Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011

Πόσο πολύ σ'αγάπησα....




Μη τρέχεις.. δεν σε προφταίνω.. και φοβάμαι μη σε χάσω..
-Διψάω γιαγιά..
Εβγαλες πίσω από την ποδιά το αλουμινένιο παγούρι να ξεδιψάσω.. μου σκούπισες τις σταγόνες που έσταζαν από τα χείλη μου…
Και σ’ αγκάλιασα εκεί στη μέση του χωμάτινου δρόμου.. μου άρεσε να μυρίζω τη μυρωδιά του σαπουνιού της γκρι ρόμπας σου.. Πάντα η ίδια μοσχοβολιά που την έλεγα γιαγιακίλα.. !
Το κορμί σου τόσο ίσιο.. περήφανο.. τα μαλλιά σου μαζεμένα πίσω στο χαμηλό κότσο να μη ξεφεύγει καμιά τούφα..και τα μάτια στο χρώμα του διάφανου μελιού.. όταν δάκρυζες έπαιρναν μια πρασινωπή απόχρωση.. τα έλεγα μαγικά.. όμοιο χρώμα δεν έχω ανταμώσει ακόμα….
Μου κρατούσες τους γυμνούς ώμους και ζεσταινόμουν μες το λιοπύρι του Αυγούστου μα δεν ήθελα να χάσω το άγγιγμα σου έτρεμε η παλάμη σου και σκιάχτηκα..
Εφτανα στο ύψος του λιπόσαρκου στήθους σου...
Μου μπήκε ένα χαλίκι στο πέδιλο.. και κούτσαινα. Έσκυψες μου ξεκούμπωσες το πέδιλο και χάιδεψα το μαντήλι σου..
-Το παλιοχάλικο πόνεσε το ποδαράκι του παιδιού μου! Αστέρι μου!
Πώς ήξερες να με κάνεις να ψηλώνω.. τα πιο ωραία παραμύθια που σκάρωνες.. η παρότρυνση να βλέπω πάνω και να μη περπατώ σκυφτή..
-Οποιος κοιτά στα χάμω χάνει τον ορίζοντα και τα όνειρα που κάνεις.. μη τα ακουμπάς στο χώμα πουλάκι μου!
Μη κουλουριάζεσαι στο κρυφτό να ανεβαίνεις στα δέντρα να κρυφτείς δεν θα το σκεφτεί κανείς να σε αναζητήσει εκεί..
Στρίψαμε το δρομάκι και στη στροφή περάσαμε στον τσιμεντένιο δρόμο.. τινάξαμε τα ρούχα να φύγει η σκόνη και χτυπούσαμε τα παπούτσια σαν να χορεύαμε το δικό μας χορό.. εσύ και εγώ..
Σε διεκδικούσα από τους άλλους.. είναι δική μου έλεγα από μέσα μου να μη πλακωθούμε με τα άλλα εγγόνια.
Ποτέ δεν μου είπες όσες φορές και αν σε ρώτησα, ποιόν αγαπάς περισσότερο, πως με έχει βάλει πρώτη…
-Δεν υπάρχει πολύ για λίγο, στην αγάπη καρδούλα μου.. όταν αγαπάς ένας τρόπος υπάρχει και δεν έχει ζύγι!
Μια φορά σε κρυφάκουσα.. έκανα την κοιμισμένη και μιλούσατε.. αν αντέχει ο άνθρωπος στις στεναχώριες.. και σε άκουσα να λες:
-Όλα τα αντέχει, είναι στη φύση του που έχει φροντίσει, ο πόνος δεν σκοτώνει.. βασανίζει.. ματώνει.. λυγάει.. αλλά δεν σκοτώνει.. η πρώτη που έπρεπε να είχε χαθεί είμαι εγώ που έχασα δυο παιδιά…
Βιαζόσουν και το βήμα μου σε καθυστερούσε.. σήμερα δεν ήταν σαν τις άλλες φορές που κατεβαίναμε στην αγορά για τα ψώνια της μέρας.
Το κλάμα μου σε έκανε να με πάρεις μαζί σου αφήνοντας τα άλλα τρία μικρά στην Αγγελική της Δέσπως.
Κάτι σου είπε η Αγγελική ερχόμενη στο σπίτι τρέχοντας και εσύ με τη ρόμπα με βούτηξες και έτρεχες.
Δεν μας είπες τίποτα για τη βιάση..
Το δίχτυ των ψώνιων παρατημένο κρεμόταν στο καρφί στην κουζίνα..
Κάτι είχε μα δεν το έδειχνε.
Πέρασε το λεωφορείο από το στενό δρόμο και κάναμε στην άκρη.. τόση η απόσταση από τις δυο μάντρες που σέρνονταν ίσα κάτω.. προφυλάσσοντας τα κτήματα..
Φτάσαμε στα πρώτα σπίτια ..στις πρώτες βιαστικές «καλημέρες»… η γιαγιά να μη σταθεί;
Η αδελφή της υπηρέτρια από τα νιάτα της στο σπίτι του γιατρού την περίμενε στην πόρτα του σπιτιού..
Με άφησε λίγο στο παράθυρο..
-Σάματις ξέρω και εγώ μάτια μου; την άκουσα να λέει. Εφυγε ο γιατρός σαν τον ειδοποίησαν.. άμα περάσεις βάλε μια φωνή περιμένω το νερό και δεν μπορώ να φύγω…
Περάσαμε από τον Γρηγόρη με τα χωνάκια τα παγωτά και τα γάλατα. Τις έκανε νόημα στρίβοντας την παλάμη του σε σχήμα ερωτηματικό… του κούνησε το κεφάλι σαν να του έλεγε «δεν ξέρω».
Ανταμώσαμε τον Παναγιώτη και του λέει λαχανιασμένη:
-Καλό να έχεις μάτια μου στείλε τηλεγράφημα στον Νίκο.. ξέρεις εσύ.. καλό να χεις..
Καμιά κουβέντα σου δεν ήταν χωρίς τρυφεράδα..
Για όλους μια καλή κουβέντα..
-Ενας λόγος καλός δεν κοστίζει βρε!
Για κανένα δεν είχες να πεις κακό..
-Ο καθένας είναι χωριστός από τον άλλον και το δικό σου κακό είναι καλό για τον άλλον έλα στη θέση του και δικαστής μη γίνεσαι.. να μη σε δικάσει η συνείδηση σου… αν έχεις! Θέλω να γέρνω στο μαξιλάρι μ’ αλαφριά την καρδιά μου.. τι με κόφτει πως χειρίζεται ο καθένας το σπιτικό του; Ας κοιτάω την τύφλα μου!
Σαν φτάσαμε στην αγορά την πλησιάζει ο Αντρέας ο ξάδελφος της..
-Τον πάνε σπίτι είναι και ο γιατρός μαζί του.
Εκεί σαν να λιγοψύχησε, παραπάτησε…
-Τι έχεις γιαγιά; Σου φώναξα φοβισμένη.
-Τίποτα πουλάκι μου! και με έσφιξες.. το κορμί σου έτρεμε.. και εκεί στη μέση του δρόμου άρχισα το κλάμα…
-Να βρε κουτό κάνεις και τη γιαγιά να κλάψει! Αντε να πάρουμε μια άμαξα να πάμε μπρος τα πίσω.. γιατί την ανηφόρα δεν την μπορώ…
Καθίσαμε στην άμαξα και έβαλες το χέρι αντήλιο μη πέφτει ο καυτός ήλιος στα μάτια μου…
Φτάσαμε σπίτι και τα παιδιά στην πεζούλα καθισμένα.
Είχαν μαζευτεί οι γειτόνισσες.. κάποια με έσπρωξε να μη μπω στη κάμαρα..
Κάθισα δίπλα στους άλλους…
-Φέρανε τον παππού άρρωστο, είπε η Μαρία και φοβάμαι θέλω τη μαμά μου….
Οι διακοπές του καλοκαιριού… μαύρισαν..
Ετρεξα στο απέναντι χωράφι με τα σπαρμένα.. έσπρωχνα τα στάχυα και προσπαθούσα να φτάσω στην φραγκοσυκιά.. εκεί που ο παππούς έπινε τον απογευματινό καφέ του και αγνάντευε το πέλαγος…
Την άλλη μέρα έφτασαν τα παιδιά του..
Εκλαιγα ασταμάτητα… κρυφά αλλά τα μάτια μου με πρόδιναν γίνονταν πράσινα και πρησμένα….
Τρεις μέρες άντεξε ο παππούς….

Ένα εγκεφαλικό την πήρε τρεις μήνες μετά

Σαν έρχονταν στιγμές που λύγιζα που έβλεπα αδιέξοδους δρόμους ένοιωθα το χέρι σου χωμένο στη χούφτα μου.. την ισιάδα του κορμιού σου.. να με περπατά..
Στην πιο τραγική στιγμή που μόνο μικρή δεν ήταν.. με πρόσεχες και δεν με άφηνες να κλάψω μη σου πάρω τη μαγεία των ματιών σου…………

Γιαγιά Αντιγόνη

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Τρυφερή Ιστορία.Αξίζει να την Διαβάσεις.