Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Μονόλογος (1)




Εφυγαν όλοι..
ησύχασα.. έχει τόση ηρεμία έξω.. τα δέντρα ασάλευτα στην αυλή..
«που έβαλα τα τσιγάρα μου;» Α, να εδώ στο τάβλι σου δίπλα..
το σπίτι τακτοποιημένο δεν μαρτυράει την απουσία σου..
..αυτή η φωτογραφία ήταν από το ψάρεμα που είχαμε πάει πέρσι..
Γελάς και καμαρώνεις τον γιό σου στον καφενέ της πλατείας.. και εγώ σου έχω περάσει το χέρι στο λαιμό έτοιμος για ένα ανεπίδοτο φιλί.. τρεις μήνες μετά το χαμό της μάνας.
Χάιδευες το μουστάκι σου όπως έκανες πάντα στις αμήχανες στιγμές σου.. και μέσα από το χαμόγελο τα μάτια κρατούσαν ένα δάκρυ..
«οι άντρες βρε δεν κλαίνε..» μου έλεγες..
Θα καθίσω στη θέση σου.. να στοιχήσω τα πούλια.. ήθελες τα μαύρα.. μια ζαριά δική σου..
Εξάρες! Με νίκησες! Μη γελάς με νίκησες σου λέω!
Είχες τον τρόπο να κερδίζεις.. μαέστρο μου..

Θυμάσαι τον τρύγο;
Μας έδινες το καλάθι με το προσφάι και γελαστός μας έλεγες:
«Πάμε να δούμε τα τσαμπιά να κλέψουμε τα ώριμα»..
Απατεώνα! Ηθελες βοήθεια στη δουλειά αλλά δεν την ονομάτιζες!
Τις αγγαρείες τις βάφτιζες μ’ άλλο όνομα μη φανεί αναγκεμένο..
και στο διάβασμα πάλι απατεώνας!
Κρατούσες το βιβλίο εσύ που γράμματα δεν γνώριζες.. γύριζες σελίδα και όταν σου φώναζα.. μου έλεγες «μη μου μιλάς πάω πάρα κάτω.. εσύ λέγε!»
Σου ανακατεύω τα πράγματα τα προσωπικά σου.. ένα ξύλινο κουτί που έφτιαξες να φυλάς το παρελθόν σου.. φωτογραφίες.. ένα χαρτί με ξεραμένα άνθη από το στεφάνι της μάνας.. τις ζωγραφιές μας.. δυο ζευγάρια παιδικά παπούτσια για τα πρώτα βήματα μας..
Α, να και οι έλεγχοι.. που μόνο τα δεκάρια διάβαζες.. τα γάντια ΤΗΣ.. ένα άδειο μπουκάλι αρώματος.. τις κορδέλες της Μαρίας διπλωμένες..
………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Ο Αντρέας ο «ψηλός» το παρατσούκλι σου..
Με πήρε τηλέφωνο ο Θωμάς τον Απρίλη του ’67:
«Ελα ρε πήρανε τον ψηλό οι χωροφυλάκοι και η μάνα σου σκούζει»
Και δεν είχα χρόνο να έρθω γρήγορα.. πάντα καθυστερημένος.. ο κερατάς! Σπούδαζα! Σκατά!
Μέχρι να έρθω είχες γυρίσει..
Και άνοιξες την αγκαλιά σου.. ντράπηκα..
Σε ντρεπόμουν για την ανοιχτή αγκαλιά σου και το ανεπίδοτο δική μου συναίσθημα..
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Ποιος χτυπάει την πόρτα; Δεν με νοιάζει θέλω να μείνουμε μόνοι και ας λείπεις..
Ελα να βάλουμε μια ρακή.. που οι γιατροί σου είχαν απαγορεύσει μετά το έμφραγμα..
..τότε που σε φέρανε οι γείτονες και πάλι ο Θωμάς με ειδοποίησε..
Αναμονές και αγωνία να το ξεπεράσεις..
Με το εξιτήριο στην τσέπη ήρθες στο σπίτι να αναρρώσεις…
Η Μαρία έφερε τα ρούχα σου που μύριζαν λεβάντα.. όπως τα άφησε η μάνα..

Στον πρώτο μήνα ενοχλούσε το σούρσιμο από τις παντόφλες σου..
Η τηλεόραση που έπαιζε δυνατά..
Ενας αναστεναγμός της θύμησης..
Ακόμα και οι χαρές σου..
Τα παράπονα.. η γρίνια.. δεν χωρούσες.. ήσουν εμπόδιο.. ποιος ΕΣΥ!
Η Μαρία πάντρευε την κόρη της και είχε τρεχάματα..

Και ο Αντρέας ο «ψηλός» το ψυχανεμίστηκε….
«Θέλω αγόρι μου να με πας στο χωριό.. έχω αφήσει στην Ειρήνη τη λάτρα του κήπου αλλά δεν την έχω μπιστοσύνη.. σαν τα μούτρα της θα τα βρω! Καλά είμαι στην Αθήνα μα δεν με σηκώνει.. ο αγέρας τώρα θα μοσκοβαλάει εκεί..»
Στη διαδρομή μιλούσες ασταμάτητα υπερήφανος για τα εγγόνια σου και με πόσα ευχαριστώ για την φροντίδα!
Και εγώ να καταπίνω την ντροπή.. Ο δειλός! Ο μαλάκας!
Φτάσαμε στο σπίτι και ο κήπος ολάνθιστος.. στην πίσω αυλή οι ντοματιές μεγάλωναν..
«Αδικα την κατηγόρησα» είπες για την Ειρήνη που είχε καθαρίσει το σπίτι..
Μαζεύτηκε όλο το χωριό!
Σε εκτιμούσαν πιότερο απ’τα παιδιά σου….
Σου είχαν ετοιμάσει υποδοχή! Με μεζέδες και καλούδια για τα φιλαράκια και σε πείραζαν που οι γιατροί σε είχαν σε.. «καραντίνα»..
Την άλλη μέρα έφυγα με υποσχέσεις να σε φροντίζουν.. αυτό που εγώ δεν μπόρεσα…
………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Ο Θωμάς μου ανάγγειλε το χαμό σου..
Φτάσαμε όλοι…
Η κόρη σου ήθελε τον δεσπότη να σε ψάλει! Κατά που σου άξιζε.. είπε..
Όχι άλλα σου άξιζαν που τα χάσαμε στο δρόμο της δικής μας αδιαφορίας..
Ντράπηκα να κλάψω..
Ηταν αργά..
Είχες ένα γιό που δεν σου άξιζε…
Που ξέχασε τον γίγαντα του..
Μη μου λες οι άντρες οι άντρες δεν κλαίνε….
Τώρα που δεν ακούς τις συγνώμες…
Τώρα που αργά το θυμήθηκα…
Τώρα που τα χέρια σου δεν μπορούν να με αγκαλιάσουν…

γιαγιά Αντιγόνη

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Υπέροχο.