Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου π. Ιεροθέου
Συχνά
έρχονται στην επικαιρότητα θέματα και προβλήματα τα οποία απασχόλησαν
στο παρελθόν την ανθρωπότητα, την κοινωνία και την Εκκλησία και χύθηκε
πολύ μελάνι για να αντιμετωπισθούν.
Είναι ένας ιστορικός νόμος ότι γίνεται ανακύκληση των ιδίων φαινομένων, αφού ο άνθρωπος ζή σε κάθε εποχή και είναι ο ίδιος.
Ο αρχαίος
σοφός Ηράκλειτος κάνει λόγο για το «κατά πάντα κατ’ έριν γίνεσθαι»,
δηλαδή το «γίνεσθαι» είναι συνέπεια συγκρούσεως των αντιθέτων, όλα
βρίσκονται σε διαρκή κίνηση και αλλαγή.
Πολλές φορές
γίνεται λόγος για τον ρατσισμό ή τον φυλετισμό που είναι η «κοινωνική ή
πολιτική πρακτική διακρίσεων απέναντι σε φυλετικές, εθνικές, κοινωνικές
κλπ. ομάδες που θεωρούνται κατώτερες» (Γ. Μπαμπινιώτης). Βέβαια, άλλο
είναι ο εθνισμός, δηλαδή η αγάπη προς το Έθνος, την Πατρίδα, και άλλο
είναι ο εθνικισμός ή εθνοφυλετισμός, που είναι το προβάδισμα και ο
υπερτονισμός μιας φυλής σε βάρος της ενότητας της κοινωνίας.
Η Σύνοδος της
Κωνσταντινουπόλεως το έτος 1872, αντι¬κρού¬οντας περιπτώ-σεις
εθνοφυλετισμού που παρατηρήθηκαν την εποχή εκείνη και δημιουργούσαν
προβλήματα στην εκκλησιαστική ζωή, απεφάνθη ότι ο εθνοφυλετισμός είναι
«ξένος» προς την παράδοση της Εκκλησίας, είναι «νεωτερική λύμη», είναι
«φυλε¬τική παρασυναγωγή» και τελικά είναι «καινή δόξα», δηλαδή αίρεση.
Επομένως, το
θέμα αυτό είναι λελυμένο από πλευράς ορθשּׁδό¬ξου πίστεως, αλλά δυστυχώς
στον πρακτικό τομέα δημιουργούνται παρεκτροπές και διάφοροι Χριστιανοί
διακατέ¬χονται από ρατσιστικές και εθνοφυλετικές ιδεολογίες ή πρακτικές.
Τέτοιες καταστάσεις διασπούν την ενότητα της Εκκλησίας και αλλοιώ¬νουν
την οικουμενική της αποστολή που συμβαδίζει με την αγάπη καθενός στην
Εκκλησία και την Πατρίδα.
Έτσι, οι
σύγχρονοι Χριστιανοί, Κληρικοί και λαϊκοί, δεν μπορούμε να
διακατεχόμαστε από ρατσιστικά ή εθνοφυλετικά ιδεολογήματα που
λειτουργούν σε βάρος της ορθοδόξου πίστεως και ζωής, γιατί έτσι
καταργούμε στην πράξη την εντολή του Χριστού να διδάξουμε όλα τα έθνη,
αφού όλοι είναι κεκλημένοι στην θεία ζωή και την εκκλησιαστική εμπειρία.
Ούτε εμείς
οι νέοι Ιεράρχες πρέπει να υιοθετούμε παλαιότερες πρακτικές συνεργα¬σίας
με αντιδημοκρατικές νοοτροπίες και καταστάσεις, οι οποίες καταργούν το
πολιτικό, αλλά και το εκκλησιαστικό σύστημα διοίκη¬σης, όπως έγινε το
1967.
Επίσης, δεν
μπορούμε να υιοθετούμε πρακτικές βίας εναντίον συνανθρώπων μας που δεν
ανήκουν στην ίδια με μας φυλή και θρησκεία. Η αγάπη που πρέπει να
προσφέρουμε σε κάθε αλλόφυλο και αλλοεθνή είναι βασική διδασκαλία του
Χριστού.
Ας θυμηθούμε
την παραβολή του καλού Σαμαρείτου, στην οποία ο Χριστός δίδαξε ότι
πρέπει να προσφέρουμε βοήθεια σε κάθε άνθρωπο που πάσχει και υποφέρει,
έστω και αν είναι αλλοεθνής και αλλόφυλος, και να θεραπεύουμε τις πληγές
του με το κρασί και το λάδι, αλλά να τον φέρουμε και επάνω «στό ίδιο
κτήνος» και να τον οδηγούμε στο «Πανδοχείο» για πλήρη θεραπεία.
Η σκληρή και
απάνθρωπη διαγωγή του «ιερέα» και του «λευΐτη», όπως παρουσιάζεται στην
ίδια παραβολή, καταδικάζεται από τον Χριστό.
Όλα αυτά
είναι δεδομένα και αναμφισβήτητα. Αλλά υπάρχουν δύο επί μέρους
πραγματικότητες που πρέπει να τονισθούν, επειδή πρέπει να ζούμε σε
ευνομούμενες πολιτείες, στις οποίες πρέπει να επικρατούν καταστάσεις
ειρήνης, δικαιοσύνης και αγάπης.
Η πρώτη πραγματικότητα είναι ότι δεν πρέπει να συμβή στον χώρα μας αυτό που έχει χαρακτηρισθή ως «λιβανοποίηση».
Κατά τον εμφύλιο πόλεμο που γινόταν στον Λίβανο για μια δεκαπενταετία (1975-1990) βρέθηκα εκεί ένα χρονικό διάστημα.
Ήμουν αυτόπτης μάρτυς συγκρούσεων μεταξύ Χριστιανών Μαρωνιτών (όχι των Ρούμ Όρθοδοξ) και των Μουσουλμάνων.
Στην αρχή δεν
μπορούσα να καταλάβω γιατί σκοτώνονται μεταξύ τους οι κάτοικοι αυτής
της μικρής Χώρας και μάλιστα μέσα στην όμορφη Πόλη της Βηρυττού, που
ήταν τότε πράγματι το μικρό Παρίσι της Ανατολής.
Μέ τον καιρό,
όμως, και την εξέταση των πραγμάτων διεπίστωσα ότι οι κάτοικοι του
Λιβάνου είχαν να αντιμετωπίσουν ένα μεγάλο πρόβλημα.
Μετά την
απελευθέρωσή τους από τον Οθωμανικό ζυγό, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού
αιώνα, καθόρισαν τον τρόπο της λειτουργίας των θεσμών της Χώρας
(Πρόεδρο, Πρωθυπουργό, Πρόεδρο Βουλής, Υπουργούς κλπ.) σύμφωνα με το
ποσοστό των διαφόρων θρησκευτικών και πολιτιστικών ομάδων, ήτοι
Μαρωνιτών, Ρωμηών Ορθοδόξων, Σουνιτών Σιϊτών κλπ.
Όμως, με την
πάροδο του χρόνου, η αθρόα και ελεύθερη είσοδος των διαφόρων
Μουσουλμανικών ομάδων άλλαξε τα δημογραφικά δεδομένα της χώρας, οπότε
μερικοί ήθελαν την αλλαγή του Συντάγματος, που να εξυπηρετή την νέα
πραγματικότητα.
Έτσι, μαζί με
άλλα αίτια, εξερράγη ο εμφύλιος πόλεμος που προκάλεσε μεγάλη αιμορραγία
στην Χώρα σε ανθρώπινες ζωές, αλλά και υλικά αγαθά.
Το πρόβλημα,
λοιπόν, είναι να μη ζήσουμε στην Χώρα μας αυτό το φαινόμενο της
«λιβανοποίησης» της κοινωνικής και εθνικής ζωής, που πιθανόν να είναι
σχέδια που απεργάζονται διάφορα κέντρα στην Δύση και στην Ανατολή.
Και αυτό
είναι πρωτίστως ευθύνη του Κράτους, το οποίο πρέπει να ενδιαφέρεται για
την επίλυση των διαφόρων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, αλλά
δεν πρέπει να παραβλέπη, αφ’ ενός μεν τα τεκταινόμενα σχέδια
γεωπολιτικών αλλαγών, αφ’ ετέρου δε τα γεγονότα που συντελούν στην
αλλοίωση της πολιτιστικής ταυτότητας της κοινωνίας μας.
Πρέπει να
παραμείνη άρρηκτος ο βασικός κοινωνικός και πολιτιστικός ιστός στην
κοινωνία μας, γιατί διαφορετικά θα χάσουμε την πολιτιστική και
πνευματική ιδιοπροσωπία μας και την ιδιαίτερη τατυτότητά μας.
Το Κράτος με
τους θεσμούς του, πρέπει να αναλάβη δράση στον τομέα αυτό, ώστε στην
συνέχεια να μη διαμαρτύρεται όταν κάποιοι άλλοι προσπαθούν να καλύψουν
αυτό το κενό, ουσιαστικά την αδράνειά τους.
Η δεύτερη
πραγματικότητα είναι ότι πρέπει να ενισχυθούν ακόμη περισσότερο οι
δημοκρατικοί θεσμοί στην Χώρα μας, γιατί από όλα τα συστήματα που
επικρατούν στην ανθρωπότητα η Δημοκρατία είναι το καλύτερο, παρά τις
όποιες αδυναμίες που αναφύονται σ' αυτήν.
Πρέπει να αγρυπνούμε γι’ αυτό και να μη επιτρέπουμε την υπονόμευση των Δημοκρατικών αρχών και θεσμών.
Μπορεί
μερικοί πολιτικοί να έχουν κάνει λάθη, και ασφαλώς έκαναν, αλλά δεν
πρέπει στο όνομα αυτών των λαθών να υπονομεύεται το υγιές δημοκρατικό
πολίτευμα, με την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, οι θεσμοί μιας
κοινωνίας και τελικά αυτή η ίδια η Δημοκρατία.
Διαβλέπω δε
κάποιες υπερβολικές κριτικές -συνειδητές ή ασυνείδητες– στους
δημοκρατικούς θεσμούς. Προσωπικά νομίζω ότι οι «ολίγιστοι» πολιτικοί
είναι καλύτεροι από τους «πανέξυπνους» δικτάτορες, που στερούν τις
ελευθερίες του λαού.
Φυσικά, και
οι πολιτικοί δεν πρέπει να εκμεταλλεύωνται τους δημοκρατικούς θεσμούς
προς ίδιον όφελος. Ούτε, βέβαια, πρέπει να επικρατήση «η δημοκρατία του
θεατή», ούτε να ισχύη κατά πάντα η λεγόμενη «ειδικευμένη τάξη», ούτε
φυσικά να υπάρχουν δυνάμεις που να οδηγούν τον λαό στο να γίνη «τό
κοπάδι που τα ‘χει χαμένα», «τό ζαλισμένο κοπάδι», για να θυμηθώ τον
Νόαμ Τσόμσκι που ερμήνευσε ανάλογα γεγονότα.
Στην Ευρώπη
τον περασμένο αιώνα εμφανίσθηκαν ιδεολογίες που ξεκίνησαν από τις
θεωρίες του Ρουσώ –παρά τα θετικά σημεία– για επάνοδο στην φύση και
περνώντας μέσα από διάφορες διαδικασίες έφθασαν στον υπεράνθρωπο του
Νίτσε, με τις βασικές αρχές του ότι είναι ανάγκη να φονευθή ο Θεός, να
μη λυπάται κανείς τον πλησίον, να διακατέχεται κανείς από τον ανελέητο
πόθο για την εξουσία και φυσικά, ύστερα από όλα αυτά, όλα επιτρέπονται,
αφού ο υπεράνθρωπος είναι πάνω από την ηθική διάκριση κακού και καλού.
Αυτή η απάνθρωπη ιδεολογία γέννησε τον φασισμό και τον ναζισμό, που
αιματοκύλισε την ανθρωπότητα και γέννησε τον άθεο υπαρξισμό με το
σύνθημα «οι άλλοι είναι η κόλασή μου».
Στην εποχή
που ζούμε και μάλιστα σε αυτήν την Χώρα, ιδίως αυτήν την περίοδο που από
ό,τι φαίνεται η κρίση δεν είναι απλώς οικονομική, αλλά κατ’ εξοχήν
γεωπολιτική και ανταγωνιστική διαφόρων οικονομιών, Ανατολής και Δύσης,
απαιτείται νηφαλιότητα, σωφροσύνη, διάκριση.
Και προ παντός απαιτείται να στερεώσουμε και ενισχύσουμε ακόμη περισσότερο τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Επί πλέον θα
πρέπει να αντιμετωπισθή από το Κράτος, σε ορθή κατεύθυνση, το φαινόμενο
της λαθρομετανάστευσης, που εδεχομένως να είναι το ισχυρό όπλο των
διαφόρων κέντρων λήψεως αποφάσεων, για να διαλύσουν τον κοινωνικό και
πολιτιστικό ιστό της Πατρίδας μας.
Το πρόβλημα
που δημιουργείται σήμερα προέρχεται από την ολιγωρία των νομίμων αρχών,
αλλά και από ρατσιστικές ιδεολογίες στην πρακτική τους μορφή, οι οποίες
καλύπτουν μερικά κενά σε βάρος ανθρώπων που είναι θύματα της παγκόσμιας
αδικίας.
Επομένως,
είμαστε εναντίον του ρατσισμού και της βίας, αλλά υπέρ της Δημοκρατίας
που οργανώνεται σωστά, καθώς και υπέρ της διατηρήσεως της πολιτιστικής
ταυτότητας της Χώρας μας.–
πηγή
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου