Περισσότερες φωτογραφίες εδώ
Ο Κώστας Μπαλάφας γεννήθηκε το 1920 στην Κυψέλη της Αρτας, ορεινό χωριό της Ηπείρου, από γονείς αγρότες.
Στο χώρο της φωτογραφίας τον συναντούμε το 1939 στα Γιάννενα, όπου έζησε τον πόλεμο του 1940 και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση 1941-44. Φωτογράφισε τον ένοπλο αντάρτικο αγώνα κατά των κατακτητών και τον αποτύπωσε στο φωτογραφικό λεύκωμα Το Αντάρτικο στην Ήπειρο. Από το 1951 εργάστηκε στη ΔΕΗ και τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο του τον διέθεσε στη φωτογραφία.
Οι σκληρές συνθήκες ζωής των παιδικών του χρόνων και οι αγώνες του ελληνικού λαού εκείνο τον καιρό για ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια επέδρασαν στον ευρύτερο ψυχισμό του και διαμόρφωσαν το ύφος της φωτογραφικής του δουλειάς, ιδίως σε θέματα κοινωνικού προβληματισμού, τα οποία κυρίως τον απασχόλησαν.
Κατά καιρούς περπάτησε όλη σχεδόν την Ελλάδα και την απέδωσε με τον δικό του τρόπο σε φωτογραφική εικόνα.
"Ο Κώστας Μπαλάφας για το Όρος"
[ ...] Στο Όρος, όταν πήγα την πρώτη φορά, είχα αρκετό σιδερικό μαζί. Είχα τη Rolleiflex σαν κύριο μηχάνημα και μια Nikomat για τα εσωτερικά, για να έχει ένα φωτεινό φακό και χαμηλές ταχύτητες. Ποτέ δεν χρησιμοποίησα φλας, γιατί καταστρέφει τον περίγυρο.
Παίρνει τόσα φλύαρα στοιχεία που με το φως μπορώ να τα απομονώσω. Κυρίως είναι ο αμείλικτος ρεαλισμός του φωτογραφικού φακού που θέλει μαεστρία στη χρησιμοποίησή του, ώστε να απομονώσεις από την πεζότητα των άλλων πραγμάτων εκείνα τα στοιχεία που έχουν αισθητική αξία, για να τους δώσεις ακριβώς αυτή την αίγλη που έχει η τέχνη, τη μαγεία της αλήθειας και της πραγματικότητας. Η τέχνη στην προσέγγισή της από τον άνθρωπο έχει μια ομορφιά κι έχει και το χάρισμα, εφόσον είναι πλαστικά καλή, να ζει και μετά τον καλλιτέχνη. Αυτό το βλέπουμε και στα ομηρικά έπη που δεν πάλιωσαν ακόμη και είναι η χρυσομάνα της λογοτεχνίας. Ο Αχιλλέας δεν θα ήταν παρά ένας από τους χιλιάδες πολεμιστές που έχει κάθε χώρα. Αλλά επειδή ο Όμηρος τον είχε μεγάλο και σαν τέτοιο τον παρουσίασε στο ποιητικό του έργο, έγινε ο πανανθρώπινος ήρωας των λαών. Έτσι και ο φωτογράφος, έχει έγνοια πως θα μπορέσει να απομονώσει, από τη σωρεία της πεζότητας, εκείνα τα πράγματα που έχουν μια αισθητική αξία. Αυτό προσπάθησα κι εγώ, όσο μπορούσα βέβαια, να προσεγγίσω το φυσικό στοιχείο.
[ ...] Κάθε φορά που έφευγα από το Όρος, έφευγα από έναν τόπο που θαρρείς και ήταν από τη φύση του αγιασμένος. Η λαϊκή αρχιτεκτονική, οι λαϊκοί μαστόροι έκαναν το θαύμα τους, έκαναν εκείνα τα κομψοτεχνήματα με έναν απόλυτο σεβασμό προς το περιβάλλον και το φυσικό χώρο. Οι άνθρωποι που υπηρετήσαν αυτόν το χώρο με την προσευχή και την εργασία τους κατόρθωσαν να κάνουν ένα χώρο συνάντησης, θα λεγε κανείς, του προσωρινού και του ανθρώπινου με το αιώνιο και το άγιο. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή που κάνει ο Σπύρος Μελάς για την ομορφιά του Αγίου Όρους, όταν πρωτοπήγε σε αυτό: «Σαν τι άραγε περισσότερο να χει ο Θεός στον Παράδεισό του από το Αγιον Όρος;».
Τα ταξίδια μου αυτά με βοήθησαν στο πως είδα την ανθρώπινη απληστία. Είδα οι άνθρωποι εκεί να είναι ευχαριστημένοι με το τίποτα. Αυτή η ακτημοσύνη, το να μην έχει τίποτα ολότελα δικό του κανένας, αυτή η αλληλεγγύη που έχουν μεταξύ τους, τα διακονήματα που με την καρδιά τους κάνουν, τον κόσμο αυτόν που φιλοξενούν με τόση χαρά και με τόση ευχαρίστηση, και όλα αυτά με μια ποιότητα ανθρωπιάς. Εκεί πέρα, λοιπόν, σε μιαν άλλη κοινωνία ανθρώπων, σ'; ένα κομμάτι του Βυζαντίου που λες και ξέκοψε από τον κύριο κορμό και πήγε και συνδέθηκε σε κείνο το πόδι της Χαλκιδικής είδα ανθρώπους εντελώς ξεχωριστούς, με δικό τους ημερολόγιο, δικό τους ωράριο, δικό τους γλωσσάρι, δική τους ανθρώπινη συμπεριφορά. Όλα αυτά με αποξένωσαν γενικά από την άλλη ζωή και είδα αυτούς τους ανθρώπους διαφορετικά. Έτσι, λίγο φοβισμένους ανθρώπους, σκιαχτερές φιγούρες, που πιστεύουν βέβαια στο Θεό αλλά και τον φοβούνται. Τους έβλεπα να βγαίνουν από κείνες τις στοές, με σκυμμένο το κεφάλι, χωρίς συζήτηση, γέλιο, χαρά, με μόνη μουσική τη δική τους, την ψαλμωδία. Για ένα λαό είναι σημαντικό το θέμα της μουσικής. Ένας λαός και χωρίς όπλα πολέμησε, ποτέ όμως χωρίς τραγούδια. Και το τραγούδι των καλογήρων ήταν η ψαλμωδία, η βυζαντινή. Αυτή αντηχεί στον τόπο αυτό, στις μονές που φτιάχτηκαν με τέτοια ισορροπία και τέτοιο σεβασμό προς το περιβάλλον και με τόση ωραιότητα και τόση σοφία στη λειτουργικότητα: που θα είναι η εκκλησία, που θα είναι η τράπεζα, που θα είναι οι κοιτώνες τους, όλα αυτά τα στοιχεία με μια σοφία στη δομή των κτιρίων κι εκεί νομίζω πως η ρωμαίικη μαστοράντζα έκανε θαύματα. Αυτά τα κτίρια και αυτός ο κόσμος με μάγεψαν. Φωτογράφισα λοιπόν και τα κτίρια και τους ανθρώπους και χωρίς να είναι άσχετα το ένα με το άλλο. Δεν θα ταίριαζε χωρίς το ράσο να κυκλοφορήσουν άνθρωποι εκεί μέσα. Εμείς ήμασταν ξένοι, παρείσακτοι. Οι άνθρωποι που ήταν δεμένοι με το περιβάλλον ήταν αυτοί οι ίδιοι. Ήταν στο φυσικό τους περίγυρο. Όσο για μένα, ένιωθα ένα δέος, ένα σεβασμό προς το χώρο και το περιβάλλον. Να σκέπτεσαι που θα πατήσεις, ότι είναι ένας χώρος ιερός.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου