Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

Για μια κούπα κρασί

Ο ήλιος μόλις έχει γείρει πίσω απ’ έναν αμμόλοφο βυθίζοντας τον ξάστερο ουρανό και την απέραντη έρημο σ’ ένα υποβλητικό χρυσοπόρφυρο χρώμα. Το παγωμένο βράδυ της έρημου που όλη μέρα κρυβόταν λουφασμένο μακρυά απ’ το πυρακτωμένο και αδυσώπητο βλέμμα του, ξεχύνεται τώρα ανυπόμονο και αγκαλιάζει τα πάντα μ’ ένα δυνατό ανατρίχιασμα. Κάπου σαλεύουν μερικοί φοίνικες. Λίγες καμήλες γονατίζουν ήμερα τα πόδια τους λες και ετοιμάζονται για την προσευχή τους. Όλα εδώ στην έρημο φαίνονται να ζουν και να υπάρχουν μέσα στην ίδια έντονη αντίθεση: το φως και το σκοτάδι, η ζέστη και το κρύο, η κατάξερη άμμος και η παραδεισένια όαση, η αγριάδα και η ημερότητα, η αμαρτία και η αγιότητα·..

Ο αρχιληστής με τα παλληκάρια του έχουν κιόλας τυλιχτεί στις χοντρές κουβέρτες από καμηλότριχα και κάθονται σιωπηλοί γύρω απ’ τη φωτιά, που σιγοτρίζει διακριτικά. Τα πρώτα άστρα τρεμοσβήνουν στον ουρανό, που παίρνει τώρα ένα μπλε βαθύ χρώμα.

«Έλα, πιες λίγο», τολμά να διακόψει ο πιο νεαρός με το αραιό μουστάκι στο χνουδωμένο εφηβικό πρόσωπο καθώς προτείνει τη πήλινη κούπα στον αρχηγό του.

Έτσι, χωρίς να προσέχει, και με το βλέμμα βυθισμένο στο άπειρο ο αρχιληστής παίρνει και πίνει βυθισμένος σε σκέψεις που μόνο αυτός και ο Θεός είναι σε θέση να γνωρίζουν… Είναι κάμποσες μέρες τώρα που τα παλληκάρια του τον βλέπουν αλλιώτικο, χωρίς γούστο για «δουλειές» και τρεχάματα, χωρίς κέφι για έξυπνες φάρσες και χωρατά. Τί νάναι άραγε αυτό που τον βασανίζει; Μήπως τα νέα απ’ τη γριά μάνα του που κηδεύτηκε πριν ένα μήνα στην Οξύρρυγχο ή απ’ τον μοναχογιό του, που, σαν είχε πεθάνει η μακαρίτισσα η γυναίκα του, τον είχε αφήσει πεντάχρονο στα χέρια αυτής της γιαγιάς του και τώρα μαθαίνει πως πήγε καλόγερος στο μοναστήρι του Παχώμιου στη Ταβέννησι;

«Από πού είναι το κρασί Αλέξανδρε;» αναστενάζει και ρωτά τον νέο που του το πρόσφερε, -λες και η δυνατή γεύση του τον ξύπνησε από βαθύ λήθαργο.

«Είναι του γερο-Αμμούν από τη Θήβα», απαντά εκείνος με διάθεση. Και πασχίζοντας να διώξει τη κακοκεφιά από το πρόσωπο του αρχηγού του συνεχίζει: «θυμάσαι που μας «φίλεψε» τις προάλλες; Μα την αλήθεια, πολύ φοβητσιάρης είναι τούτος ο γέρος. Έτρεμε σαν φύλλο βλέποντας τη χατζάρα σου. Εγώ σου είπα να του ζητήσεις και τα μαργαριτάρια, αλλά δεν ξέρω γιατί δεν μ’ άκουσες. Όλοι ξέρουν πως στα νιάτα του ήταν βουτηχτής στην Ερυθρά θάλασσα ».

Ένα σύννεφο έπεσε στο πρόσωπο του αρχηγού και τον βύθισε πάλι στη βαριά σιωπή του. Ένας-δύο απ’ τους άλλους έγειραν βαριεστημένοι μέσα στις κουβέρτες τους. Ο Αλέξανδρος παραιτημένος έκανε να σηκωθεί, για να φέρει λίγο νερό στη καμήλα που κάθονταν γονατισμένη από πίσω τους.

«Ε, ποιός είναι τούτος;» ακούστηκε όμως πάλι, καθώς έκανε να σταθεί στα πόδια του.

Το αετίσιο βλέμμα του είχε καρφωθεί περίεργα σε μια σκιά που μόλις είχε εμφανισθεί πίσω απ’ τον απέναντι βράχο και απιθώνοντας χάμου κάτι σαν ένα μικρό αγγείο έσκυβε τώρα κουρασμένα, για να πιεί απ’ το λιγοστό νεράκι που σιγοκελάρυζε στη βάση του.

«Α, είναι ο Παφνούτιος», μονολόγησε ο έφηβος και στράφηκε πάλι με κέφι στον αρχηγό του. «Καπετάνιο, ξέρεις πώς είσαστε και πατριωτάκια; Είναι απ’ την Οξύρρυγχο. Οι θρήσκοι τον έχουνε για άγιο. Θα τ’ άκουσες και συ πως από τότε που έγινε καλόγερος δεν έχει βάλει στάλα κρασί στο στόμα του. Λένε μάλιστα πως έχει βάλει νόμο στον εαυτό του να μην το ξαναγευτεί ποτέ το ευλογημένο. Για δες τον πώς σέρνει τα πόδια του! Πούθε νάρχεται τέτοια ώρα;»

Το βλέμμα του αρχιληστή καρφώθηκε επίμονα πάνω στη λιγνή, κουρασμένη σιλουέτα. Ένας κόμπος σταμάτησε για λίγο στο λαιμό του. Μετά η ανάσα του έγινε πιο γρήγορη… Άπλωσε την άδεια του κούπα στον Αλέξανδρο.

«Κέρνα», ψιθύρισε επιτακτικά, δίχως να πάρει το βλέμμα του απ’ τον καλόγερο. Ο Αλέξανδρος σήκωσε παραδομένα τους ώμους και σκύβοντας γέμισε πάλι τη κούπα του αρχηγού του.

«Ε, γέροντα!», έμπηξε εκείνος έξαφνα μια φωνή φέρνοντας το δεξί του χέρι χωνί στο στόμα. «Έτσι λέει ο Θεός; Δεν σ’ ήξερα εγώ και γι’ ακατάδεκτο! Κόπιασε λίγο να ξεκουραστείς και να μας κάνεις παρέα, που μπεζερίσαμε».

Ο καλόγερος σάστισε· έτσι ανασκουμπωμένος όπως ήταν και πριν καλά-καλά προλάβει να σβήσει τη δίψα του, στυλώθηκε πάλι και κοίταξε προς το μέρος των ληστών. Το ήμερο βλέμμα του διαπέρασε το μισοσκόταδο και στάθηκε στο πρόσωπο του αρχιληστή. Εκείνος λες και το ‘νιωσε να τον διαπερνά. Τινάχθηκε ολόρθος, δίχως να γείρει διόλου τη γεμάτη κούπα απ’ το χέρι του, ενώ με το δεξί χάιδεψε τη λαβή του μικρού ξίφους του. Τα παλληκάρια του τον κοίταξαν παραξενεμένα. Μόνο ο Φιλάγριος, που ήταν και ο πιο ηλικιωμένος, σαν κάτι δήθεν να κατάλαβε και κούνησε το κεφάλι του ανήσυχα.

«Κάτι τέτοιους σαν τον Παφνούτιο δεν τους γυρνάς εύκολα το κεφάλι, καπετάνιο. Μάταιος κόπος! Φτάνουνε τόσοι μάρτυρες και λείψανα στις εκκλησιές. Κοίταξε, μη μαγαριστούμε τέτοια ώρα για το τίποτε».

Ο Παφνούτιος είχε ρίξει πάλι κάτω τον αναδιπλωμένο χιτώνα του και τους πλησίαζε με κουρασμένα, αλλά σταθερά βήματα.

«Είθε να σωθείτε… Καλησπέρα…», είπε σαν κοντοστάθηκε μπροστά στον αρχηγό καταταλαιπωρημένος και κάθιδρος απ’ την οδοιπορία. Το βλέμμα του είχε κάτι το ιλαρό και ανυποψίαστο.

Ο αρχιληστής γύμνωσε το ξίφος του. Τα παλληκάρια σηκώθηκαν αργά και σαστισμένα. Το βλέμμα του αρχηγού τους δεν έδειχνε τίποτε το άγριο ή θυμωμένο. Πρότεινε τη κούπα στον γέροντα και κραδαίνοντας με το άλλο το ξίφος του είπε σε τόνο υψωμένο, χωρίς όμως να κρύβει εντελώς ότι υποκρίνεται:

«Έλα, αββά! Πιες! Ξέρεις πως δεν τους συμπαθώ εγώ τους ακατάδεκτους…» κι έκανε ένα ανεπαίσθητο νόημα με το ξίφος του.

Ο Παφνούτιος τον κοίταξε για λίγο κατάματα σωπαίνοντας. Το βλέμμα του διαπεραστικό, διέκρινε την ανθρωπιά και τη συμπάθεια κρυμμένη στη χειρονομία του αρχιληστή… Ναι, αυτόν δεν τον ξεγελούσε… Χαμήλωσε καλογερικά τα μάτια, πήρε το κρασί με συγκρατημένο χαμόγελο, σταυροκοπήθηκε, σταύρωσε και την κούπα και ήπιε… Δεν την κατάφερε με μιας. Σταμάτησε. Πήρε ανάσα, ξερόβηξε, κοίταξε ένα γύρο με κάποιο ίχνος αθώας ντροπής και κατόπιν ήπιε και το υπόλοιπο.

Ό καπετάνιος έβαλε το ξίφος στο θηκάρι και τον κοίταξε με στοργή,

«Συχώρα με, αββά, σε στενοχώρησα», χαμογέλασε λες και μιλούσε με τη συχωρεμένη τη μάνα του.

Ο ασκητής έβαλε το δεξί χέρι στη καρδιά, ενώ με το άλλο σήκωσε την άδεια κούπα λίγο αόριστα προς τα πάνω.

«Πιστεύω στον Θεό πως γι’ αυτό εδώ το ποτήρι θα σ’ ελεήσει και σε τούτη τη ζωή και στην άλλη…»

Ένα δάκρυ αργοκύλησε στα μάτια του αρχηγού. Το είδε ο Αλέξανδρος και, κρακ, σαν κάποιος βράχος να ‘ σπάσε μέσα του. Η σιωπή τους τύλιξε για λίγο, όπως η πρωινή πάχνη τα βλαστάρια που είναι έτοιμα να ξεμυτίσουν στα σταροχώραφα την άνοιξη. Ο καπετάνιος κόμπιασε. Μετά πήρε βαθιά ανάσα και ξεστόμισε:

«Κι εγώ πιστεύω στον Θεό, Γέροντα, πως, να… με την ευχή σου,… από τώρα δα,… να, δεν θα ξαναπειράξω κανένα». Του Αλέξανδρου του ήρθε να κλάψει.

Ο Παφνούτιος -θα ‘λεγες με κρυφό καμάρι- κοίταξε απ’ τη κορφή ως τα νύχια τον αρχηγό και μετά είπε με σοβαρότητα: «Κι εγώ το πιστεύω αυτό παιδί μου».

Ο καπετάνιος σαν κάτι να κατάλαβε. Χαμήλωσε το βλέμμα, έφερε τα χέρια στη μέση, έλυσε το ξίφος και εκείνο έπεσε μόνο του στην άμμο. Μετά γονάτισε κάτω με φυσικότητα κι άρχισε να κλαίει με συγκρατημένους λυγμούς μπροστά στον γέροντα. Πέντε παλληκάρια ένα γύρο στέκονταν άφωνα και κοιτούσαν σκεπτικά τη ζεστή και διψασμένη άμμο. Μερικά δάκρυα έπεσαν πάνω της και εκείνη τα ρούφηξε αχόρταγα. Ένας-δυό έπεσαν στα γόνατα. Ξημέρωσαν όλοι εκεί γύρω απ’ τη φωτιά κι ο Παφνούτιος δεν κουράστηκε να τους μιλά όλη νύχτα κι εκείνοι ν’ ακούν εκστατικοι και πότε-πότε να ρωτούν με ενδιαφέρον, ενώ κάτι αδιόρατο έπαλλε βαθιά μεσ’ στη καρδιά τους.

Κάποιος απ’ τη Κωνσταντινούπολη που ήρθε μετά από χρόνια ρωτώντας, για να μάθη τα κατορθώματα των ασκητών, σημείωσε λακωνικά στις μεμβράνες του: «Και κέρδισε ο γέροντας όλη την συμμορία, επειδή άφησε το θέλημά του για την αγάπη του Κυρίου».

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: