Ο άγιος γεννήθηκε στις 12 Μαΐου 1887 στο χωριό Ράμινσκι κοντά στη Ρωσική πρωτεύουσα Μόσχα. Ή μητέρα του, Κλαυδία Ντιλάιβα, πού προσευχόταν για 17 ολόκληρα χρόνια στο Θεό να της χαρίσει ένα παιδί, τον ονόμασε Νικόλαο. Ή Κλαυδία, γυναίκα ευσεβής και θεοφοβούμενη, του μεταλαμπάδευσε το θείο ζήλο και μερίμνησε να γνωρίσει ό μικρός Νικόλας τις Ευαγγελικές αλήθειες από νεαρή ηλικία. Μικρό ακόμα τον πήγε στη Λαύρα του οσίου Σεργίου για προσκύνημα. Εκεί ό μοναχός πού φύλαγε τα οστά του οσίου του έδωσε λίγα λεφτά με την παρότρυνση να αγοράσει ένα μικρό βιβλίο του Μητροπολίτη Μόσχας Ιννοκέντιου, που μίλαγε για τη Βασιλεία των ουρανών [ πρόκειται για το μεγάλο άγιο και πνευματικό πατέρα των ιθαγενών της Αλάσκας Ιννοκέντιο Βενιαμίνωφ].
Όταν έφτασε στην ηλικια που τελείωσε το γυμνάσιο με χρυσό μετάλλιο άριστείας, ενώ ετοιμαζόταν για τις εισαγωγικές του εξετάσεις, πρόσεξε στη βιβλιοθήκη του το μικρό εκείνο βιβλίο, το όποιο και διάβασε όρθιος μπροστά στη βιβλιοθήκη του. Τότε πήρε τη μεγάλη του απόφαση. Πήγε την ίδια κιόλας μέρα στην Όπτινα, στο στάρετς Βαρσανούφιο και τον παρακάλεσε να τον κρατήσει σαν υποτακτικό του. Εκείνος τον παρέπεμψε πρώτα να τελειώσει τη θεολογική του μόρφωση και να επισκέπτεται όσο πιο συχνά μπορεί τη Ζωσιμαία έρημο. Ό Νικόλαος έκανε υπακοή και έτσι επισκέφτηκε για πρώτη φορά το 1910 την εν λόγω έρημο, οπού γνώρισε μεγάλες μορφές του Ρώσικου μοναχισμού, όπως τον ηγούμενο Γερμανό και τον πατέρα 'Αλέξιο, πού έγινε ό πνευματικός του. Στις 11 Ιουνίου 1911 φοιτητής της Θεολογικής Ακαδημίας έκάρη μοναχός με το όνομα Βαρνάβας. Ακολούθως το 1913 χειροτονήθηκε ιερομόναχος. Τελείωσε τη θεολογική σχολή και δίδασκε στο θεολογικό σεμινάριο στην πόλη Νίτζι στο Νόβγκοροντ, το όποιο έκλεισαν οι αρχές το 1918, μέσα στα πλαίσια των διωγμών πού ύπέκειτο ή Εκκλησία από το νέο Κομμουνιστικό καθεστώς. Ό πατήρ Βαρνάβας υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του αρχιεπισκόπου του Νόβγκοροντ, Ιωακείμ, και του επισκόπου Λαυρέντιου, ενώ ό ίδιος φυλακίστηκε χωρίς λόγο με άλλους κληρικούς.
Όταν έφτασε στην ηλικια που τελείωσε το γυμνάσιο με χρυσό μετάλλιο άριστείας, ενώ ετοιμαζόταν για τις εισαγωγικές του εξετάσεις, πρόσεξε στη βιβλιοθήκη του το μικρό εκείνο βιβλίο, το όποιο και διάβασε όρθιος μπροστά στη βιβλιοθήκη του. Τότε πήρε τη μεγάλη του απόφαση. Πήγε την ίδια κιόλας μέρα στην Όπτινα, στο στάρετς Βαρσανούφιο και τον παρακάλεσε να τον κρατήσει σαν υποτακτικό του. Εκείνος τον παρέπεμψε πρώτα να τελειώσει τη θεολογική του μόρφωση και να επισκέπτεται όσο πιο συχνά μπορεί τη Ζωσιμαία έρημο. Ό Νικόλαος έκανε υπακοή και έτσι επισκέφτηκε για πρώτη φορά το 1910 την εν λόγω έρημο, οπού γνώρισε μεγάλες μορφές του Ρώσικου μοναχισμού, όπως τον ηγούμενο Γερμανό και τον πατέρα 'Αλέξιο, πού έγινε ό πνευματικός του. Στις 11 Ιουνίου 1911 φοιτητής της Θεολογικής Ακαδημίας έκάρη μοναχός με το όνομα Βαρνάβας. Ακολούθως το 1913 χειροτονήθηκε ιερομόναχος. Τελείωσε τη θεολογική σχολή και δίδασκε στο θεολογικό σεμινάριο στην πόλη Νίτζι στο Νόβγκοροντ, το όποιο έκλεισαν οι αρχές το 1918, μέσα στα πλαίσια των διωγμών πού ύπέκειτο ή Εκκλησία από το νέο Κομμουνιστικό καθεστώς. Ό πατήρ Βαρνάβας υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του αρχιεπισκόπου του Νόβγκοροντ, Ιωακείμ, και του επισκόπου Λαυρέντιου, ενώ ό ίδιος φυλακίστηκε χωρίς λόγο με άλλους κληρικούς.
Το 1920 αποφυλακίστηκε και εξελέγη επίσκοπος με έδρα τη μονή Πετσέρκι, πού ήταν πιο γνωστή με το όνομα μονή των Σπηλαίων. Εκεί άρχισε να συμπεριφέρεται κάπως παράξενα με αποτέλεσμα κάποιοι από τους αδελφούς της μονής να σκανδαλιστούν, μέχρι πού αντιλαμβάνονταν τη σημασία των πράξεων και λόγων του. Μια μέρα για παράδειγμα στην τράπεζα άρχισε να ψέγει τον αρχιεπίσκοπο Εύδοκίμωφ και όλοι απόρησαν. Τα λόγια του όμως επαληθεύτηκαν όταν το 1922 μ.Χ. ο Ευδοκίμωφ συμμάχησε με τους «ανανεωτικούς-σχισματικούς», γινόμενος μάλιστα πράκτορας της Κ.Ο.Β, ενώ μια δεκαετία αργότερα έγινε μητροπολίτης των σχισματικών στην Όδησσό και ακολούθως άποσχησματίσθηκε και παντρεύτηκε.
Στήν αρχή της άντιεκκλησιαστικής δραστηριότητας του ό Εύδοκίμωφ, συντάσσοντας μια συκοφαντική επιστολή εναντίον του Βαρνάβα, κατάφερε να το στείλουν στην εξορία, στην έρημο του Ζωσιμά. Εκεί ό άγιος ωφελήθηκε πολύ, διότι είχε αρκετό χρόνο για προσευχή.
Το 1922 μ.Χ. τον ανακάλεσαν και λίγο αργότερα οι εφημερίδες ανακοίνωναν ότι ό κλήρος του Νόβγκοροντ προσυπόγραψε τη διακήρυξη των ανανεωτικών. Ανάμεσα στις υπογραφές και αυτή του επίσκοπου Βαρνάβα. Ό ίδιος έλεγε για το συμβάν: «Δεν δικαιολογώ τον εαυτό μου. Μόνο ένα γνωρίζω. Είμαι ορθόδοξος». Μετά από λίγες μέρες πήγε στη Μόσχα στο μοναστήρι του αγίου Δανιήλ, αλλά δεν τον δέχτηκαν. Κατέφυγε εκ νέου στην έρημο του Ζωσιμά, οπού έκλαψε πικρά και προσευχήθηκε με θέρμη. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1922 οι στάρετς της μονής τον ευλόγησαν μετανοούντα για να αποφασίσει ό ίδιος να ακολουθήσει το δύσκολο δρόμο του δια Χριστόν σάλου. Με την απόφαση του αύτη έλπιζε ότι με όσα θα πάθαινε λόγω της άσκησης του αυτής θα συγχωρηθούν οι αμαρτίες του, άλλα και της Ρωσίας πού αποστάτησε από το Θεό, ένεκεν του νέου καθεστώτος.
Έτσι, ενώ ό κάθε πιστός προσπαθούσε να κρύψει την Ιδιότητα του Χριστιανού, ό Βαρνάβας διακήρυττε ανοιχτά την πίστη του. Πριν επιστρέψει στο Νόβγκοροντ πήρε πιστοποιητικό από το γιατρό Λεμπεντερ ότι πάσχει από ύστερονευροπάθεια. Τώρα ήταν και επίσημα τρελός. Την 1η Νοεμβρίου 1922 μετά τη Θεία Λειτουργία κλείστηκε στο κελλί του. Άρχισαν οί συζητήσεις ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον επίσκοπο για να ακολουθήσει ή έξοδος του από το κελλί και να μην τον αναγνωρίζει σχεδόν κανένας. Ηταν κουρεμένος και ξυρισμένος. Κάτω από το παλτό πού φορούσε, το ράσο του κομματιασμένο και άρχισε να τρέχει στους δρόμους. Σάν έφτασε στη μητρόπολη τον έπιασαν και τον πήγαν στο ψυχιατρείο. Μετά από τρεις μέρες τον πήγαν σπίτι τους ή οικογένεια Καρέλιν, πού ήταν πνευματικά του παιδιά. Εκεί ζούσε ήρεμα χωρίς να δέχεται κανένα και ασχολούνταν, έκτος από την προσευχή,με τη συγγραφή ενός βιβλίου με τίτλο «Οι αρχές της τέχνης της αγιότητας».
Μετά από λίγο τον συλλάβανε και τον φυλάκισαν. Εκεί λόγω του ότι τον νόμιζαν τρελό δεν τον ενοχλούσαν και έτσι είχε την ευκαιρία να διδάσκει τους άλλους φυλακισμένους. Όταν αποφυλακίστηκε τον πήρε κοντά του ό πρώην υποτακτικός του, Κωνσταντίνος Νελιούντωφ, πού έγινε ιερομόναχος με το όνομα Κυπριανός. Τον πήρε μαζί του στην πόλη Κίζιλ-Όρντού στις μουσουλμανικές περιοχές της Ασίας. Εκεί ό Βαρνάβας ίδρυσε μυστικά ένα μοναστήρι με λίγους υποτακτικούς. Το 1933 μ.Χ. όμως ό πατήρ Κυπριανός στάλθηκε στη Μόσχα και ό επίσκοπος τον ακολούθησε. Ακολούθως συνέλαβαν τον Κυπριανό και τον φυλάκισαν. Μετά προσπάθησαν να συλλάβουν και τον Βαρνάβα αλλά λόγω μιας πολύ βαριάς αρρώστιας δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι και έτσι τον άφησαν σπίτι του. Όταν έγινε καλά πήγε ό ίδιος στα γραφεία της Κ.Ο.Β. και παραδόθηκε. Εκεί τον ανάκριναν, τον χλεύαζαν και ειρωνικά τον ρωτούσαν διάφορες χαζές ερωτήσεις. Προσπάθησαν να του αποσπάσουν ομολογία ότι ήταν συνεργάτης του πατριάρχη Τύχωνα, ένω πίεζαν παράλληλα τους υποτακτικούς του να παραδεχτούν ότι δεν ήταν τρελός άλλα συνωμότης, εχθρός του καθεστώτος. Τελικά τους καταδίκασαν σε τρία χρόνια σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως με την κατηγορία ότι ίδρυσαν μυστικά μοναστήρι.
Καθοδόν για τη Σιβηρία πέρασαν από τα όρη Αλτάι, οπού ο Βαρνάβας έλαβε από τον Κύριο μας το προορατικό χάρισμα. Σέ οπτασία είδε τον ίδιο τον Κύριο μας, πού του αποκάλυψε όλα όσα τον περίμεναν. Αυτό συνέβαινε κάθε φορά, πριν από κάποια νέα δοκιμασία του. Στΐς 16 Ιουνίου 1934 ό πατήρ Κυπριανός άφησε την τελευταία του πνοή. Τον επίσκοπο έβαλαν στη χειρότερη πτέρυγα των φυλακών με τους επικίνδυνους εγκληματίες. Προσπαθούσε να απομονώνεται από τους υπόλοιπους για να μην αναγκάζεται να ακούει τις ασυναρτησίες και αισχρολογίες πού έλεγαν και όταν το ρωτούσαν για ό,τιδήποτε, εκείνος απαντούσε ακαταλαβίστικα. Ό γιατρός του στρατοπέδου τον έκλεισε στο ψυχιατρείο, οπού σε δυο μήνες αναγκάστηκαν να τον επαναφέρουν, λόγω του ότι οι τρόφιμοι ήταν επικίνδυνοι. Στό στρατόπεδο υπήρχε μια γιατρός, ή Μαρία Κουζμίνισνα, πού ήταν κρυπτοχριστιανή και λόγω ιδιότητας μπορούσε να μπαινοβγαίνει άνετα. Μια μέρα πού επέστρεφε από κάποια λειτουργία πού γινόταν κρυφά κάπου κοντά και είχε κοινωνήσει, ό επίσκοπος της είπε: «Πολύ καλά κάνατε και κοινωνήσατε Μοναχή Μιχαήλα. Βοήθεια σας». Ή γιατρός ξαφνιάστηκε πού κάποιος ήξερε ότι ήταν μοναχή, διότι ή κούρα της έγινε μυστικά. «Προσευχήθηκα στον Θεό» της είπε «να μου αποκαλύψει ποια ήταν ή καλή κυρία στις φυλακές. Και μου έδειξε ένα χωράφι με στάχυα και εσάς να βγαίνετε από μέσα ντυμένη μοναχή. Πίσω σας στεκόταν προστατευτικά ό Αρχάγγελος Μιχαήλ». Ή κρυπτομοναχή ένοιωσε αγαλλίαση και ευχαρίστησε τον Θεό πού μέσα σε τέτοιες συνθήκες της έστειλε έναν άγιο άνθρωπο να της δώσει κουράγιο.
Στήν αρχή της άντιεκκλησιαστικής δραστηριότητας του ό Εύδοκίμωφ, συντάσσοντας μια συκοφαντική επιστολή εναντίον του Βαρνάβα, κατάφερε να το στείλουν στην εξορία, στην έρημο του Ζωσιμά. Εκεί ό άγιος ωφελήθηκε πολύ, διότι είχε αρκετό χρόνο για προσευχή.
Το 1922 μ.Χ. τον ανακάλεσαν και λίγο αργότερα οι εφημερίδες ανακοίνωναν ότι ό κλήρος του Νόβγκοροντ προσυπόγραψε τη διακήρυξη των ανανεωτικών. Ανάμεσα στις υπογραφές και αυτή του επίσκοπου Βαρνάβα. Ό ίδιος έλεγε για το συμβάν: «Δεν δικαιολογώ τον εαυτό μου. Μόνο ένα γνωρίζω. Είμαι ορθόδοξος». Μετά από λίγες μέρες πήγε στη Μόσχα στο μοναστήρι του αγίου Δανιήλ, αλλά δεν τον δέχτηκαν. Κατέφυγε εκ νέου στην έρημο του Ζωσιμά, οπού έκλαψε πικρά και προσευχήθηκε με θέρμη. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1922 οι στάρετς της μονής τον ευλόγησαν μετανοούντα για να αποφασίσει ό ίδιος να ακολουθήσει το δύσκολο δρόμο του δια Χριστόν σάλου. Με την απόφαση του αύτη έλπιζε ότι με όσα θα πάθαινε λόγω της άσκησης του αυτής θα συγχωρηθούν οι αμαρτίες του, άλλα και της Ρωσίας πού αποστάτησε από το Θεό, ένεκεν του νέου καθεστώτος.
Έτσι, ενώ ό κάθε πιστός προσπαθούσε να κρύψει την Ιδιότητα του Χριστιανού, ό Βαρνάβας διακήρυττε ανοιχτά την πίστη του. Πριν επιστρέψει στο Νόβγκοροντ πήρε πιστοποιητικό από το γιατρό Λεμπεντερ ότι πάσχει από ύστερονευροπάθεια. Τώρα ήταν και επίσημα τρελός. Την 1η Νοεμβρίου 1922 μετά τη Θεία Λειτουργία κλείστηκε στο κελλί του. Άρχισαν οί συζητήσεις ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον επίσκοπο για να ακολουθήσει ή έξοδος του από το κελλί και να μην τον αναγνωρίζει σχεδόν κανένας. Ηταν κουρεμένος και ξυρισμένος. Κάτω από το παλτό πού φορούσε, το ράσο του κομματιασμένο και άρχισε να τρέχει στους δρόμους. Σάν έφτασε στη μητρόπολη τον έπιασαν και τον πήγαν στο ψυχιατρείο. Μετά από τρεις μέρες τον πήγαν σπίτι τους ή οικογένεια Καρέλιν, πού ήταν πνευματικά του παιδιά. Εκεί ζούσε ήρεμα χωρίς να δέχεται κανένα και ασχολούνταν, έκτος από την προσευχή,με τη συγγραφή ενός βιβλίου με τίτλο «Οι αρχές της τέχνης της αγιότητας».
Μετά από λίγο τον συλλάβανε και τον φυλάκισαν. Εκεί λόγω του ότι τον νόμιζαν τρελό δεν τον ενοχλούσαν και έτσι είχε την ευκαιρία να διδάσκει τους άλλους φυλακισμένους. Όταν αποφυλακίστηκε τον πήρε κοντά του ό πρώην υποτακτικός του, Κωνσταντίνος Νελιούντωφ, πού έγινε ιερομόναχος με το όνομα Κυπριανός. Τον πήρε μαζί του στην πόλη Κίζιλ-Όρντού στις μουσουλμανικές περιοχές της Ασίας. Εκεί ό Βαρνάβας ίδρυσε μυστικά ένα μοναστήρι με λίγους υποτακτικούς. Το 1933 μ.Χ. όμως ό πατήρ Κυπριανός στάλθηκε στη Μόσχα και ό επίσκοπος τον ακολούθησε. Ακολούθως συνέλαβαν τον Κυπριανό και τον φυλάκισαν. Μετά προσπάθησαν να συλλάβουν και τον Βαρνάβα αλλά λόγω μιας πολύ βαριάς αρρώστιας δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι και έτσι τον άφησαν σπίτι του. Όταν έγινε καλά πήγε ό ίδιος στα γραφεία της Κ.Ο.Β. και παραδόθηκε. Εκεί τον ανάκριναν, τον χλεύαζαν και ειρωνικά τον ρωτούσαν διάφορες χαζές ερωτήσεις. Προσπάθησαν να του αποσπάσουν ομολογία ότι ήταν συνεργάτης του πατριάρχη Τύχωνα, ένω πίεζαν παράλληλα τους υποτακτικούς του να παραδεχτούν ότι δεν ήταν τρελός άλλα συνωμότης, εχθρός του καθεστώτος. Τελικά τους καταδίκασαν σε τρία χρόνια σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως με την κατηγορία ότι ίδρυσαν μυστικά μοναστήρι.
Καθοδόν για τη Σιβηρία πέρασαν από τα όρη Αλτάι, οπού ο Βαρνάβας έλαβε από τον Κύριο μας το προορατικό χάρισμα. Σέ οπτασία είδε τον ίδιο τον Κύριο μας, πού του αποκάλυψε όλα όσα τον περίμεναν. Αυτό συνέβαινε κάθε φορά, πριν από κάποια νέα δοκιμασία του. Στΐς 16 Ιουνίου 1934 ό πατήρ Κυπριανός άφησε την τελευταία του πνοή. Τον επίσκοπο έβαλαν στη χειρότερη πτέρυγα των φυλακών με τους επικίνδυνους εγκληματίες. Προσπαθούσε να απομονώνεται από τους υπόλοιπους για να μην αναγκάζεται να ακούει τις ασυναρτησίες και αισχρολογίες πού έλεγαν και όταν το ρωτούσαν για ό,τιδήποτε, εκείνος απαντούσε ακαταλαβίστικα. Ό γιατρός του στρατοπέδου τον έκλεισε στο ψυχιατρείο, οπού σε δυο μήνες αναγκάστηκαν να τον επαναφέρουν, λόγω του ότι οι τρόφιμοι ήταν επικίνδυνοι. Στό στρατόπεδο υπήρχε μια γιατρός, ή Μαρία Κουζμίνισνα, πού ήταν κρυπτοχριστιανή και λόγω ιδιότητας μπορούσε να μπαινοβγαίνει άνετα. Μια μέρα πού επέστρεφε από κάποια λειτουργία πού γινόταν κρυφά κάπου κοντά και είχε κοινωνήσει, ό επίσκοπος της είπε: «Πολύ καλά κάνατε και κοινωνήσατε Μοναχή Μιχαήλα. Βοήθεια σας». Ή γιατρός ξαφνιάστηκε πού κάποιος ήξερε ότι ήταν μοναχή, διότι ή κούρα της έγινε μυστικά. «Προσευχήθηκα στον Θεό» της είπε «να μου αποκαλύψει ποια ήταν ή καλή κυρία στις φυλακές. Και μου έδειξε ένα χωράφι με στάχυα και εσάς να βγαίνετε από μέσα ντυμένη μοναχή. Πίσω σας στεκόταν προστατευτικά ό Αρχάγγελος Μιχαήλ». Ή κρυπτομοναχή ένοιωσε αγαλλίαση και ευχαρίστησε τον Θεό πού μέσα σε τέτοιες συνθήκες της έστειλε έναν άγιο άνθρωπο να της δώσει κουράγιο.
"Υστερα τον ξανάβαλαν στο ψυχιατρείο, όπου μπορούσε να αντιλαμβάνεται ποιοι από τους ασθενείς είχαν δαιμόνια πού τους βασάνιζαν. Οι θάλαμοι ήταν βρώμικοι, ασφυκτικά γεμάτοι, όλο φωνές. Κάποιοι από τους αρρώστους πήγαιναν κάθε λίγο κοντά του και τον κτυπούσαν. "Εμοιαζε σωστή κόλαση, κι όμως ό Βαρνάβας ζούσε στον κόσμο του. Αδιαμαρτύρητα δεχόταν τους σαρκασμούς, τα κτυπήματα και τους εξευτελισμούς. Πέραν τούτων συνέχισε απερίσπαστα το συγγραφικό του έργο, για να εκδώσει τα αριστουργήματα «Ή νύφη» και «Το μυστικό της πόρνης».
Το Μάρτιο του 1937. ήρθε ή εντολή «Να απελευθερωθεί ό τρελός Δεσπότης». Από έκεί πήγε στην πόλη Τόμσκ, οπού τον ακολούθησε ή πνευματική του κόρη, Βέρα Βασίλιεβνα. Λόγω του πολέμου ή κυβέρνηση τους χορηγούσε μόνο 300 γρ. ψωμί την ημέρα. Μόνοι τους δοκίμασαν να καλλιεργήσουν ένα χωράφι φυτεύοντας λίγες πατάτες, τις όποιες δυστυχώς τους έκλεψαν. Ξΰλα για φωτιά δεν υπήρχαν, άλλα ούτε το κρύο ούτε ή πείνα τους απέσπασαν από τα πνευματικά τους καθήκοντα. Οι ενοχλήσεις όμως από τον κόσμο, λόγω της τρέλας του ήταν πολλές και έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν για το Κίεβο. Έκεί έμεναν σε δυο μικρά υγρά δωμάτια στο σπίτι της Ζίνα Πετρούνεβιτς, πού ήταν συγκροτούμενη τους στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Αρκετά πνευματικά του παιδιά ήθελαν να τον βοηθήσουν αγοράζοντας του κρεβάτι και ντουλάπα, άλλα ό επίσκοπος τους έλεγε: «Πρέπει να ζούμε έτσι απλά, ώστε αν κάποια στιγμή μας πουν αφήστε τα όλα και φύγετε να μπορούμε άνετα να το κάνουμε.» Επίσης τους νουθετούσε λέγοντας τους:
Το Μάρτιο του 1937. ήρθε ή εντολή «Να απελευθερωθεί ό τρελός Δεσπότης». Από έκεί πήγε στην πόλη Τόμσκ, οπού τον ακολούθησε ή πνευματική του κόρη, Βέρα Βασίλιεβνα. Λόγω του πολέμου ή κυβέρνηση τους χορηγούσε μόνο 300 γρ. ψωμί την ημέρα. Μόνοι τους δοκίμασαν να καλλιεργήσουν ένα χωράφι φυτεύοντας λίγες πατάτες, τις όποιες δυστυχώς τους έκλεψαν. Ξΰλα για φωτιά δεν υπήρχαν, άλλα ούτε το κρύο ούτε ή πείνα τους απέσπασαν από τα πνευματικά τους καθήκοντα. Οι ενοχλήσεις όμως από τον κόσμο, λόγω της τρέλας του ήταν πολλές και έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν για το Κίεβο. Έκεί έμεναν σε δυο μικρά υγρά δωμάτια στο σπίτι της Ζίνα Πετρούνεβιτς, πού ήταν συγκροτούμενη τους στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Αρκετά πνευματικά του παιδιά ήθελαν να τον βοηθήσουν αγοράζοντας του κρεβάτι και ντουλάπα, άλλα ό επίσκοπος τους έλεγε: «Πρέπει να ζούμε έτσι απλά, ώστε αν κάποια στιγμή μας πουν αφήστε τα όλα και φύγετε να μπορούμε άνετα να το κάνουμε.» Επίσης τους νουθετούσε λέγοντας τους:
«Δε θέλω από σας τίποτε. Ούτε να μην τρώτε επί μέρες, ούτε να κοιμάστε σε γυμνά σανίδια, ούτε άλλες υπερβολές. Θέλω όμως να στηλιτεύετε τον εαυτό σας, για ότι κακό -εμφανώς η άφανώς- κάνει. Μη δένεστε με τα υλικά πράγματα».
Όταν αντιλαμβανόταν κάποιο πνευματικο-παίδι του να είναι προσκολλημένο σε κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο, τον πρότρεπε να το χαρίσει.
Έτσι ζώντας ό άγιος έφτασε μέχρι τον Απρίλιο του 1963. Στις 17 του μήνα προαισθανόμενος το τέλος του, κάλεσε όλα τα πνευματικά του παιδιά, τα νουθέτησε και τα ευλόγησε. Στϊς 6 Μαΐου 1963 παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Δεσπότη του Ιησού Χριστού. Αφότου κοιμήθηκε, το πρόσωπο του έλαμψε και ό ιερέας πού τέλεσε την κηδεία είπε: «Αυτό είναι πρόσωπο αγίου». Θάφτηκε στο κοιμητήριο Μπάικοφ, κοντά στον γκρεμισμένο από το καθεστώς ναό της αγίας Σκέπης, ενώ ό τάφος του έγινε λαϊκό προσκύνημα. Ας έχουμε την ευχή του.
πηγή
Έτσι ζώντας ό άγιος έφτασε μέχρι τον Απρίλιο του 1963. Στις 17 του μήνα προαισθανόμενος το τέλος του, κάλεσε όλα τα πνευματικά του παιδιά, τα νουθέτησε και τα ευλόγησε. Στϊς 6 Μαΐου 1963 παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Δεσπότη του Ιησού Χριστού. Αφότου κοιμήθηκε, το πρόσωπο του έλαμψε και ό ιερέας πού τέλεσε την κηδεία είπε: «Αυτό είναι πρόσωπο αγίου». Θάφτηκε στο κοιμητήριο Μπάικοφ, κοντά στον γκρεμισμένο από το καθεστώς ναό της αγίας Σκέπης, ενώ ό τάφος του έγινε λαϊκό προσκύνημα. Ας έχουμε την ευχή του.
πηγή
1 σχόλιο:
ΠΆΡΑ ΠΟΛΥ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ...
Δημοσίευση σχολίου