Γράφει ο Αναστάσιος Λαυρέντζος
Το 1204 ήταν ίσως η πιο σημαντική χρονιά για τον ελληνισμό. Ήταν η χρονιά της πρώτης άλωσης της Κωνσταντινούπολης, όταν η πόλη ήταν ακόμη η Νέα Υόρκη του Μεσαίωνα και όχι η σκιά του εαυτού της που έπεσε αργότερα στους Οθωμανούς.
Από την άποψη αυτή το 1204 ήταν απείρως πιο σημαντικό από το 1453, αλλά με βάση το ιστορικό ερώτημα που έθεσε, πιο σημαντικό και από το 1821... Σε αυτό το ερώτημα θα αναφερθούμε στη συνέχεια και θα δείξουμε ότι ήλθε η ώρα να απαντηθεί οριστικά σήμερα...
Το 1204 η ανικανότητα, αλλά και η ανενδοίαστη βουλιμία ενός πολιτικού συστήματος που θυσίασε καθετί συλλογικό και μακροπρόθεσμο στον βωμό του πρόσκαιρου και του ατομικού, έφερε έξω από τα τείχη της Βασιλεύουσας τις ορδές των σταυροφόρων. Αυτοί δεν είχαν παρά να λεηλατήσουν (με ασύλληπτη βαρβαρότητα για χριστιανούς...) μια πόλη της οποίας τον πλούτο δεν είχαν καν φανταστεί. Θα πετύχαιναν έτσι την πρώτη μεγάλη αποικιακή τους κατάκτηση.
Είχαν προηγηθεί 80 χρόνια βυζαντινής παρακμής, εμφυλίων συγκρούσεων και αλληλοϋπονομεύσεων μεταξύ της αυλικής γραφειοκρατίας και της στρατιωτικής αριστοκρατίας, οι οποίες οδήγησαν σε μια ταχύτατη (για τα δεδομένα της εποχής) συρρίκνωση της αυτοκρατορίας. Ελάχιστοι έχουν συνειδητοποιήσει πόσο εύκολα και πόσο γρήγορα χάθηκε την περίοδο αυτή μια τεράστια γεωγραφική έκταση με συμπαγείς ελληνικούς και ελληνόφωνους πληθυσμούς όπως η Μ.Ασία. Κι όμως, τυφλωμένοι από το πάθος τους οι ντόπιοι διεκδικητές της εξουσίας και του πλούτου, δεν δίστασαν να παραδώσουν ακόμη και τα κλειδιά μεγάλων μικρασιατικών πόλεων, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη στρατιωτική συνδρομή των Τούρκων φυλάρχων στους εμφύλιους πολέμους τους. Αργότερα θα ερχόταν και η ώρα των σταυροφόρων...
Το 1204 είναι σημαντικό και για έναν ακόμη λόγο. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, συρρικνωμένη σε εδάφη και πληθυσμούς, αλλά κυρίως μέσα από την απόλυτη επικράτηση της ελληνικής γλώσσας στη διοίκηση και στην καθημερινή ζωή, απέβαλλε και τα τελευταία στοιχεία του πολυεθνικού της χαρακτήρα και γινόταν όλο και πιο πολύ ένα μεσαιωνικό ελληνικό κράτος. Μέσα από αυτό το κρατικό μόρφωμα ο ελληνισμός ήταν η απόλυτα κυρίαρχη δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, κυρίαρχη σε όλα: στην οικονομία, στην πολιτική, στη γλώσσα. Με την άλωση του 1204 επήλθε και τυπικά η καταστροφή της ελληνικής πολιτικής κυριαρχίας σε αυτή την τεράστια γεωγραφική περιοχή. Έκτοτε δημιουργήθηκε ένα πολιτικό κενό που μόνο ξένες δυνάμεις θα διαγκωνίζονταν για να καλύψουν. Αρχικά το πέτυχε η Δύση, η οποία στη φεουδαρχική της έκφανση δεν είχε ούτε τους θεσμούς ούτε την ιστορική ορμή για να διατηρήσει την επιτυχία της. Αργότερα θα ακολουθούσαν οι Οθωμανοί, οι οποίοι θα επέβαλαν για περισσότερους από τέσσερις αιώνες τη δική τους Pax ala Turka.
Η επακολουθήσασα παρακμή της τουρκικής ισχύος, αλλά και οι ιστορικές συγκυρίες θα ευόδωναν τις αλυτρωτικές προσδοκίες του ελληνικού λαού τετρακόσια χρόνια μετά, όταν με την επανάσταση του 1821 θα άρχιζε η μεγάλη ιστορική εξόρμηση του νεότερου ελληνισμού. Μια εξόρμηση που θα τερματιζόταν οριστικά και δραματικά έναν αιώνα μετά, το 1922, στα βάθη της Μ. Ασίας.
Στα διακόσια χρόνια που κύλησαν από το 1821 έως σήμερα, δόθηκε στον ελληνισμό μια ιστορική ευκαιρία. Να γίνει ένα αυτοδιάθετο ιστορικό υποκείμενο που εν μέρει θα κάλυπτε το πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε το 1204. Τελικά ο ελληνισμός δεν τα κατάφερε. Δεν τα κατάφερε σε επίπεδο θεσμών, σε επίπεδο πολιτικών και οικονομικών ηγεσιών, σε επίπεδο συλλογικής πολιτικής ωριμότητας. Είναι αλήθεια βέβαια ότι εξ αρχής του επιβλήθηκε ξένη επιτροπεία. Στη συνέχεια γνώρισε αναρίθμητες δοκιμασίες: βαλκανικοί πόλεμοι, 1ος και 2ος παγκόσμιος πόλεμος, εμφύλιος, μεταναστευτική έξοδος... Γνώρισε όμως και μια πυκνή αλυσίδα εθνικών καταστροφών: από την εκδίωξη του από την Βόρεια και Ανατολική Θράκη, από τη Μ. Ασία και τελικά από την Κωνσταντινούπολη, από την Αλεξάνδρεια, τη Β. Κύπρο και πρόσφατα από την Β. Ήπειρο. Τίποτε από όλα αυτά όμως δεν στάθηκε ικανό να χαλυβδώσει ένα νέο συλλογικό φρόνημα, αυτό που θα οδηγούσε σε μια νέα ελληνική αφήγηση. Και το αποτέλεσμα το ξέρουμε...
Σήμερα ο ελληνισμός κείτεται ενδεής σε μια γωνία της ανατολικής Μεσογείου και για μια ακόμη φορά έρχεται αντιμέτωπος με το τραγικό δίλημμα του 1453 που έθεσε το μακρινό 1204: υποταγή στη Δύση – που πλέον έχει τους θεσμούς για να εξαλείψει την «ελληνική ασυνέχεια» – ή δορυφοροποίηση στη νεοοθωμανική Τουρκία; Σε αυτό το δίλημμα ο ελληνισμός προσέρχεται ιδεολογικά απορρυθμισμένος και έχοντας χάσει κάθε δημογραφική ζωντάνια. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, δέχεται επί πλέον μια μαζική μεταναστευτική εισροή, η οποία αλλάζει άρδην τα κοινωνικά του χαρακτηριστικά.
Για την υπέρβαση αυτής της υπαρξιακής αγωνίας απαιτείται μια νέα ηγεσία. Πάνω από όλα όμως απαιτείται ένα νέο όραμα. Ένα όραμα που θα μπορούσε να δώσει ξανά ζωτικότητα στον ελληνισμό. Ίσως όλα αυτά να συνιστούν έναν Ηράκλειο άθλο, τον οποίο αδυνατεί να επιτελέσει η ελληνική κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση πάντως κάποιοι πρέπει να δώσουν την έσχατη μάχη για την υπεράσπιση της αξιοπρέπειας μιας ιστορίας και μιας γλώσσας 4.000 ετών...
πηγή
Το 1204 ήταν ίσως η πιο σημαντική χρονιά για τον ελληνισμό. Ήταν η χρονιά της πρώτης άλωσης της Κωνσταντινούπολης, όταν η πόλη ήταν ακόμη η Νέα Υόρκη του Μεσαίωνα και όχι η σκιά του εαυτού της που έπεσε αργότερα στους Οθωμανούς.
Από την άποψη αυτή το 1204 ήταν απείρως πιο σημαντικό από το 1453, αλλά με βάση το ιστορικό ερώτημα που έθεσε, πιο σημαντικό και από το 1821... Σε αυτό το ερώτημα θα αναφερθούμε στη συνέχεια και θα δείξουμε ότι ήλθε η ώρα να απαντηθεί οριστικά σήμερα...
Το 1204 η ανικανότητα, αλλά και η ανενδοίαστη βουλιμία ενός πολιτικού συστήματος που θυσίασε καθετί συλλογικό και μακροπρόθεσμο στον βωμό του πρόσκαιρου και του ατομικού, έφερε έξω από τα τείχη της Βασιλεύουσας τις ορδές των σταυροφόρων. Αυτοί δεν είχαν παρά να λεηλατήσουν (με ασύλληπτη βαρβαρότητα για χριστιανούς...) μια πόλη της οποίας τον πλούτο δεν είχαν καν φανταστεί. Θα πετύχαιναν έτσι την πρώτη μεγάλη αποικιακή τους κατάκτηση.
Είχαν προηγηθεί 80 χρόνια βυζαντινής παρακμής, εμφυλίων συγκρούσεων και αλληλοϋπονομεύσεων μεταξύ της αυλικής γραφειοκρατίας και της στρατιωτικής αριστοκρατίας, οι οποίες οδήγησαν σε μια ταχύτατη (για τα δεδομένα της εποχής) συρρίκνωση της αυτοκρατορίας. Ελάχιστοι έχουν συνειδητοποιήσει πόσο εύκολα και πόσο γρήγορα χάθηκε την περίοδο αυτή μια τεράστια γεωγραφική έκταση με συμπαγείς ελληνικούς και ελληνόφωνους πληθυσμούς όπως η Μ.Ασία. Κι όμως, τυφλωμένοι από το πάθος τους οι ντόπιοι διεκδικητές της εξουσίας και του πλούτου, δεν δίστασαν να παραδώσουν ακόμη και τα κλειδιά μεγάλων μικρασιατικών πόλεων, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη στρατιωτική συνδρομή των Τούρκων φυλάρχων στους εμφύλιους πολέμους τους. Αργότερα θα ερχόταν και η ώρα των σταυροφόρων...
Το 1204 είναι σημαντικό και για έναν ακόμη λόγο. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, συρρικνωμένη σε εδάφη και πληθυσμούς, αλλά κυρίως μέσα από την απόλυτη επικράτηση της ελληνικής γλώσσας στη διοίκηση και στην καθημερινή ζωή, απέβαλλε και τα τελευταία στοιχεία του πολυεθνικού της χαρακτήρα και γινόταν όλο και πιο πολύ ένα μεσαιωνικό ελληνικό κράτος. Μέσα από αυτό το κρατικό μόρφωμα ο ελληνισμός ήταν η απόλυτα κυρίαρχη δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, κυρίαρχη σε όλα: στην οικονομία, στην πολιτική, στη γλώσσα. Με την άλωση του 1204 επήλθε και τυπικά η καταστροφή της ελληνικής πολιτικής κυριαρχίας σε αυτή την τεράστια γεωγραφική περιοχή. Έκτοτε δημιουργήθηκε ένα πολιτικό κενό που μόνο ξένες δυνάμεις θα διαγκωνίζονταν για να καλύψουν. Αρχικά το πέτυχε η Δύση, η οποία στη φεουδαρχική της έκφανση δεν είχε ούτε τους θεσμούς ούτε την ιστορική ορμή για να διατηρήσει την επιτυχία της. Αργότερα θα ακολουθούσαν οι Οθωμανοί, οι οποίοι θα επέβαλαν για περισσότερους από τέσσερις αιώνες τη δική τους Pax ala Turka.
Η επακολουθήσασα παρακμή της τουρκικής ισχύος, αλλά και οι ιστορικές συγκυρίες θα ευόδωναν τις αλυτρωτικές προσδοκίες του ελληνικού λαού τετρακόσια χρόνια μετά, όταν με την επανάσταση του 1821 θα άρχιζε η μεγάλη ιστορική εξόρμηση του νεότερου ελληνισμού. Μια εξόρμηση που θα τερματιζόταν οριστικά και δραματικά έναν αιώνα μετά, το 1922, στα βάθη της Μ. Ασίας.
Στα διακόσια χρόνια που κύλησαν από το 1821 έως σήμερα, δόθηκε στον ελληνισμό μια ιστορική ευκαιρία. Να γίνει ένα αυτοδιάθετο ιστορικό υποκείμενο που εν μέρει θα κάλυπτε το πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε το 1204. Τελικά ο ελληνισμός δεν τα κατάφερε. Δεν τα κατάφερε σε επίπεδο θεσμών, σε επίπεδο πολιτικών και οικονομικών ηγεσιών, σε επίπεδο συλλογικής πολιτικής ωριμότητας. Είναι αλήθεια βέβαια ότι εξ αρχής του επιβλήθηκε ξένη επιτροπεία. Στη συνέχεια γνώρισε αναρίθμητες δοκιμασίες: βαλκανικοί πόλεμοι, 1ος και 2ος παγκόσμιος πόλεμος, εμφύλιος, μεταναστευτική έξοδος... Γνώρισε όμως και μια πυκνή αλυσίδα εθνικών καταστροφών: από την εκδίωξη του από την Βόρεια και Ανατολική Θράκη, από τη Μ. Ασία και τελικά από την Κωνσταντινούπολη, από την Αλεξάνδρεια, τη Β. Κύπρο και πρόσφατα από την Β. Ήπειρο. Τίποτε από όλα αυτά όμως δεν στάθηκε ικανό να χαλυβδώσει ένα νέο συλλογικό φρόνημα, αυτό που θα οδηγούσε σε μια νέα ελληνική αφήγηση. Και το αποτέλεσμα το ξέρουμε...
Σήμερα ο ελληνισμός κείτεται ενδεής σε μια γωνία της ανατολικής Μεσογείου και για μια ακόμη φορά έρχεται αντιμέτωπος με το τραγικό δίλημμα του 1453 που έθεσε το μακρινό 1204: υποταγή στη Δύση – που πλέον έχει τους θεσμούς για να εξαλείψει την «ελληνική ασυνέχεια» – ή δορυφοροποίηση στη νεοοθωμανική Τουρκία; Σε αυτό το δίλημμα ο ελληνισμός προσέρχεται ιδεολογικά απορρυθμισμένος και έχοντας χάσει κάθε δημογραφική ζωντάνια. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, δέχεται επί πλέον μια μαζική μεταναστευτική εισροή, η οποία αλλάζει άρδην τα κοινωνικά του χαρακτηριστικά.
Για την υπέρβαση αυτής της υπαρξιακής αγωνίας απαιτείται μια νέα ηγεσία. Πάνω από όλα όμως απαιτείται ένα νέο όραμα. Ένα όραμα που θα μπορούσε να δώσει ξανά ζωτικότητα στον ελληνισμό. Ίσως όλα αυτά να συνιστούν έναν Ηράκλειο άθλο, τον οποίο αδυνατεί να επιτελέσει η ελληνική κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση πάντως κάποιοι πρέπει να δώσουν την έσχατη μάχη για την υπεράσπιση της αξιοπρέπειας μιας ιστορίας και μιας γλώσσας 4.000 ετών...
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου