Ο Παναγιώτης ο Τσίγκανος ήταν ένας φίλος μου, τετραπληγικός από είκοσι χρονών, σαρανταπεντάρης πια.
Όταν έβγαινε έξω, είχε πάντα μαζί του κάτι πορτοκαλί αυτοκόλλητα που έγραφαν “είμαι γάιδαρος, παρκάρω όπου βρω”, για αυτοκίνητα που τον εμπόδιζαν να περάσει με το καρότσι του.
Πηγαίναμε πάντα στην ίδια καφετέρια, δούλευε ένα κορίτσι εκεί με μάτια πράσινα σκούρα. Έπαιρνε το πρωί στη δουλειά και μου έλεγε: «Ωραία λιακάδα σήμερα, έχει ήλιο ωραίο, θέλω να δω τα μάτια της, είσαι; Θά ‘ρθεις να πάμε για καφέ;» Eίμαι. Θά ‘ρθω.
Πήγε πριν χρόνια σε μια εκδήλωση για τους αναπήρους, στο Πολεμικό Μουσείο. Είχαν πάει και επίσημοι και υπουργοί. Μια λιμουζίνα ήταν παρκαρισμένη μπροστά στη ράμπα για τους ανάπηρους. Ρώτησε το σοφέρ ποιανού είναι, έμαθε, μπήκε από την άλλη ράμπα, ζήτησε το λογο και είπε: «Είμαι τετραπληγικός και θέλω να ευχαριστήσω τον υπουργό κ. Τάδε, που ήρθε να μιλήσει στους αναπήρους και πάρκαρε πάνω στη ράμπα τους. Δεν θα μείνω να τον ακούσω». Κι έφυγε.
Έζησε όρθιος
Πολεμούσε χωρίς να πάρει ανάσα. Συνεχώς. Όσο πιο αδύνατη η νίκη, τόσο πιο πεισματικά πολεμούσε. Έκανε αυτό που δεν γίνεται.
«Έστιψε» την αναπηρία του μεσα στην παράλυτη γροθιά του κι έβγαλε φλόγα και πάθος για ζωή.
Aγωνίστηκε μέχρι το τέλος να μη δώσει τίποτα στην αναπηρία του. Τίποτα πέρα από τα βιολογικά παρεπόμενά της, εκείνα που του ‘παιρνε χωρίς να τον ρωτήσει. Αυτό, όπως καταλαβαίνει κάθε νοήμον ον, είναι απλώς αδύνατο. Δεν μπορούσε ούτε νερό να πιει μόνος του. Για κείνον δεν είχε σημασία όμως.
Εκείνος θεωρούσε αυτονόητο να παλεύει για το αδύνατον. Ένας άνθρωπος που δεν ένιωθε τίποτα από το στήθος και κάτω, αγωνιζόταν για μια ζωή, όχι «κανονική», αλλά πολύ παραπάνω. Ποτέ δεν αρκέστηκε να επιβιώνει. Ο Παναγιώτης διατύπωνε διαρκώς μια «αυθάδη» και πολυστρωματική αξίωση. Αξίωνε μέχρι τέλους το πάθος του για δυο πράσινα μάτια και ταυτόχρονα την αγωνία του για έναν κόσμο με λιγότερη βαρβαρότητα. Είναι παράξενο αλλά και ελπιδοφόρο: ένας ανώνυμος άνθρωπος, που είχε είκοσι πέντε χρόνια να σταθεί στα πόδια του, έζησε και πέθανε όρθιος.
Μέσα στα δακρυγόνα
Πέρυσι, στις δεκαπέντε Ιουνίου, στη μεγάλη συγκέντρωση, έγινε ένα ξαφνικό ντου, αναρχικοί πετάξανε πέτρες στα ΜΑΤ, τα ΜΑΤ ρίξανε δακρυγόνα, ο κόσμος τραβήχτηκε πισω….τα γνωστά. Ο Παναγιώτης όμως δε βιαζότανε να φύγει. Ούτε μάσκα, ούτε τίποτα, ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου και κοιτούσε γύρω του αμέριμνος, χαρούμενος, εκεί, στην πλατεία, μέσα στους καπνούς. Εκεί που θα γυρίσουμε, όταν φύγουν οι μπάτσοι. Εκεί, στο δικό μας χώρο, εκεί που μιλάνε οι διαμεσολαβούμενοι και ακούνε οι διαμεσολαβητές.
Πάμε, του λέω, τι κάνουμε εδώ, θα πνιγούμε, τα μάτια μου, δεν αντέχω. Ανησυχούσα και για το καρότσι, για το μοτέρ, πέτρες παντού, μάρμαρα, μικρά τα ροδάκια, πώς να ελιχθείς σε τέτοιες συνθήκες...
Κάτσε λίγο ακόμα, λίγο ακόμα και θα φύγουμε. Ήρθε ένα παιδί με μάσκα στο πρόσωπο κι ένα κομμάτι μάρμαρο στο χέρι, ένας «από μηχανής μπαχαλάκιας» και του λέει: Κύριε, καλύτερα να πάτε πιο πίσω. Γύρισε απρόθυμα και αποτραβήχτηκε, όχι πολύ, ίσα ίσα να βγούμε από τα δακρυγόνα, νά ‘μαστε κοντά στον κόσμο, αλλά μπροστά για να βλέπει.
Ούτε ο πιτσιρικάς αναρχικός δεν μπορούσε να καταλάβει τι γύρευε εκεί αυτός ο ανάπηρος και πώς φερόταν έτσι. Όλα τα πρόσωπα είχαν ένταση, το δικό του γιατί είχε αυτό το χαζοχαρούμενο ύφος, σαν πιτσιρίκι σε λούνα παρκ; Γιατί αυτός ο ανάπηρος, ακριβώς εκεί, ανάμεσα σε ανθρώπους που αγωνίζονται, ένιωθε σαν στο σπίτι του. Εκεί βρισκόταν ανάμεσα σε δικούς του ανθρώπους, όχι με τη βιολογική, αλλά με την πιο βαθιά πολιτική έννοια, εκεί η αγωνία του για έναν κόσμο πιο λογικό και πιο δίκαιο συναντούσε κι άλλες χιλιάδες αγωνίες. Εκεί, στον επανανοηματοδοτημένο δημόσιο χώρο, ο πολίτης Παναγιώτης Τσίγκανος δεν ήθελε να χάσει ούτε σταγόνα από το κρασί της συλλογικότητας, το τόσο σπάνιο που το γεύεσαι λίγο, αλλά και τόσο μεθυστικό να μην το ξεχάσεις ποτέ. Γιατί ο Παναγιώτης, δε διανοήθηκε ποτέ να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του σαν πολίτης, ούτε να παραιτηθεί από τα αντίστοιχα δικαιώματά του.
Στο σύμπαν των γενναίων ανθρώπων
«Την έχω την αναπηρία, δεν με έχει», του άρεσε να λέει. Τόση ενέργεια, τόση απίστευτη ενέργεια, να αντιπαλεύει έναν κομμένο νωτιαίο μυελό, επί εικοσιπέντε χρόνια.
Αυτό που ξέρουν, λένε πως η ενέργεια δε χάνεται, μόνο μετασχηματίζεται κι αλλάζει επίπεδα, αντιληπτά ή όχι από τις αισθήσεις. Δεν ξέρω αν έχουν δίκιο, αλλά αν έχουν, ξέρω πού θα πάει ο Παναγιώτης. Θα πάει στο αραιοκατοικημένο σύμπαν των γενναίων ανθρώπων. Θα ζει εκεί, ανάμεσα σε άλλους σαν κι αυτόν, ανάμεσα σε ανθρώπους που δε λύγισαν ποτέ, ούτε έγραψε ποτέ η ιστορία μια λέξη γι αυτούς.
Θα ζει όμως κι εδώ, στις χαοτικές διαδρομές της μνήμης όσων τον γνώρισαν. Στη μικρή, ολόφρεσκια αύρα που άφησε στο δημόσιο χώρο. Στα μάτια των γυναικών που αγάπησε και τον αγάπησαν. Στην μαχητικότητα που δίδαξε όσους τον πλησίασαν.
Μολονότι το μεταφυσικό βάθος τού γράφοντος είναι σχεδόν μηδέν, οφείλει να παραδεχτεί ότι αυτός ο ανάπηρος που πέθανε προχτές, έζησε κόντρα στη λογική, τις «γραμμικές» θεωρίες της προσωπικότητας και τις νομοτελειακού τύπου αποφάνσεις. Ο Παναγιώτης ήταν Άνθρωπος και Πολίτης. Ας μην είχε τις βιολογικές προϋποθέσεις να ζήσει «σαν άνθρωπος», ούτε τις πολιτικές προϋποθέσεις συμμετοχής στα δημόσια πράγματα.
Αν βάλουμε από τη μια μεριά τη ζωντάνια του κι από την άλλη τον κομμένο μυελό του, το χειροπιαστό ηττήθηκε.
Έφυγες όρθιος, όπως έζησες κι όπως σου άξιζε. Ένας ανάπηρος, πιο όρθιος από εκατό αρτιμελείς.
Καλό ταξίδι, φίλε.
Β.Τ.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου