Αντίπερα του ποταμού τρεις ζευκολάτες κάμνουν·
΄πο κείθθε κάμν΄ ο Γιαννακός, ΄πο δάθθε κάμν΄ ο Κρίτος,
ανάμεσά τους και τους δκυό κάμν΄ο Μωρογιαννάκας.
Βκαίννει ο ήλιος το πρωίν πάντα και χαιρετά τους:
«Παρακαλώ σε, Γιαννακό, πόσον σιτάριν βάλλεις;»
«Έχω ευκήν την μάνας μου, κατάραν του κυρού μου,
και του μιαλλύττερου μ' αρφού, να μεν το μολοήσω,
σαν μ΄έβαλες εις τον Θεόν, να σου το μολοήσω·
σιτάριν βάλλω δώδεκα, κριθάριν δεκά πέντε,
κουκιά και βίκον δεκακτώ ΄π΄ανωρίς ποζέγνω.»
«Ευκήν σ' αφίννω Γιαννακό, αύριον μεν εζέξης·
αρκιμηνιά κι αρκιχρονιά και πρώτη του Γεννάρη,
κι είναι τ΄αγίου Βασιλειού κι εν κάμνουσιν ζευκάριν.»
Και θέλεις επαράκουσεν, θέλεις καταύτις κάμνει,
σηκώννεται ΄που το πωρνόν και πάει στο ζευκάριν·
έζεξεν κι επροστάφκιασεν εννιά μοδκιών χωράφιν,
μα ΄που την πρώτην αυλακιάν κουράκισεν τ΄αλέτριν.
«Βάστα τον, μαύρε, τον πυρκάν, κι εσού, πυρκά, τον μαύρον,
να δώσουμεν να βκάλουμεν ρίζαν του καλαμιώνα.»
Βαστά ο μαύρος τον πυρκάν και ο πυρκάς τον μαύρον,
κι εδώσασιν κι εφκάλασιν τρικέφαλην κουφούλλαν,
κι εδώσασιν κι ετυλίχτηκεν πα στο σταυρίν τ΄αλέτρου.
Τα χέρκα του εψήλωσεν, πάνω Θεόν δοξάζει:
«Δοξάζω σε, καλέ Θεέ, δοξάζω τ΄όνομά σου,
καμμιά δουλειά εν γίνεται, δίχως το θελημάν σου·
Θεέ μου, στράψε μιαν στραπήν, στράψε και μιαν μεάλην,
κι έφκαλε μιαν μιαλλύττερην πα στο σταυρίν τ΄αλέτρου,
μήτε τα βούδκια να καούν, μήτε ο ζευκολάτης,
μόνον τα ζευλοράμματα, να φύουσιν τα βούδκια.»
Και τότε στράφτει μιαν στραπήν, στράφτει και μιαν μεάλην,
στράφτει και μιαν μιαλλύττερην πα στο σταυρίν τ΄αλέτρου,
μήτε τα βούδκια κάησαν, μήτε ο ζευκολάτης,
μόνον τα ζευλοράμματα, κι εφύασιν τα βούδκια.
Επήεν εις το σπίτιν του κι ήτουν πολλά γλιμμένος,
γλιμμένος και περίλυπος και καταδισκασμένος.
«Κι ίντα ΄παθες ά Γιαννακό κι είσαι πολλά γλιμμένος,
γλιμμένος και περίλυπος και καταδισκασμένος;
Μήπως του σσιού εισαί γλομός και του ηλιού καμένος,
όξα ΄ν΄ που τον πατέραν σου, που είσαι πικραμμένος;»
«Μήτε του σσιού είμαι γλομός, μήτε του ΄λιού καμένος,
μήτε που τον πατέραν μου εν, που ΄μαι πικραμμένος,
μα μόνον εν που τον Θεόν, που ΄μαι καταραμένος.
Σήμμερα είν' αρκιχρονιά και πρώτη του Γεννάρη
κι είναι τ΄αγίου Βασιλειού, κι εν κάμνουσιν ζευκάριν!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου