Ο ναός θεμελιώθηκε κατά το τέλος του 9ου αιώνα και χρησίμευε ως κυριακό της νεοσύστστης αδελφότητας. Η αδελφότητα πλήθυνε, και ο ναός «πάνυ βραχύτατος, ων, πολλήν παρείχε τοις γέρουσι στεναχωρίαν εν ταις συνάξεσι». Κατά το τέλος του 959 έρχεται στον Άθω ο μάγιστρος Λέων, αδελφός του Νικηφόρου Φωκά, μετά από νίκη λαμπρά κατά των νομάδων Σκυθών. Προς τον Λέοντα οι μοναχοί δια του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη «παράκκλησιν προσάγουσι περί ανοικοδομής του θείου ναού των Καρυών», πράγμα που γίνεται αποδεκτό από τον μάγιστρο με ενθουσιασμό. Πολύ σύντομα ο Λέων ανεβάζει το «σολέμνιο» προς το Πρωτάτο από τρεις σε τέσσερις λίτρες χρυσού. Από το αρχαίο κτίσμα δεν σώζεται μάλλον τίποτα, όμως κάποια οικοδομικά ίχνη μας οδηγούν στην υπόθεση ότι επρόκειτο για επίμηκες κτίριο. Το ναό εκείνο «εκόσμησε πολλοίς αναθήμασι και ιερείς σκεύεσι κατεπλούτησε» ο Άγιος Ιωάννης ο Ίβηρας (+998) και στη συνέχεια ο γιός του Άγιος Ευθύμιος, όπως μαρτυρείται σε υπόμνημα του Πρώτου Νικηφόρου (Απρίλιος 1015). Άλλος μεγάλος ευεργέτης ήταν ο ηγούμενος της Μ. Ξενοφώντος Συμεών που πρόσφερε «τριανταέξ λιτρών νομισμάτων τραχέων», «εις περιποίησιν της εκκλησίας της Μέσεως». Γνωρίζουμε ασφαλώς ότι ο ναός εκείνος πυρπολήθηκε από το στρατό του Μιχαήλ Η΄, κατά το 1280. το συναξάρι του μαρτυρίου των Αγιορειτών είναι σαφές: «την δε εκκλησίαν αυτών πυρπολήσας...». Έτσι θα πρέπει να υποθέσουμε πως το κτίσμα ανασυγκροτήθηκε και αγιογραφήθηκε από τον Πανσέληνο κατά το 1300 με τις δωρεές που έκανε ο Ανδρόνικος στον Άθω (1282-1328). Κατά το 1347-48 έρχεται προσκυνητής στο όρος ο κράλης Στέφανος Dusan, που επισκέφτεται και το Πρωτάτο. Γράφει: «αφικόμην εν τη μεγάλη καθολική εκκλησία του Πρωτάτου, και ταύτην εκαλλωπισάμην όσω δυνάμεως... και τάλαντον χρυσίου ανέθηκα τη μεγάλη εκκλησία δια το μνημόσυνόν μου».
Κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας γίνονται πολλά συμπληρωματικά έργα: εγείρεται η τράπεζα, όπου ο Πρώτος θα δεξιώνεται μετά την πανηγυρική λειτουργία, τους πανηγυριστές. Την ανέγερση χρηματοδοτεί ο βοεβόδας Μολδαβίας Ιωάννης Μπόγδανος Γ΄ ο Τυφλός (1504-17), το 1508. Ο ίδιος φαίνεται να χρηματοδοτεί και την ανέγερση του νάρθηκα στα Δ. Του Πρωτάτου, που ιστορείται το 1512 σύμφωνα με επιγραφή. Άλλα δύο έργα γίνονται στον ιστορικό ναό. Το 1625 «επάτωσαν το Βήμα της μεγάλης εκκλησίας του Πρωτάτου» και το 1667 «έφτιασαν το τέμπλο της εκκλησίας του Πρωτάτου υπό Γρηγορίου μοναχού». Το 1781 εγείρεται Βα του Ιερού το κωδωνοστάσιο στα θεμέλια του παλιού κτίσματος. Ένα τολμηρό κτίσμα στηριγμένο σε δύο λεπτά σκέλη, που αργότερα θα ενισχυθούν με αντηρίδες. Στο σημείο αυτό η Ιερά Κοινότητα υποδέχεται τους επισήμους. Το 1802 ανακαινίζεται «ολόκληρος η εν σχήματι ψαλίδος στέγη του ναού», ενώ «το εκ μαρμάρου δάπεδον του Ναού του Πρωτάτου καθώς και τα στασίδια ανεκαινίσθησαν τω 1889». Πολλά από τα κινητά αντικείμενα (καμπάνες, αναλόγια, σταυροί ξυλόγλυπτι) είναι δώρα των Καρυωτών.
Κατά τα νεώτερα χρόνια στις συνάξεις της Ιεράς Κοινότητας γίνονται πολλές αναφορές του Πρωτάτου. Σε σύναξή του το σώμα, αποφασίζει να επιτραπεί σε ειδικό τεχνίτη το δοκιμαστικό καθάρισμα μέρους μιας τοιχογραφίας του ναού, κι όταν αυτό αποδειχθεί αβλαβές, να επεκταθεί σ' όλη την τοιχογραφημένη επιφάνεια. Αποφασίζεται ακόμα να τεθούν στις μικρές εικόνες του τέμπλου «κορνίζαι και υάλινα καλύμματα». Με άλλη σύναξη αποφασίζεται να τοποθετηθούν τα στασίδια «κατά την ιεραρχικήν τάξιν των Ι. Μονών», όπως παραμένουν μέχρι σήμερα. Το 1919 έρχεται στις Καρυές ο Γάλλος αρχιτέκτονας Ιωσήφ Roplane, που επισημαίνει τις φθορές του Πρωτάτου. Προτείνει να γεμιστούν τα ρήγματα του ναού με ρευστό γύψο, για να φανεί η κατ' έτος καθίζηση. Λίγο αργότερα ο Γ. Σωτηρίου, έφορος των βυζαντινών αρχαιοτήτων, με γράμμα του στην Ιερά Κοινότητα (17 Σεπτεμβρίου 1920) επισημαίνει τους κινδύνους που διατρέχει το Πρωτάτο: ρήγματα στις τέσσερις πλευρές του, καθίζηση του μεγάλου τόξου του δεξιού κλίτους προς το νάρθηκα, άμεσος κίνδυνος πτώσεως μερικών τοιχογραφιών. Για τη στερέωση ο Σωτηρίου πρότεινε τον αρχιτέκτονα Αριστ. Ζάχο.
Η αναστήλωση του μνημείου άρχισε το καλοκαίρι του 1955. Αντικαταστάθηκε η σκεπή με σιδηροπαγές σκυροκονίαμα και καλύφθηκε με βυζαντινότροπα κεραμίδια. Η τράπεζα και οι λοιποί χώροι οι εξαρτημένοι από το κτίσμα κατεδαφίστηκαν κι αντικαταστάθηκαν από μια τοξοστοιχία αντερεισμάτων. Επίσης κατεδαφίστηκαν και τα κελλιά γύρω από το Πρωτάτο που κύκλωναν ασφυκτικά το ναό. Η όλη εργασία έγινε φιλότιμα και πέτυχε. Ανεξήγητα όμως η Α εξωτερική πλευρά του ναού, μετά παρέλευση διετίας από την ολοκλήρωση της αναστήλωσης, καλύφθηκε με παχύρευστο τσιμέντο, που με το γκρίζο χρώμα του συνθλίβει το κάλλος του κτίσματος. Το έργο της καθάρισης και στερέωσης των τοιχογραφιών δεν απέδωσε τέλεια, διότι έχουν χαθεί από μερικές τοιχογραφίες ανεπίστρεπτα οι λεπτές αποχρώσεις τους. Το τελευταίο οφείλεται από τα υγρά τσιμέντα που έρρεαν από τη σκεπή. Την Υπηρεσία που εκτέλεσε τα έργα βαρύνει ιστορικά η ευθύνη της αφαίρεσης της σκεπής του Πρωτάτου, με εντολή κάποιου δολοφόνου του Πανσέληνου, και η έκθεση του κτίσματος επί μια 2ετία στα νερά της βροχής. Του εγκλήματος αυτού είχε προηγηθεί κι άλλη παρόμοια πράξη: Ο G. Millet, για να φωτογραφίσει τις τοιχογραφίες του Ναού, προβαίνει στο «καθάρισμά» τους, γεγονός που στοίχισε με αφανισμό των λεπτοτάτων αποχρώσεων των τοιχογραφιών.
Το Πρωτάτο, κτιριολογικά, είναι η μοναδική εκκλησία στο Όρος δρομικού ρυθμού¨βασιλική τρίκλιτος χωρίς τρούλο (ο τρούλος υπονοείται) και τα τρία κλίτη να χωρίζονται με συμπαγείς τοίχους σχηματίζοντας σταυρό. Η όλη αρχιτεκτονική κατασκευή, μαζί με τις νεότερες αναστηλωτικές εργασίες, δίνουν στο κτίσμα τη μορφή πλεούμενου. Το εσωτερικό του ναού έχει καλυφθεί με εκφραστικές τοιχογραφίες του μεγάλου και ανεπανάληπτου ζωγράφου Μανουήλ Πανσέληνου. Σύλληψη μεγαλοφυής και επαναστατική, το έργο του Μανουήλ, τολμηρή και θεοσεβής, ρεαλιστική και εξιδανικευτική, δραματική και ιλαρή, γίνεται μια μεγαλόπνοη ποίηση. Η χρωματική πανδαισία, με όλους εκείνους τους αρμονικούς και ανάλαφρους χρωματικούς συσχετισμούς, εξαίρει βιώματα γραφικά και όχι γραφικότητες. Οι μεγάλες επιφάνειες, δαμασμένες από το ζωγράφο, δημιουργούν ένα σύνολο μνημειακό, μια απτή εικόνα της ουράνιας λειτουργίας με λειτουργούς «πάντας τους αγίους».
Υπάρχουν και επιφάνειες, αλλά και μεμονωμένα σημεία, όπου δούλεψαν μαθητές του Μανουήλ ή άλλοι μεταγενέστεροι. Μια επιγραφή στην είσοδο της πρόθεσης μιλάει για τον «καλλωπισμόν και ωραϊσμόν» που συντελέσθηκε το Σεπτέμβριο του 1686.
Εδώ φυλάσσεται και η θαυματουργή εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου «Άξιον Εστίν» και η άλλη του Χριστού «Αντιφωνητού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου