος του, και η ηκολούθησαν οι
υπόλοιποι ψάλλοντας μελωδικώτατα όλο τους το τροπάριο. Ανέβηκαν την σκάλα της
καλύβης στον επάνω όροφο πού είναι η εκκλησία τους, μπήκαν μέσα, στάθηκαν με
την σειρά στους δύο χορούς και άρχισαν νά ψάλλουν τροπάρια από την ακολουθία
τους. Όταν τελείωσαν την ψαλμωδία, γύρισαν πίσοο και έφυγαν προς το επάνω μέρος
της Σκήτεως, αφού μου άφησαν την ευλογία τους και πολλή παρηγοριά και επί
σειράν ημερών ήμουν γεμάτος χαρά και πνευματική ευτυχία».
Δεν εκράτουν σημειώσεις, ο ταπεινός, όταν πολλάκις μοί
εδιηγείτο τοιαύτας αντιλήψεις των Αγίων Αναργύρων, και τας έκλεψεν η λήθη.
Ειδικώς εχαρακτήριζε τον ευλογημένον αυτόν γέροντα εις όλην
του την ζωήν η πολλή του υπομονή, διότι πέραν των ποικίλων περιπετειών του
μοναχικού του βίου, εσήκωνε και τον Σταυρόν μιάς ισοβίου ασθενείας η οποία τον
εταλαιπώρει μονίμως. Τον επόνει συνεχώς ο στόμαχός του, χωρίς όμως νά είναι
πάθημα στομαχικόν ως μερικοί ιατροί διέγνωσαν, αλλά μάλλον του ήπατος· πολλάκις
δε εδυνάμωνε πολύ. Όπως μάς έλεγε, συχνά πήγαινε εις τους φίλους του, τους
ιατρούς Αγίους Αναργύρους και τους παρεπονείτο, διατί δεν τον θεραπεύουν, και
τους έβλεπε εις τον ύπνον του νά του λέγουν. «Εμείς, γέροντα, σε θεραπεύομεν
εάν θέλης, αλλά αυτό δέν σε συμφέρει». Αύτη η πληροφορία τον ανέπαυε δι’
αρκετόν καιρόν και μετά πάλιν συνέχιζε ο Σταυρός του.
Ως η διψώσα έλαφος δέχεται το δροσερόν ύδωρ των πηγών, έτσι
και η άγνη ψυχή του νεαρού Θεοφύλακτου εδέχετο και εδροσίζετο με τάς θείας και
αγίας νουθεσίας των πεφωτισμένων τούτων Γεροντων. Έτσι και ως δεκτικός εκ
φύσεως των χαρισμάτων του Πνεύματος, δεν ήργησε ούτε εδυσκολεύθη να αφομοίωση
τάς νουθεσίας των διακεκριμένων διδασκάλων του, και να βιώση τάς πράξεις και
την ζωήν των.
Αμέσως ήρχισεν όλας αυτάς να εφαρμόζη αυτός πρώτος εις την
ζωήν του, με αποτέλεσμα να ενοικήση η Χάρις του Κυρίου εις την καρδίαν του και
να γίνη πνευματικόν φως διά πολλάς ψυχάς.
Ώς πρώτον μέσον διά την επιτυχίαν του εθεώρησεν αναγκαίαν
την καλλιέργειαν της προς τον Χριστον πίστεως, με σκοπόν να κατορθώση και τα
υπόλοιπα, επειδή «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». Επίστευε άνευ επιφυλάξεων και
συμβιβασμών, διά να ημπορέση ν’ ανυψώση τον νουν του εις τον Θεόν. Διά τούτο
και εις τους διαδοχικως χρηματίσαντας Πνευματικούς του Πατέρας ενεπιστεύθη
ανεπιφυλάκτως όλην την ζωήν του, πιστεύων έτσι ότι παραδίδεται και υπηρετεί τον
Χριστόν.
Δεύτερον μέσον της επιτυχίας του εχρησιμοποίησε την
προσευχήν και νηστείαν. Πιστεύων εις τον Κύριον, επίστευσε και εις τους λόγους
Του: «τούτο το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία». Και επειδή
ο μοναχός Θεοφύλακτος επεθύμει να νικήση τον διάβολον και τα φρόνηματα της
σαρκός και να καθαρίση την ψυχήν του, επεδόθη με όλας τας δυνάμεις του εις την
άσκησιν της νοεράς και αδιαλείπτου καρδιακής προσευχής και αυστηράς νηστείας με
κόπους και ιδρώτας, διά να φθάση πολύ ενωρίς εις το σημείον να ασκήται εις αυτά
ακόπως πλέον και ευχερώς.
Τρίτον μέσον της επιτυχίας έθεσεν εις την ζωήν του την
αγάπην. Πιστός εις τον Κύριον και Δεσπότην Χριστόν, τον οποίον θερμώς ηγάπησεν,
εμιμείτο Αυτόν εις την αγάπην προς όλους, ως πιστός φίλος και μαθητής.
Εκαλλιέργει την ειλικρινή και ανιδιοτελή αγάπην, και τους πάντας από καρδίας
συνεχώρει. Δεν κατηράτο ποτέ, αλλ’ ηύχετο και προσηύχετο δι΄ ολους, ακόμη και
διά τους αδικούντας αυτόν. Έτσι με την ανεξικακίαν και το ταπεινόν του φρόνημα
ηκτινοβόλει προς πάντας και ήτο προσιτός και ευχάριστος εις τας μετά των άλλων
συναναστροφάς.
Τέταρτον στόχον έβαλε την ταπείνωσιν. Ολόκληρος η ζωή του
ήτο ένας συνεχής αγών διά την απόκτησιν με την Θείαν Χάριν της αγίας
ταπεινώσεως του Κυρίου. Πόσοι άνθρωποι δεν τον ηνώχλουν και εστενοχώρουν. Όμως
αυτός ουδέποτε αντέλεγε και ελοιδώρει, αλλά σιωπών προσηύχετο υπέρ αυτών και
τους συνεχώρει, πριν έλθουν oι ίδιοι να ζητήσουν συγχώρησι. Εδώ αξίζει να
σημειωθή το παρακάτω διά την βαθειά ταπείνωσιν του γεγονός: Ολίγας ημέρας προ
της εκδημίας του, τον επεσκέφθη Καθηγούμενος Ιεράς Μονής με μερικούς νέους
μοναχούς. Όταν τον ηρώτησε να είπη λόγους ψυχωφελείς, ο κατάκοιτος γέρων
απήντησε: «Δεν μπορώ να μιλήσω εγώ, διότι εσύ είσαι Ηγούμενος». Όταν όμως και
διά δευτέραν φοράν τον παρεκάλεσε, εκείνος, ως υπάκουος μοναχός, είπε: «Όποιος
δεν έχει και δεν καλλιεργεί την ευχή, είναι δύσκολο να σωθή».
Εις ολην την μοναχικήν του ζωήν ήτο πτωχός και εστερημένος.
Με την χάριν του Θεού είχε ξεπεράσει το πάθος του πλούτου και των χρημάτων.
Επεθύμει το χρήμα, το οποίον δεν ημπορούν οι κλέπται να το αρπάσουν και ο
σκώληξ να το καταστρέψη. Διά τούτο ποτέ δεν ησχολήθη με χειρωνακτικήν εργασίαν,
αλλά είχεν εκλέξει την αγαθήν μερίδα, την νοεράν προσευχήν, η οποία τον
εχόρταινε περισσότερο από κάθε υλικήν τροφήν. Είχε, κατά το ψαλμικον, επιρρίψει
την μέριμναν αυτού επί τον Κύριον, και ο Κύριος, ο οποίος αγαπά τους αγαπώντας
Αυτόν, του έστελνε την εξ ύψους βοήθειαν και παρηγορίαν. Η μόνη του περιουσία
ήσαν μερικά ξυνόδενδρα, τους καρπούς των οποίων ουδέποτε επώλησεν, αλλά τους
έδιδεν ευλογία, χωρίς να κρατά διά τον εαυτόν του τίποτε. Και εις τούτο
ανεδείχθη γνήσιος μαθητής του Κυρίου, κατά το γραφικόν: «Μακάριοι οι
ελεήμονες…».
Η ταπείνωσις του Κυρίου του συνέτριβε την καρδίαν και δεν
έπαυε να ζητά παρ΄ Αυτού περισσοτέραν.
Πέμπτον μέσον της επιτυχίας του είχε την εύλογημένην
υπομονήν. Ω θαυμάσιε παππού, τί και πόσα δεν υπέμεινες με ανδρείαν και
ταπείνωσιν! Τους εξ ανθρώπων πειρασμούς δεν υπέμεινες καρτερικώς και σιωπηλώς,
προσευχόμενος υπέρ των πειραζόντων σε, η τους δαίμονας δεν αντιμετώπιζες με τα
παντοδύναμα όπλα της προσευχής, νηστείας και ταπεινώσεως; Πόσας φοράς σε
κατεπολέμησεν ο πονηρος με ποικίλα τεχνάσματα, διά να σε φέρη εις απελπισίαν
και εις άπρεπα πράγματα; Αλλά σύ, ως γενναίος στρατιώτης του Χριστού, δεν
εδειλίασες και παρέμεινες σταθερός και ακλόνητος εις τας επάλξεις, μαχόμενος με
το κομβοσχοίνιον σου! Άξια θαυμασμού ήταν η μακάρια υπομονή σου, την οποίαν
έδειξες εις τα 85 χρόνια της ζωής σου και η οποία δεν ηξεύρω εάν υστερή και
αυτής της του δικαίου Ιώβ.
Ποιός εζήτησε την ευχήν του και αυτός δεν παρεκάλεσετον
Κύριο με το ευλογημένον κομβοσχοίνι του; Ελυπείτο και εστενοχωρείτο υπέρμετρα
διά τους αιρετικούς, επειδή με τα λόγια και έργα των εβλασφήμουν το Όνομα του
Κυρίου και Θεού ημών. Δι΄ αυτοό ωμιλούσε με πικρίαν και πόνον, χωρίς όμως να
παύση να προσεύχεται να τους φωτίση και ελεήση ο Πανάγαθος Θεός.
Ο Κύριος εις τα τέλη της ζωής του του επεφύλαξε το
μεγαλύτερον δώρον διά τους ακάματους αγώνας του, διά να τον έχη πλησίον του
εστεφανωμένον με το μαρτύριον της υπομονής. Ηθέλησε να δοκιμάση τον χρυσόν
περισσότερον διά να λάμπη εν τω ουρανώ, επιτρέπων εις αυτόν την ανίατον και
μαρτυρικήν ασθένειαν της στερήσεως του φωτός του. Επί πενταετίαν και πλέον, με
σιωπήν και υπομονήν υπέμεινε την ασθένειαν του, παρότι ως άνθρωπος ενίοτε
εστενοχωρείτο διά την μοναξιά και το βαθύ σκοτάδι εις το οποίον ευρίσκετο ημέραν
και νύκτα. Δεν ηγανάκτει όμως, ούτε παρεπονείτο, διότι μέσα εις το σκότος αυτό,
έζη το άϋλον, άκτιστον και ανέσπερον φως της μεγαλειότητος του Κυρίου, δι αυτό
και το πρόσωπον του ηκτινοβόλει, ηυχαριστείτο και εδοξολόγει τον Θεόν, πότε με
λόγους και πότε με σιγανούς και ταπεινούς ύμνους. Την ανθρωπίνην αυτήν
στενοχωρίαν διεσκέδαζεν ακόμη, και με την χαράν και ελπίδα των μελλόντων αγαθών
και ήδη από της παρούσης ζωής, ήρχιζε ν’ απολαμβάνη αυτά, υπομένων αγογγύστως
το μαρτύριον της τυφλώσεώς του.
Πριν δεχθή αυτή την δοκιμασία της στερήσεως του φωτός του,
είχεν οικειοθελώς ως διακόνημά του αφ΄ ενός μέν την διανομή της αλληλογραφίας
των Πατέρων της Σκήτης και ιδίως των ευρισκομένων μακρύτερον του Κυριακού, αφ’
έτερου δέ, δύο φοράς την ημέραν να περιέρχεται την Σκήτην, ανάπτων τας κανδήλας
τεσσάρων προσκυνηταρίων με οιασδήποτε καιρικάς συνθήκας.
Προσέτι είχε και την χάριν της ξενιτείας προς συγγενείς και
φίλους, ζων μόνος, σιωπηλός και προσευχόμενος.
Ως ταπεινός ωμιλούσε και εδίδασκε περισσότερον με την σιωπήν
και πραότητά του, αποφεύγων τας διά λόγου διδασκαλίας.
Συνεπεία αυτής της μοναξιάς, του γήρατος και της ασθενείας
του, αναγκάσθηκε να δεχθή τάς περιποιήσεις και φιλοξενίαν της φιλαδέλφου
Αδελφότητος των Αβραμαίων, οι οποίοι με αγάπην, στοργήν και αυτοθυσίαν, τον
υπηρέτησαν επί μίαν εξαετίαν, ουχί ως άνθρωπον, άλλ’ ως αυτον τον Κύριον,
ανιδιοτελώς προσφέροντες την αγάπην των προς τον έχοντα ανάγκην βοηθείας
αδελφόν.
Είχα την ευτυχίαν και ευλογίαν να τον επισκέπτωμαι συχνά και
μάλιστα να τον συντροφεύσω την τελευταίαν νύκτα της ζωής του. Καθ΄ όλην την
νύκτα ήτο ήρεμος και γαλήνιος, διατηρούσε την πνευματικήν του διαύγειαν μέχρι
και μιάς ώρας προ της εκπνοής του, αν και δεν μπορούσε να ομιλή, λόγω της
μεγάλης δύσπνοιας, πλην αντελαμβάνετο τα πάντα.
Όταν ηρωτήθη επίσης υπό του προαναφερθέντος Καθηγουμένου εάν
προσεύχεται διά τους πατέρας, οπως και διά κάποιαν γνωστήν του οικογένειαν,
απήντησεν:
—Τόσον διά σας και την συνοδείαν σας όσον και διά την
οικογένειαν αυτήν τραβώ κάθε ημέρα κομβοσχοίνι.
Παρ’ ότι υπέφερε πολύ από την άσθένειαν (πιθανόν καρκίνον
του στομάχου) δεν διέκοψε την προσευχην διά τους γνωστούς του. Καθ΄ όλην την
διάρκειαν της ασθενείας του είχε αδιάλειπτον· την προσευχήν. Όταν ηρωτήθη αν
μπορή να προσεύχεται, απήντησε:
—Δεν καταβάλλω προσπάθειαν. Μόνη της έρχεται μέσα μου η
ευχή. Μόνον όταν ομιλούν πολλοί κοντά μου δυσκολεύομαι.
Τέλος βασταζόμενος υπ’ εμού και του πατρός Ανδρέου, παρέδωσε
την μακαρίαν αυτού ψυχην εις χείρας Ζώντος Θεού την 15ην Ιουλίου του έτους
1986.
Έτσι έφυγε σωματικώς από κοντά μας, διά να μας συνοδεύη σ’
όλη την υπόλοιπη ζωή μας η ευχή του.
Αιωνία σου η μνημη, και εύχου υπέρ ημών προς τον
Πανοικτίρμονα Θεόν, Σεβαστέ Γέροντα Θεοφύλακτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου