Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

Ευανθία Ρεμπούτσικα Από την Πόλη έρχεται...


Ο πατέρας της ήταν ιδιοκτήτης σινεμά. Από μικρή ένιωθε σαν να ήταν κομμάτι μιας ταινίας και μεγαλώνοντας ξεχώρισε δημιουργώντας μουσική για σάουντρακ. Η συνθέτις με το κόκκινο βιολί Ευανθία Ρεμπούτσικα ετοιμάζει εμφανίσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη οι οποίες θα ενώσουν τους ήχους της Ελλάδας με εκείνους της Κωνσταντινούπολης.

Η Ευανθία Ρεμπούτσικα είχε πάντοτε αδυναμία στις διαδρομές. Από τη μελωδική «Αλεξάνδρεια» που τραγούδησε ο Γιάννης Κότσιρας, στα 504 χιλιόμετρα της απόστασης «Αθήνα - Θεσσαλονίκη», με τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη, και από τις μυρωδιές της «Πολίτικης κουζίνας» στα σάουντρακ τουρκικών ταινιών, η συνθέτις με το κόκκινο βιολί μοιάζει να αγαπάει τις αποδράσεις. Η βιολίστρια που άρχισε να συνθέτει για λόγους μάλλον ψυχαναλυτικούς ετοιμάζεται τώρα να μας ταξιδέψει στη δική της Κωνσταντινούπολη. Μουσικός σταθερά παραγωγική, με δημόσιο προφίλ διακριτικό, θα ξετυλίξει σε δύο βραδιές στην Αθήνα και σε μία στη Θεσσαλονίκη την αγάπη της για την Πόλη. Θα παίξει τις μουσικές που έντυσαν τις τουρκικές ταινίες «Babamve Oglum» και «Ulak», καθώς και ορχηστικά κομμάτια από τις προσωπικές «Το αστέρι κι η ευχή», «Μικρές ιστορίες» και «Μεγάλοι Ελληνες». Στα τραγούδια θα την πλαισιώσουν οι τούρκοι τραγουδιστές Ντιλέκ Κοτς και Τσιχάν Οκάν.

Κυρία Ρεμπούτσικα, πώς γεννήθηκε η αγάπη σας για την Πόλη;
«Η αγάπη μου για την Κωνσταντινούπολη γεννήθηκε το 2000. Ως τότε είχα ταξιδέψει πολύ στη ζωή μου, είχα πάει στις Ινδίες, στην Αίγυπτο, στο Αζερμπαϊτζάν, ωστόσο εκεί δεν είχα πάει. Ο Τάσος Μπουλμέτης, καλός φίλος μου και σκηνοθέτης της “Πολίτικης κουζίνας”, έχει γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη και μας πρότεινε εκείνη τη χρονιά να πάμε όλοι οικογενειακώς για να κάνουμε Πάσχα. Ο Τάσος έγραφε εκείνη την περίοδο το σενάριο και, κατά τη διάρκεια μιας βόλτας μας στον Βόσπορο, μου μίλησε για την ταινία που σχεδίαζε να γυρίσει. Μου πρότεινε μάλιστα τότε να γράψω εγώ τη μουσική».

Συνήθως οι Ελληνες που αγαπούν την Κωνσταντινούπολη είτε έχουν καταγωγή από εκεί είτε κατάλοιπα της Μεγάλης Ιδέας...
«Για μένα δεν ισχύει τίποτε από τα δύο. Εμένα με τράβηξαν πάρα πολύ οι ιστορίες που άκουσα και οι άνθρωποι που γνώρισα εκεί, η τοποθεσία φυσικά, και το ότι αισθάνθηκα αμέσως μεγάλη οικειότητα με το μέρος αυτό, σαν να ήταν δική μου πόλη. Και ακόμη και τώρα, όποτε πηγαίνω, κάθε φορά που προσγειώνεται το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης, αισθάνομαι συγκίνηση, σαν να επιστρέφω στο σπίτι μου. Από την πρώτη φορά που πήγα ήταν σαν να γεννήθηκαν πράγματα μέσα μου».

Σας έφερε όμως και γούρι, τη μεγάλη επιτυχία της «Πολίτικης κουζίνας» και τη συνεργασία σας με τον τούρκο σκηνοθέτη Τσαγάν Ιρμάκ.
«Οντως, μου έχει φέρει γούρι. Ηταν μέσω της “Πολίτικης κουζίνας” που γνώρισα τον Τσαγάν Ιρμάκ, σκηνοθέτη της ταινίας “BabamveOglum”. Εκανα τη μουσική για δύο ταινίες του, για μία εκ των οποίων βραβεύτηκα μάλιστα το 2006 ως “Ανακάλυψη της χρονιάς” στα WorldSoundtrackAwards. Τον Σεπτέμβριο έπαιξα στη Χάλκη. Τι να πω για την Πόλη; Είναι μια πόλη που με εμπνέει, που με γεμίζει, είναι ένας τόπος που αγαπώ. Εχω κάνει και φίλους εκεί, και Τούρκους αλλά και Ρωμιούς της Πόλης. Νιώθω σαν στο σπίτι μου, μένω στο Τζιχάνγκιρ, σε ένα μικρό ξενοδοχείο, με θέα στον Κεράτιο κόλπο, στον Βόσπορο, στο Τοπ Καπί. Κάνω βόλτες στο Πέρα, στο Νισάντασι, στο ξενοδοχείο Τσιραχάν, στα Πριγκιποννήσια. Μου δίνει απίστευτη έμπνευση η Κωνσταντινούπολη, με γεμίζει».

Εφόσον έχετε αυτήν τη σύνδεση, παρακολουθείτε τις διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών, σας απασχολεί η εξωτερική πολιτική;
«Οι πολιτικές σχέσεις των δύο χωρών με αφορούν, δίνω όμως περισσότερη σημασία στην προσωπική μου σχέση με τους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάζομαι ή με τους φίλους που έχω εκεί. Η τέχνη μας εξελίσσεται και ερχόμαστε πιο κοντά, παρά τα συμφέροντα και τα πολιτικά παιχνίδια».

Είπατε ότι έχετε και φίλους Ρωμιούς. Οι Ρωμιοί, πάντως, εκφράζουν συνήθως παράπονα στους Ελλαδίτες.
«Ναι, έχω ακούσει παράπονα, νομίζω ότι οι Ρωμιοί αισθάνονται μόνοι, ότι το ελληνικό κράτος τούς έχει παραμελήσει. Το Πατριαρχείο, πάντως, βοηθάει πολύ την ελληνική κοινότητα. Ο Πατριάρχης κάνει εξαιρετική δουλειά».

Τον εκτιμάτε ως προσωπικότητα ή ως θρησκευτικό ηγέτη;
«Και τα δύο. Πιστεύω από παιδί, είμαι χριστιανή ορθόδοξη. Η επαφή μου με την Κωνσταντινούπολη σαν να δυνάμωσε το αίσθημα της πίστης μου. Οταν πρωτομπήκα στην Αγιά-Σοφιά δε, ένιωσα βαθιά συγκίνηση. Δεν ξέρω πώς ακριβώς να το περιγράψω. Ηταν σαν να ένιωσα πιο δυνατά Ελληνίδα, χριστιανή ορθόδοξη, σαν να με διαπέρασε ένα ρεύμα».

Με την Ντιλέκ Κοτς, η οποία θα σας συνοδεύσει την πρώτη σας βραδιά στο Παλλάς, συνεργάζεστε χρόνια...
«Την Ντιλέκ τη γνώρισα πριν από χρόνια, όταν έγραφα τη μουσική για την “Πολίτικη κουζίνα”. Την είχα ακούσει τυχαία στην τηλεόραση, στην ΕΤ3 συγκεκριμένα, έψαξα και τη βρήκα επειδή ήταν σαν να τραγουδάει ένα αηδόνι, τόσο πολύ με εντυπωσίασε η φωνή της. Πολλές φορές έχουμε βρεθεί πάνω στη σκηνή μαζί. Είναι μια τραγουδίστρια που εκτιμώ πολύ και είμαστε πλέον και φίλες. Ζει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, είναι παντρεμένη με Ελληνα και έχει σπουδάσει βυζαντινή μουσική. Τον Τσιχάν Οκάν, που θα τραγουδήσει τη δεύτερη βραδιά, τον γνώρισα μέσω του σκηνοθέτη Τσαγάν Ιρμάκ, μου τον σύστησε εκείνος. Και αυτός είναι πολύ σπουδαίος τραγουδιστής, χρόνια συνεργάτης της Σεζάν Ακσού».

Υπάρχει κάτι που διαθέτουν οι τούρκοι τραγουδιστές και δεν το βρίσκετε στους έλληνες συναδέλφους τους;
«Οσο καιρό πηγαίνω εκεί, έχω παρατηρήσει κάτι. Ακούω πολύ καλές φωνές, έχω δει πολλούς εξαιρετικούς τραγουδιστές, εδώ δεν το συναντώ συχνά αυτό. Δεν ξέρω αν πρόκειται για έμφυτο ταλέντο τους ή αν οφείλεται σε κάποιου είδους μουσική καλλιέργεια. Με όσους συνεργάστηκα, πάντως, είδα ότι δουλεύουν πάρα πολύ, με μεράκι, αγαπούν αυτό που κάνουν. Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια τουλάχιστον, δεν έχω εντυπωσιαστεί από κάποιον ιδιαίτερα».

Η περίπτωση της Μόνικα;
«Η Μόνικα είναι πολύ ταλαντούχα, αλλά πρόκειται για μια ολοκληρωμένη τραγουδοποιό, όχι για μια απλή τραγουδίστρια, γι’ αυτό και δεν την ανέφερα. Επίσης, τραγουδάει αγγλικό στίχο, συνεπώς δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλάμε για αμιγώς ελληνική μουσική».

Εχετε χαρακτηρίσει τον χώρο της ελληνικής μουσικής εχθρικό.
«Δεν υπάρχουν παρέες όπως παλαιότερα. Με τον όρο “παρέες” αναφέρομαι στις δημιουργικές συνεργασίες που κρατάνε καιρό. Εδώ υπάρχει μια τάση να συναντιόμαστε τη μία χρονιά να κάνουμε παραστάσεις, χωρίς ουσιαστικά να δημιουργούμε κάτι καινούργιο, και την επόμενη σεζόν να αλλάζουμε μόνο τα ρούχα μας. Περνάμε μια περίοδο άγονη. Δεν γεννιούνται ιδέες».

Τα συνδέετε όλα αυτά και με την οικονομική κρίση;
«Ολα συνδέονται μεταξύ τους, δεν υπήρχε αξιοκρατία, μόνο μια επιθυμία να περάσουμε καλά. Το έβλεπα να έρχεται, τα πράγματα είναι πια ανεξέλεγκτα και ίσως γίνουν και χειρότερα. Με λυπεί πάρα πολύ που, κάνοντας βόλτες στην Αθήνα, βλέπω τα μαγαζιά που κλείνουν το ένα μετά το άλλο στο κέντρο, τις περιοχές κοντά στην Ομόνοια, την πλατεία Βάθη, ακόμη και το Μοναστηράκι, αφήσαμε να φτάσει η κατάσταση σε αυτήν την κατάντια. Νιώθω θυμό και σύγχυση και, δυστυχώς, δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει κάτι. Οσοι μας διοικούν εδώ και αρκετά χρόνια ενδιαφέρονταν μονάχα για τις δημόσιες σχέσεις τους, για την εικόνα τους, και όχι για τα κοινά. Ακόμη και τώρα που ζούμε αυτό που ζούμε, όταν βλέπω πολιτικούς στην τηλεόραση, έχω την αίσθηση ότι λένε ψέματα, πως λένε ό,τι λένε προκειμένου να κρατήσουν τη θέση τους, την καρέκλα τους. Δεν γίνεται να πάει μια χώρα μπροστά έτσι. Πρέπει να παλέψουμε ώστε να διασώσουμε τον πολιτισμό μας. Δεν υπάρχουν οι σωστοί άνθρωποι στις σωστές θέσεις. Σε όλους τους τομείς».

Τι σας ενοχλεί περισσότερο; Η έλλειψη αλληλεγγύης;
«Δεν πρέπει να είμαστε μόνο στις χαρές μαζί, μόνο για να βγαίνουμε στους δρόμους και να πανηγυρίζουμε συλλογικά. Πρέπει να είμαστε μαζί και στα δύσκολα. Με ομόνοια και σύμπνοια. Το μίσος δεν μας οδηγεί πουθενά. Και η βία το μόνο που κάνει είναι να χειροτερεύει τα πράγματα. Εχουν όμως αλλάξει και οι ανθρώπινες σχέσεις. Δεν υπάρχει αλήθεια και αγνότητα, αισθάνομαι σαν να κάνουν όλοι δεύτερες σκέψεις και να αναλύουν τα πάντα με βάση το συμφέρον τους. Οταν κοιτάζω καμιά φορά παλιές φωτογραφίες, των γονιών μου για παράδειγμα, έχω την εντύπωση ότι τότε το βλέμμα των ανθρώπων ήταν πιο καθαρό, παρ’ όλο που είχαν περάσει τόσες δυσκολίες. Τώρα είναι σαν να έχουν σκληρύνει τα πρόσωπα».

Οι δράσεις τύπου Atenistas πώς σας φαίνονται;
«Χαίρομαι με κάτι τέτοια. Αυτές οι δράσεις είναι σημαντικές. Από τέτοιες ομάδες γεννιούνται νέα πράγματα. Κάποιος πρέπει να κάνει κάτι, γιατί η Αθήνα πλέον μυρίζει. Εχουν καταστραφεί η Ομόνοια και το Μοναστηράκι. Βλέπεις στις παλιές ταινίες πώς ήταν η πλατεία της Ομόνοιας και σε πιάνει κατάθλιψη».

Η θέση των καλλιτεχνών αυτήν την εποχή ποια πρέπει να είναι;
«Να δημιουργούν με αλήθεια. Ευτυχώς που υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που πορεύονται με την αξία τους, χωρίς δημόσιες σχέσεις. Είναι πια ανεξέλεγκτο το πράγμα. Ρωτάς κάποιον τι δουλειά κάνει και απαντά “μανεκέν”, “ηθοποιός”, “τραγουδιστής”. Υπάρχει μια υπερπληθώρα ανθρώπων που θέλουν να ασχοληθούν κάπως αφηρημένα με τα καλλιτεχνικά, χωρίς βάσεις, ουσία ή ποιότητα. Για μένα φταίει η ιδιωτική τηλεόραση. Εχει καταστρέψει οικογένειες, παιδιά, τον πολιτισμό μας ολόκληρο. Εχω ακούσει ότι αν αθροίσεις τις αιτήσεις συμμετοχής που φτάνουν στα ριάλιτι σόου σε μια χρονιά ο αριθμός είναι μεγαλύτερος από εκείνον των παιδιών που μπαίνουν στο πανεπιστήμιο. Οφείλω να πω και τα καλά όμως. Πήγα και είδα, μέσα σε όλα αυτά που συμβαίνουν, μια παράσταση στο Εθνικό Θέατρο, τον “Συρανό ντε Μπερζεράκ”. Σαν ανάσα ήταν αυτό. Ο Καραθάνος, και ως σκηνοθέτης και ως ηθοποιός, ήταν καταπληκτικός. Εγώ είδα αυτό το έργο, σίγουρα θα υπάρχουν όμως και άλλα αξιόλογα πράγματα. Είναι λίγα ωστόσο. Για μένα ο “Συρανό ντε Μπερζεράκ” είναι από τις καλύτερες παραστάσεις που έχω δει τα τελευταία χρόνια».

Ο πατέρας σας ήταν ιδιοκτήτης σινεμά, η μουσική σας χαρακτηριζόταν ανέκαθεν κινηματογραφική. Ηταν τα παιδικά σας χρόνια σαν το «Σινεμά ο παράδεισος»;
«Κάπως έτσι ήταν. Ετσι αγάπησα πολύ και τη μουσική του Νίνο Ρότα. Λάτρευα τον ιταλικό κινηματογράφο, κυρίως τον Φελίνι και τον Βισκόντι, και θυμάμαι ότι άκουγα τη μουσική από τις ταινίες τους συνεχώς. Επηρεασμένη, ίσως, από την παιδική μου ηλικία, αγαπώ τα σάουντρακ πάρα πολύ και ακούω πολλά. Από τους έλληνες μουσικούς ξεχωρίζω τον Μάνο Χατζιδάκι. Αλλοι κινηματογραφικοί συνθέτες που θαυμάζω είναι ο Γκάμπριελ Γιάρεντ, ο Μορίς Ζαρ...».

Από τους νεότερους; Ο Αλεξάντρ Ντεσπλά;
«Ο Γκουστάβο Σανταολάγια μού αρέσει πολύ, όπως και η μουσική στις ταινίες του Αλμοδόβαρ, την οποία γράφει ο Αλμπέρτο Ιγκλέσιας. Το σινεμά το αγαπώ τόσο πολύ ως τέχνη! Νομίζω καμιά φορά ότι είμαι κομμάτι μιας ταινίας. Σαν να είναι ο φυσικός μου χώρος».

Ποια στοιχεία της προσωπικότητάς σας πιστεύετε ότι φανερώνονται από τη μουσική σας;
«Γράφω μουσική αυθόρμητα, λειτουργώ πολύ με το ένστικτο και πολλές μουσικές μου έχουν προκύψει πηγαία, αβίαστα, φυσικά, πολλές φορές χωρίς καν να χρησιμοποιήσω γόμα, χωρίς διορθώσεις. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα μου, ο αυθορμητισμός μου, βγαίνει στον τρόπο με τον οποίο γράφω μουσική, όχι απαραίτητα στη μουσική μου».

Είστε παντρεμένη με τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο. Πώς είναι η συμβίωση δύο μουσικών; Προάγει τη δημιουργικότητα ή ευνοεί συνθήκες ανταγωνισμού που βλάπτουν τη διαδικασία της έμπνευσης;
«Με τον Παναγιώτη γνωριστήκαμε στο Παρίσι, όταν σπουδάζαμε μουσική, έχουμε δύο παιδιά, έχουμε περάσει πολλά μαζί. Σαφώς και έχουν περάσει περίοδοι στις οποίες ήμασταν ανταγωνιστικοί μεταξύ μας ή είχαμε εντάσεις, ωστόσο νομίζω ότι μας ενώνει τόσο μεγάλη αγάπη και ότι η σχέση μας έχει τόσο γερή βάση που ακόμη και τις μικροδυσκολίες τις ξεπερνούσαμε και μας ωθούσαν στη δημιουργικότητα».

Η μουσική παράσταση της Ευανθίας Ρεμπούτσικα με τίτλο «Αθήνα - Κωνσταντινούπολη» θα ανεβεί στην Αθήνα, στο Παλλάς, στις 28 και στις 29 Ιανουαρίου, και στη Θεσσαλονίκη, στο Μέγαρο Μουσικής, στις 5 Φεβρουαρίου.

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 536, σελ. 36-39, 23/01/2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια: