Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

“Η μεγάλη Αγρύπνια”, 1975

http://www.poiein.gr/wp-uploads/agripnia.jpg


Μουσική: Ελένη Καραΐνδρου,
Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη,
Εξώφυλλο: Γιάννης Τσαρούχης

Οι Έλληνες έναν καιρό

Οι Έλληνες κάποιους καιρούς
τα βάζανε με τους θεούς
και χτίζανε τα κάστρα
γιά να πατήσουν τ΄άστρα.
Φέρνουν λιθάρια ριζιμιά
και ξεχερσώνουν τα βουνά
μέτρα και πάλι μέτρα
τους τέλειωσεν η πέτρα.

Βάζουν βουνό σ΄άλλο βουνό
σκαλίτσες γιά τον ουρανό
μα κι οι θεοί θυμώνουν
τα χέρια τους απλώνουν

Να μην τους φτάνουν τα ψωμιά
και ναν΄όπως το γράφω
όπου καθένας θα πεινά
εκεί να βρίσκει τάφο
όπου καθένας θα πεινά
εκεί να βρίσκει τάφο.

Οι Έλληνες έναν καιρό
ψωμί δεν είχαν και νερό
γι΄αυτό σε κάθε βήμα
σκάβανε κι ένα μνήμα.

Βάζαν κανάτι πήλινο
και σταυρουδάκι ξύλινο
λαδάκι και λυχνάρι
να φέγγει το Γενάρη.

Μπαίνανε μέσα νηστικοί
και περιμέναν μοναχοί
την ώρα του θανάτου
να κατεβούνε κάτου.

Μα είχανε καλού-κακού
μαζί τους το κανάτι
μήπως ιδρώσουν και διψούν
ο χάροντας και τ΄άτι.
Μήπως ιδρώσουν και διψούν
ο χάροντας και τ΄άτι.

Η αποκάλυψη

Θα ‘ρθει μιά μέρα της φωτιάς
κι η πόλη θα κοιμάται
και στα βαθιά σας όνειρα
γυμνοί θα περπατάτε

Θα ‘ρθει καιρός αγιάτρευτος
με τσόκαρα στα πόδια
και θα λαφιάση τα μωρά
τα δέντρα και τα βόδια

Όποιος κοιμάται
και δεν ακούσει
και δε μιλήσει
πικρούς αιώνες θα περιμένει
την άλλη κρίση

Θα ‘ρθει κρατώντας το σπαθί
το δίκοπο στο χέρι
και θα φωνάξει του φονιά
να ρίξει το μαχαίρι
θα΄ρθη ξανθός αρχάγγελος
απ΄την απάνω πόλη
να σπείρει δώδεκα φορές
το χέρσο περιβόλι

Όποιος κοιμάται
και δεν ακούσει
και δε μυρίσει
πικρούς αιώνες θα περιμένει
την άλλη κρίση

Μην το ξυπνάτε

Τα μεσημέρια στην κάτω πόλη
το ξέρουν όλοι,
το΄δα κι εγώ
ένα κορίτσι λιγνό σα στάχυ,
τα΄χει δεν τα΄χει
τα δεκαοκτώ.

Τα μεσημέρια μέσα στον κόσμο
κρατώντας δυόσμο
με το δεξί
ανοίγει δρόμο
χιονίζει - βρέχει
και δεν προσέχει
που περπατεί.

Μην το ξυπνάτε
είναι χαμένο
σε τόπο ξένο
ύπνο βαθύ.
Μην το ξυπνάτε
θα λαχταρήσει
όταν γυρίσει
ξανα στη γη.

Τα μεσημέρια η κάτω πόλη
σαν περιβόλι
μοσχοβολεί

Περνάει εκείνο μέσα στη ζάλη
και το κεφάλι
αργοκινεί.
Παραμερίζουν κι αυτό γελάει
αλλού κοιτάει
και χαιρετά
ίσως πιό πάνω ίσως πιό πέρα
κι απ΄τον αέρα
που το βαστά.

Μην το ξυπνάτε …
περνάει εκείνο μέσα στη ζάλη
και το κεφάλι
αργοκινεί

Τα χαίρε

Στου καραβιού την πλώρη τα πουλιά
τον Οδυσσέα βρήκαν
μοναχό αγνάντευε το πέλαγο και τη στεριά που στένευε και τραγουδούσε

Χαίρε Ναυσικά
κρυμμένο παρά θιν΄ αλός
αμύριστο μυστήριο

Ανέβαινε τη σκάλα του ουρανού
τις ωρες τις μικρές ο Ρωμανός
και στο κατωφλι ξάγρυπνος κοιτούσε τον παράδεισο
και μελωδούσε

Χαίρε Μαριάμ
κρυμμένο στη βαθειά σπηλιά
αμύριστο μυστήριο

Ο κυρ - Αλέξανδρος
στον Ιλισό
λιτάνευε τις όμορφες ψυχές
σκυφτός στο φεγγαρόφωτο
και το λιβάνι πύκνωνε κι ονειρευόταν

Χαίρε το Λενιώ
κρυμμένο άνθος του γιαλού
αμύριστο μυστήριο

Άκου

Άκου πατημασιές
μέσα στις δημοσιές
σα φίδια που τρυπώνουν μες στα χόρτα
κρυφά να σταματούν σε κάθε πόρτα

Ωωω, πού να κρυφτεί τέτοιο παιδί
Ωωω, σκοτεινός τόπος δε χωρεί
το Σαραντάπηχό μου

Άκου συρτές φωνές
μέσα στις γειτονιές
καλούν τα παλληκάρια ένα-ένα
που βγαίνουν από έρωτα πιωμένα

Ωωω, πώς να καεί τέτοιο κλαδί
Ωωω, τέτοια φωτιά πώς θα τον πιεί
τον Σαραντάπηχό μου

Άκου τις μουσικές
μέσα στις λαγκαδιές
χορέυουν με τον χάροντα στο πλάι
αγόρια που το αίμα τους μιλάει

Ωωω, πώς θα χαθέι τέτοιο κορμί
Ωωω, μαύρο τραγούδι ποιός θα πει
στο Σαραντάπηχό μου

Κ.Χ. Μύρης



Δεν υπάρχουν σχόλια: