Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Τα λερά..τα καθαρά...



Ψηλή, σβέλτη, με τα κατσαρά ατίθασα μαλλιά δεμένα με μαντήλι πολύχρωμο, ξερακιανή, με αδύνατα κανιά και ανύπαρκτο βυζί.
Η δρασκελιά της μακρινή να προκάμει τη στράτα.
Φορούσε ρόμπες γιαλιστερές με φανέλα από μέσα τους χειμώνες και τσίτινες τα καλοκαίρια.
Σε χρώματα δυνατά, φωτεινά, λουλουδάτα, καρό.. η μουντάδα δεν είχε θέση στο μέσα της.
Κουμπωτές μπροστά και τσέπες με τα χέρια χωμένα μέσα..να κουδουνίζουν τα κέρματα και να τα αναδεύει ακούγοντας τον ήχο τους που την συνόδευε στο τραγούδι..
Μια φιγούρα που θαρρείς πετούσε.. οι παντόφλες απογειωμένες από τη βιάση τους..
Οικονομικοί πόροι βγαλμένοι μέσα από τις σκάφες..
Μιλούσε δυνατά και οι φλέβες στο λαιμό πεταγμένες από την άσκηση.
Στα τριάντα πέντε της παντρεμένη με τον Αργύρη, δίχως παιδιά και την στήριξη του.
Τεμπελάκος ο Αργυρούλης της όμως τον αγαπούσε και ο έρωτας που δεν έχει καλή όραση τον έκανε στα μάτια της Θεό!
Στη γειτονιά έλεγαν.. «Κουκουέδισα αλλάαα καλή!»
Κρατούσε τη σημαία της χαράς.. της ευγνωμοσύνης για την απλή καθημερινότητα της..
Δεν παρακάλεσε τα πολλά, είχε ζυμωθεί δίπλα στα καρβέλια που έβγαζε η μάνα στο νησί να θρέψει εφτά στόματα. Το ψωμί και το λάδι.. με τη ζάχαρη.. με το τυρί που στράγγιζε στα τουλπάνια η γιαγιά και αυτό αν περίσσευε…
«Δουλάκι» σε σπίτι μεγαλοκυράς από τα δώδεκα ως την ώρα που βρέθηκε ο Αργύρης να της τάξει μια ζωή που θα ήταν δική της. Αφέντρα στο «δικό» της.
Το μεροκάματο δεν της έλειπε.. χωνόταν στις σκάφες και έτριβε με τα σαπούνια τα λερά να αστράψουν.. να τα λουλακιάσει.. να τ’ ανεβάσει στην ταράτσα… να απλωθούν στον ήλιο να πάρει τις σκιές…
Να τραγουδά και να μιμείται, τη Ρένα Ντορ… και πάλι πειράγματα ….
Εκανε την κούραση, χορό..
Το σπίτι της άστραφτε και μοσχοβολούσε πορτοκάλι με κανέλα που έριχνε στο μπρίκι και έβαζε στη φωτιά του μαγκαλιού, τους χειμώνες να παίρνει τη μυρωδιά από τα σέρτικα που κάπνιζε ο Αργυρούλης της..
Και τα καλοκαίρια το γιασεμί και το νυχτολούλουδο έχωναν τις ευωδιές τους από τα παράθυρα στην κάμαρα της..
Αν τη ρωτούσες πως είχε όρεξη να γελά πάντα σου’ λεγε:
-Αμα ρε, δεν γελάς ο ήλιος βγαίνει ανάποδα!


Στα σαράντα ένα της ο ήλιος βγήκε ξαφνικά ανάποδα!
Εφυγε, για το Σανατόριο… φθίση.. είπαν.
Ο Αργύρης μάζεψε τα πράγματα και άφησε μόνο το μαγκάλι, στην αυλή ..


Στη ξώπορτα έγραφε «ΕΝΙΚΙΑΖΕΤΕ ΔΟΜΆΤΙΟΝ ΚΑΙ ΚΟΥΖΊΝΑ»

γιαγιά Αντιγόνη

Δεν υπάρχουν σχόλια: