Γεννήθηκα στο Π.Φάληρο τότε που ήταν εξοχή. Το δικό μας σπίτι είχε έναν όροφο «φυτεμένο» το μισό, κάτω από το ύψος της αυλής. Μια εξωτερική σκάλα μαρμάρινη οδηγούσε στο πάνω πάτωμα. Η πόρτα ψηλή με σκαλίσματα και τζαμωτά ανάγλυφα βαμμένη σε σκούρο καφέ χρώμα. Ένα μπρούτζινο ρόπτρο στο σχήμα της γυναικείας
παλάμης.. Στο άνοιγμα της πλακάκια ασπρόμαυρα και μια ξύλινη σκάλα με επτά σκαλοπάτια οδηγούσε στο μεγάλο ψηλοτάβανο σαλόνι που το χώριζε μια καμάρα από την τραπεζαρία. Στις δυο άκρες στέκονταν επιβλητικά οι κολώνες από Πεντελικό μάρμαρο ακουμπισμένες σε τετράγωνες βάσεις. Το μεγάλο τραπέζι χωρούσε δέκα καρέκλες με δερμάτινα καθίσματα. Ενας μπουφές σκαλιστός με τα κλειδιά που κρέμονταν χρυσές φουντίτσες. Η μητέρα μου δεν άφηνε να τις αγγίζω μη χάσουν την ισιάδα τους. Στο πάνω μέρος ένας καθρέφτης βαρύς, λαμπερός πάντα, στηριζόταν σε κορνίζα. Ενας πολυέλαιος με κρύσταλλα κρεμόταν πάνω σε γύψινο πλαίσιο. Βελούδινες βαριές κουρτίνες στην απόχρωση του τσάγαλου πριν σκάσει το αμύγδαλο.
Οι καναπέδες στο σαλόνι με το χρυσό πλαίσιο και το ίδιο βελούδο. Βιτρίνες φερμένες από την Ιταλία φιλοξενούσαν τα κρύσταλλα και τις πορσελάνες.. δίπλα στην μπαλκονόπορτα το πιάνο. Όταν τα πόδια μου έφτασαν να ακουμπούν στο πάτωμα καθισμένη στο σκαμπό άρχισα να χτυπώ τις πρώτες νότες. Δεν σταμάτησα ποτέ…
Στο αρχοντικό του πατέρα Κλινικάρχη, βασίλευε η ησυχία. Πόρτες κλειστές.. αθόρυβα περπατούσαν.. Ταχτοποιημένη καθημερινότητα.. Με την Σμαράγδα και ένα «δουλικό» όπως έλεγαν τη Σμαρώ να φροντίζουν την πάστρα.
Η Σμαρώ στα δέκα τρία της ήρθε με ένα μπόγο από το χωριό. Μας χώριζαν τρία χρόνια και μας ένωσε η ματιά μας. Στο δωμάτιο μου κρυφά της μάθαινα να γράφει το όνομα της.. έπαιζα τη δασκάλα… Θύμωναν η μάνα μου και η Σμαράγδα η ασουλούπωτη με την ποδιά περασμένη στη χοντρή μέση της που δεν ήξερε να δίνει αγκαλιά, σκληρή, δεσποτική την σιχαινόμουν. Αφέντρα της τάξης, μιλούσε στην προστακτική σ’εμάς και υπόδουλη στη μάνα και τη γιαγιά. Κυνηγούσε τη Σμαρώ και ήθελα να της τραβήξω τον κότσο!
Το κλάμα μου ήταν το κλειδί υπεράσπισης!
…………………………………………………………………………………..............
Αυτό χειρίστηκα σαν ήρθε η ώρα να τους ανακοινώσω το τρομερό νέο!
«Θα γίνω καθηγήτρια μουσικής»
Ο πατέρας για άλλα με προόριζε… και η μάνα με ονειρευόταν να «παίξω» το δικό της ρόλο..
Τόσα χρόνια στην αποστείρωση.. σαν το χειρουργείο του πατέρα που ξεγεννούσε τις γυναίκες και έδιωχνε ανεπιθύμητα μωρά.. η καρδιά μου άρχισε μια επανάσταση δίχως τέλος.
Μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο που δεν μας είχε αγγίξει, ο θυμός θέριεψε..
Σ’ όποιο χρυσό κλουβί και να σε κλείσουν.. φτάνουν οι κραυγές.. ο πόνος.. ο σπαραγμός.. τα ΓΙΑΤΙ.
Στα μάτια τους είχα παραφρονήσει!
Τα πρωινά μου έριχναν αγιασμό, λίγο πριν ξυπνήσω και η αριστοκρατία τους σερνόταν στα σκατά που κορόιδευαν…
Εκανα πως δεν αντιλαμβανόμουν τις σταγόνες και τα λιβάνια που έκαιγαν για πρώτη φορά.. μόνο με τη Σμαρώ μου γελούσαμε κρυφά!
…………………………………………………………………………………………
Στα γραφεία του κόμματος, γνώρισα τον Σταύρο. Φοιτητής…
Είχα φτάσει στα είκοσι πέντε μου και οι αξιότιμοι γονείς ένα βήμα πριν το θάνατο!
Το σπίτι γέμισε φωνές, απειλές αποκλήρωσης και τα λιβάνια έκαιγαν ασταμάτητα.
Οι σπουδές τέλειωσαν… μια θέση σ’ένα Ωδείο και ο έρωτας να ταράζει τα νερά, αντιστεκόμενος στα μαντζούνια και τις απειλές. Στην αγκαλιά του χιλιάδες χρώματα, τραγούδια που δεν έγραψε κανείς.. δικά μας..
…………………………………………………………………………………………..
Κλείσαμε την πόρτα.. με τη Σμαρώ και πήγαμε στο σπίτι του Σταύρου.
Που δεν είχε φανταχτερούς πολυελαίους. μόνο ανοιχτά παράθυρα…
Τραγουδούσαμε οι τρείς μας.. περιμένοντας τους διορισμούς μας.
Ένα απλό σημείωμα πρόσκλησης γάμου με καλλιγραφικά γράμματα, έφτασε στα χέρια των γονιών..
Σκηνοθετούσαμε τις στιγμές αλλοφροσύνης.. πόσες φορές λιποθυμούσε η μάνα μου που το είχε εύκολο.. πόσα πούρα άναβε ο πατέρας.. πόσες ετοιμόγεννες πλήρωναν τα νεύρα του.. η γιαγιά στην κουνιστή πολυθρόνα πέρα-δώθε να σκούζει «αυτό περίμενα να δω;» και να καταριέται τον τρισκατάρατο που ξεμυάλισε το κοριτσάκι της…
Κουμπάρα η Σμαρώ να κορδώνεται στο ταφταδένιο της φόρεμα..
Το νυφικό μου ραμμένο από την θεία του καλού μου.
Οκτώ άτομα και χιλιάδες βεγγαλικά στο μυαλό μου… σαν η ευτυχία να ήταν δικό μου προνόμιο.. Οι γονείς μου απόντες…
…………………………………………………………………………………………
Πέντε χρόνια πέρασαν.. να γεννηθεί η κόρη μας. Η αίσθηση της πληρότητας στον
θηλασμό της, στις γκριμάτσες τις ασυνείδητες που μου φάνταζαν χιλιάδες σ’αγαπώ εκπορευόμενα από τα μικρά χειλάκια που έψαχναν τροφή και χάδια… Οι μόνες στιγμές που εξαπάτησα τον Σταύρο.. που νόμιζα πως είναι δική μου.. μόνο δική μου!
Είχαν μικρύνει οι ορίζοντες πάνω στο λίκνο της.. Μικροί και απέραντοι.. να συνυπάρχουν πάνω στη ροζ κουβερτούλα…
Στο μεταξύ είχαν έρθει οι διορισμοί.
Μετακομίσαμε σ’ ένα τριάρι τη χαρά μας…
Αρραβωνιάστηκε και η Σμαρώ, επιβάλλοντας στον Αριστείδη τους όρους της!
«Εγώ μακριά τους δεν φεύγω! Σε απόσταση το πολύ ενός τετραγώνου ποια να εμπιστευτώ να μεγαλώσει το μωρό;»
Τσιμουδιά ο ερωτευμένος!
Ένα απόγευμα η Σμαρώ με παίρνει παράμερα στην κουζίνα.. στο πρόσωπο της γραφόταν ο δισταγμός…
«Τι συμβαίνει Σμαρώ μου μήπως έχεις κάτι; Δεν μπορείς ν’ αντέξεις την κούραση; Εσαι άρρωστη;»
«Όχι για μένα .. για τη μικρή μας θέλω κάτι να σου πω..»
Σκοτείνιασε ξαφνικά;
Γιαγιά Αντιγόνη
Από το "τετράδιο". Συνεχίζεται...
Από το "τετράδιο". Συνεχίζεται...
1 σχόλιο:
Πολύ Τρυφερή Ιστορία.
Δημοσίευση σχολίου