Ανεβάζει τους τόνους της αντιπαράθεσης με την βουλευτή της ΔΗΜ.ΑΡ κα.
Μαρία Ρεπούση η Αρχιεπισκοπή που φαίνεται πως άλλαξε στάση και πλέον δεν
αφήνει αναπάντητες τις προκλήσεις της για θέματα θρησκείας και εθνικής
ταυτότητας.
«Τέτοια επιμονή από την πλευρά της κυρίας Ρεπούση αποδεικνύει τη βαθύτατη εμμονή της» δήλωσε στο δελτίο ειδήσεων του STAR ο εκπρόσωπος Τύπου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών κ. Χάρης Κονιδάρης (φωτο).
«Είναι πραγματικά ακατανόητο το σύνδρομο επιθετικότητας που τη διακατέχει απέναντι στην ορθόδοξη Εκκλησία όπως επίσης απέναντι σε κάθε άλλο στοιχείο που συνιστά την ταυτότητα του έθνους μας» συμπλήρωσε, δείχνοντας με τον πιο σαφή τρόπο πως για την Εκκλησία οι δηλώσεις της βουλευτού θεωρούνται πρόκληση.
Στην κα Ρεπούση που από του βήματος της Βουλής κάλεσε τον πολιτικό κόσμο «Να μην κλείνουμε το μάτι στους Μητροπολίτες όταν αναφερόμαστε στο σχολείο» σημειώνοντας πως «Το δημόσιο σχολείο οφείλει να είναι ουδετερόθρησκο» αλλά και πως η αρχαία ελληνική γλώσσα είναι «νεκρή» απάντησαν τόσο ο υπουργός Παιδείας όσο και αρκετοί Βουλευτές.
Μάλιστα ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος των «Ανεξάρτητων ελλήνων» κ. Κώστας Γιοβανόπουλος χαρακτήρισε «νεκρές» τις ιδέες της κας. Ρεπούση.
πηγή
«Τέτοια επιμονή από την πλευρά της κυρίας Ρεπούση αποδεικνύει τη βαθύτατη εμμονή της» δήλωσε στο δελτίο ειδήσεων του STAR ο εκπρόσωπος Τύπου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών κ. Χάρης Κονιδάρης (φωτο).
«Είναι πραγματικά ακατανόητο το σύνδρομο επιθετικότητας που τη διακατέχει απέναντι στην ορθόδοξη Εκκλησία όπως επίσης απέναντι σε κάθε άλλο στοιχείο που συνιστά την ταυτότητα του έθνους μας» συμπλήρωσε, δείχνοντας με τον πιο σαφή τρόπο πως για την Εκκλησία οι δηλώσεις της βουλευτού θεωρούνται πρόκληση.
Στην κα Ρεπούση που από του βήματος της Βουλής κάλεσε τον πολιτικό κόσμο «Να μην κλείνουμε το μάτι στους Μητροπολίτες όταν αναφερόμαστε στο σχολείο» σημειώνοντας πως «Το δημόσιο σχολείο οφείλει να είναι ουδετερόθρησκο» αλλά και πως η αρχαία ελληνική γλώσσα είναι «νεκρή» απάντησαν τόσο ο υπουργός Παιδείας όσο και αρκετοί Βουλευτές.
Μάλιστα ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος των «Ανεξάρτητων ελλήνων» κ. Κώστας Γιοβανόπουλος χαρακτήρισε «νεκρές» τις ιδέες της κας. Ρεπούση.
πηγή

6 σχόλια:
Η βλακεία και η ανοησία δεν έχει προηγούμενο. Αλλά μη δίνουμε σημασία στην προσπάθεια δημιουργίας θορύβου.
Αλήθεια όμως, πόσοι συνέλληνες και μάλιστα εκ των λογχοφόρων φλογοκρατούντων κηρύκων του περικλεούς Αρχαίου Ελληνισμού μπορούν να διαβάσουν Ξενοφώντα, ας πούμε, από το πρωτότυπο; Για μην πάμε σε Ηράκλειτους, Παρμενίδηδες, Εμπεδοκλήδες κλπ. Έστω και σε νεοελληνική απόδοση βρε παιδί μου. Μάλλον ουδείς. Απόδειξη; Η πλήρης δουλεία του πνεύματος και ο όγκος ρυπαρής λυματολάσπης η οποία έχει κατακλύσει τον εγκέφαλο.
Η μελέτη της ελληνικής γραμματείας απελευθερώνει. Δεν υποδουλώνει.
Είπε ο Διονύσης Σαββόπουλος:
Πρέπει να σας πω ότι δεν ήμουν πάντοτε υπέρ των τόνων.
Τούς θεωρούσα διακοσμητικά στολίδια, κατάλοιπα άλλων εποχών, που δεν χρειάζονται πια. Και καθώς δεν ήμουν ποτέ καλός στην ορθογραφία, το μονοτονικό με διευκόλυνε
. Βέβαια, η γλώσσα χωρίς τόνους φάνταζε στα μάτια μου σαν σεληνιακό τοπίο, αλλά νόμιζα ότι αυτό ήταν μια προσωπική μου εντύπωση, θέμα συνήθειας. Ώσπου συνέβη το εξής:
Είχα βρεθεί για ένα διάστημα ν’ ακούω συστηματικά, καινούργια ανέκδοτα τραγούδια, επωνύμων και ανωνύμων, για λογαριασμό τής δισκογραφικής εταιρείας “ Λύρα”, προκειμένου αυτή να τα ηχογραφήσει ή να τα επιστρέψει στους συνθέτες.
Είναι δύσκολο ν’ απορρίπτεις και ακόμα δυσκολότερο να εξηγείς το γιατί. Όταν βέβαια το τραγούδι είναι τετριμμένο ή άτεχνο, η εξήγηση είναι εύκολη. Μού συνέβη όμως να δω τραγούδια όπου οι στίχοι δεν ήταν άσχημοι και η μουσική δεν ήταν τυχαία, επιπλέον ταίριαζε θεματικά και με τους στίχους. Κι όμως, το τραγούδι συνολικά δεν “ κύλαγε” όπως λέμε( οπότε το επιστρέφαμε στον ενδιαφερόμενο με διάφορες ασάφειες και υπεκφυγές.
Το πράγμα με απησχόλησε. Έφερνα στο μυαλό μου μεγάλες ωραίες επιτυχίες, παλιά τραγούδια (…) και τα συνέκρινα μ’ αυτά που απέρριπτα, ώσπου μετά από μήνες διεπίστωσα κάτι πολύ απλό: Όταν μια μουσική μετατρέπει συστηματικά τις μακρές συλλαβές σε βραχείες ή όταν ανεβάζει την φωνή εκεί όπου υπάρχει απλώς μια περισπωμένη, ενώ την κατεβάζει συστηματικά εκεί που υπάρχει ψιλή οξεία, όταν δηλαδή η μουσική κινείται αντίθετα -προσέξτε, αντίθετα όχι στο ρυθμό τού ποιήματος, αλλά αντίθετα στις αναλογίες τονισμού και αντίθετα στην ορθογραφία του- τότε όσο έξυπνη και να ‘ναι, κάνει το τραγούδι δυσκίνητο και ασθματικό.
Στα πετυχημένα τραγούδια δεν συμβαίνει αυτό. Βέβαια, όταν γράφει κανείς πάνω σ’ ένα ρυθμό ή σ’ ένα μουσικό δρόμο, πρέπει να ακολουθήσει τα καλούπια τους, οπότε θα υπάρχουν σημεία όπου αυτή η πείρα που περιέγραψα, δεν τηρείται.
Αυτό όμως θα συμβεί μόνον όταν δεν γίνεται αλλιώς. Και πάντα η βιασμένη λέξη θα τοποθετείται έτσι ώστε να προηγούνται και να έπονται επιτυχείς στιγμές, ώστε να μειώνεται η εντύπωση τής ατασθαλίας, η οποία έτσι συνδυασμένη ωφελεί, διότι το τραγούδι αλλιώς θα ήταν μηχανικό. Κάτι τέτοιο δεν το είχα προσέξει. Και ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα ότι οι τόνοι και τα πνεύματα ίσως να μην ήταν διακοσμήσεις, ίσως να είχαν λόγο.(…)
Μέσα στο στούντιο είχα και δύο εκπλήξεις. Να η πρώτη: Προσπαθώντας να ακούσω την διαφορά οξείας και περισπωμένης, διάβασα την φράση: “ Λυγά πάντα η γυναίκα”. Το “ πάντα” ακούγεται ψηλότερα από το “ λυγά” που παίρνει περισπωμένη. “ Λυγά πάντα η γυναίκα’ ακούγεται όμως περιέργως ψηλότερα κι από το “ γυναίκα”, που όμως παίρνει οξεία. Γιατί άραγε; Τηλεφώνησα σ’ έναν φίλο και έμαθα ότι η “ γυναίκα” οφείλει να παίρνει παρισπωμένη, διότι είναι τής τρίτης κλίσεως, η οποία όμως καταργήθηκε, γι’ αυτό πήρε οξεία η “ γυναίκα”.
Να λοιπόν, που από άλλο σημείο ορμώμενος, αναγκάστηκα να συμφωνήσω ότι κακώς καταργήθηκε η τρίτη κλίση αφού στην φωνή μας εξακολουθεί να υπάρχει “ Λυγά πάντα η γυναίκα” λοιπόν και παίρνει και περισπωμένη.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΕ..
Η δεύτερη έκπληξη: Έδωσα σ’ έναν ανύποπτο νέο, που παρευρισκόταν στο στούντιο, να διαβάσει λίγες φράσεις. Εκεί μέσα είχα βάλει σκοπίμως την ίδια λέξη ως επίθετο και ως επίρρημα, διότι είχα πάντα την περιέργεια να διαπιστώσω αν προφέρουμε διαφορετικά το ωμέγα από το όμικρον. Ακούστε τις φράσεις:
Είν’ ακριβός αυτός ο αναπτήρας. Ας μην είν’ ωραίος, έχει την αξία του. Ναι, ακριβώς αυτό ήθελα να πω”.
Ακουστικώς δεν παρατήρησα διαφορά. Έκοψα τις δύο λέξεις και τις κόλλησα την μία κατόπιν της άλλης. Ακούστε το!
“ Ακριβός… ακριβώς”.
Ελάχιστη διαφορά στο αυτί’ ο ηχολήπτης μόνον επέμενε ότι το δεύτερο είναι κάπως πιο φαρδύ. Ας το ξανακούσουμε:
“ Ακριβός… ακριβώς”.
Ασήμαντη διαφορά. Συνδέσαμε τότε τον παλμογράφο. Να το διάγραμμα του επιθέτου ακριβός, όπως προέκυψε, και να το πολύ πλουσιότερο τού επιρρήματος. Δεν είναι καταπληκτικό;
Όταν το είδα, τα μηχανήματα του στούντιο μού φάνηκαν σαν όργανα του παραμυθιού. Ο παλμογράφος μού φάνηκε σαν μια σκαπάνη που, κάτω από το έδαφος της καθημερινής ομιλίας, ανακαλύπτει αυτό που δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει, έστω μέσα σε χειμερία νάρκη, αυτό που συνειδητοποίησαν και προσπάθησαν να μνημειώσουν οι Αλεξανδρινοί δύο χιλιάδες χρόνια πριν.
Τίποτε δεν χάθηκε.
Όλα υπάρχουν.
Αρκεί να προσέξουμε αυτό το τραγούδι της καθημερινής ομιλίας που πηγαινοέρχεται συνεχώς ανάμεσά μας. Ακούστε πώς ηχούν οι τονισμοί. Ακούστε τα μακρά. Ακούστε την λαϊκή τραγουδίστρια πώς αποδίδει το ωμέγα ή την ψιλή οξεία (…).
Τέλος, ακούστε την θεία φωνή του Ανδρέα Εμπειρίκου, την παράξενη απαγγελία που κυνηγά την λάμψη της οξείας, τον πλούτο της διφθόγγου, τους τόνους και την ορθογραφία, σαν μουσικά σύμβολα μιάς φωνής που προϋπάρχει αδιάκοπα και οδηγεί το ποίημα.(…)
Δεν περιφρόνησα καμμιά άποψη και δεν κολάκευσα καμιά. Προσπάθησα να πω τρείς φορές τρείς αλήθειες.
Πρώτον: Τα ελληνικά είναι τραγούδι. Κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να απλοποιήσει ένα τραγούδι ή να το δει πρακτικά. Γιατί να δούμε λοιπόν τα ελληνικά, πρακτικά;
Δεύτερον: Όποιος σταθεί αλαζονικά απέναντι στα ρεφρέν που τον ψυχαγώγησαν διά βίου, στρέφεται εναντίον της προσωπικής του ιστορίας και πίστης. Τα ίδια μπορεί να πάθει ένας λαός με την γλώσσα. Ιδίως αν η γλώσσα του είναι τα ελληνικά.
Τρίτον: Τα ελληνικά ως τραγούδι είναι ανυπόφορα δύσκολα. Κανείς δεν τα βγάζει πέρα με τα ελληνικά. Απέναντι στα ελληνικά θα είμαστε πάντα φάλτσοι και αγράμματοι. Αλλά τί να γίνει; Σημασία έχει η συνείδηση ότι τα μιλάμε, όχι για να γίνουμε δεξιοτέχνες, αλλά για να γίνουμε άνθρωποι.
Ευχαριστώ.
Αν το είπε, δείχνει το βάθος του ήθους και της μόρφωσης της κυρίας. Δεν μπορώ να δεχτώ οτι ένας αντιπρόσωπος του Ελληνικού κοινοβουλίου σκέφτεται ετσι και τον πληρώνουμε αδρα για να ακουμε τετοιες μπουρδες. Θα στειλω ενα μειλ στην έδρα ελληνικών σπουδων στο Κειμπριτζ να τους πως ποσο ηλιθιοι ειναι που διδασκουν αρχαια Ελληνικά και Λατινικα. Τελικα μονο μια πυρηνική βομβα μας σώζει ή καλύτερα τον υπολοιπο κόσμο από εμας….
Νεκρή είναι η δική της γλώσσα, που είναι ξύλινη.
Την έχουμε και στη βουλή .
Ούτε αυτή την ανεκδιήγητη καταφέραμε να βάλουμε στη θέση της.
Α, ρε Ζουράρις που της χρειάζεται !
Γνωρίζει η “αριστερή” Ρεπούση ότι ο Μαρξ διάβαζε αρχαία ελληνικά, και πως η διδακτορική του διατριβή είχε θέμα την δημοκρίτεια και επικούρεια θεώρηση της φιλοσοφίας;
Δημοσίευση σχολίου