Χριστέ μου, δόστου τη χαρά, τη μόνη που μπορούσε
να σου ζητήση απάνω εκεί νοσταλγικά η ψυχή του.
κάνε το θάμμα κι άσε τον να ζήση όπως εζούσε
σε μια μεριά που, τάχατες, να μοιάζη το νησί του.
Νάναι τα βράχια στο γκρεμό βαθιά κουφαλιασμένα,
νάχη σωριάσει η θάλασσα στην αμμουδιά τα φύκια,
κι αράδα-αράδα στο γιαλό δεμένα, αποσταμένα,
να σιγοτρίζουν τα φτωχά σκιαθίτικα καΐκια.
Νάναι οι νησιώτισσες οι γριές, κ’ οι νιες, οι πεθαμένες
αυτές που τις θλιμμένες τους μας έλεγε ιστορίες -
να γνέθουν το λινάρι οι γριές στην πόρτα καθισμένες,
και δίπλα στα παράθυρα ν’ ανθίζουν οι γαζίες.
Κ’ ύστερα ακόμα νάναι ελιές, και νάναι κυπαρίσσια,
σκυμμένα νάναι και το φώς τ’ αχνό να προσκυνάνε,
να τονε περιμένουνε στον κάμπο τα ξωκκλήσια
Και την καμπάνα τους μακρυά οι αγγέλοι να χτυπάνε.
Δόστου, Χριστέ μου, τη στερνή χαρά να ιδή και πάλι
τη γνώριμή του τη ζωή κοντά στ’ ακροθαλάσσι !
Αχ, έτσι αθώα, κ’ έτσι απλά κι αγνά την είχε ψάλει,
που της αξίζει εκεί ψηλά μαζί μ’ αυτόν ν’ άγιάση!
Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932), Ποιήματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου