Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010
Eνοικιάζονται όνειρα...
Στη γωνία του αδιέξοδου δρόμου, ήταν το σπίτι της Λούλας. Μια μακρόστενη αυλή, χώριζε τα δωμάτια. Τα δυο μπροστινά στη δεξιά πλευρά τα κρατούσε για τον εαυτό της. Τα άλλα τρία τα νοίκιαζε. Ανθρωποι περαστικοί, ένα βήμα πριν το θαύμα που περίμεναν να γίνει. Εσωτερικοί μετανάστες που τους ξέρναγε η ζωή στην Πειραϊκή στα σοκάκια του Πειραιά. Ολοι με το όνειρο του «λίγο», που για άλλους γινόταν πολύ, για άλλους για πάντα, για τους τυχερούς ένα σκαλοπάτι πριν το όνειρο. Σ’ αυτούς νοίκιαζε η Λούλα. Μπεκιάρηδες, ζευγάρια, οικογένειες στοιβαγμένες σε τέσσερεις τοίχους.
Τούτο το χειμώνα του ’54 στη μέσα κάμαρα έμενε ο Τάκης με την Αννα. Νιόπαντροι, φερμένοι από την Λάρισα. Στα είκοσι πέντε εκείνος στα είκοσι η Αννα. Με το νοικοκυριό έφεραν και τα χαρτιά που τους καλούσε ο μπάρμπας του στην Αμερική. Τα κατέθεσε, στα γραφεία μετανάστευσης στην Τερψιθέα μαζί με τις φωτογραφίες τους, τις πλάκες από το νοσοκομείο. Την αίτηση τη σύνταξε ο γραμματιζούμενος που συμπλήρωνε τα χαρτιά στην είσοδο. Αγκαλιά τα βράδια κοιτούσαν το όνειρο και το χάραζαν στο ταβάνι γύρο από την λάμπα που κρεμόταν, κάνοντας σκιές και θάλασσες με το παπόρι τους. Ο Τάκης βρήκε μεροκάματο στα καίκια που άραζαν πέρα από τον Αη- Νικόλα. Ξεφόρτωνε με το λιγνό κορμί του, να ανεβοκατεβαίνει την ξύλινη ταύλα με βιάση.
Στη δίπλα κάμαρη έμενε η Σοφία. Ξεπεσμένη σαντέζα που χάρισε το κορμί της στην Τρούμπα. Τώρα που χάραξε το κορμί ο χρόνος, δούλευε στο σινεμά, ταμίας, κάνοντας και καμιά αρπαχτή να συμπληρώνει το εισόδημα.
Βαρύς τούτος ο χειμώνας…
Το πρωινό η Αννα κατέβηκε στα γραφεία να ρωτήσει το «πότε». Είχαν έρθει Φθινόπωρο και ακόμα το χαρτί της ελπίδας… είναι μια σκιά που έχει ο Τάκης στον πνεύμονα.. μπορεί από παλιά.. να το κοιτάξουν…
Λίγο πριν να μεσημεριάσει, έπιναν καφέ στης Λούλας. Χήρα από χρόνια, συντροφιά δεν είχε παρά τους νοικάρηδες. Λιγομίλητη, δεν είχε επαφές με την γειτονιά, ούτε παιδιά είχε, μόνο τούτο το σπίτι και την μοναξιά της. Με τούτες εδώ, έκανε παρέα αν και αταίριαστες… Το μαγκάλι στημένο στη μέση δίπλα στο τραπέζι ζέσταινε τα ξυλιασμένα χέρια τους.
-Τίποτις, ακόμα; Ρώτησε η Σοφία τη μικρή. Κατάλαβε από το νεύμα της..
-Δεν πειράζει κυρά μου, σα δε μποράμε να κάνουμε κάτι, κάνουμε υπομονή. Μια ζωή παρέα με την ρουφιάνα την υπομονή… και να τα καζάντια μου. Δεν πιστεύω στις υπομονές! Και αν δεν γίνει κάτι άλλαξε ρότα, κάμε άλλα σχέδια μη περιμένεις. Δεν χάνεται η ζωή, αν αλλάξουν τα σχέδια της.
-Τι λες του κοριτσιού χριστιανή μου! πετάχτηκε η Λούλα. Ημαρτον Παναγία μου! Θα δεις κοπέλα μου όλα καλά θα πάνε, άσε τούτη δω να λέει το χαβά της. Εχω σπανακόρυζο και φέτα να σας δώσω για σήμερα, άλλαξε την κουβέντα.
Η Σοφία πήρε τη μερίδα της και τις χαιρέτησε. Σε λίγο έπιανε δουλειά.
Η Αννα έσφιξε το γκρι παλτό πάνω της. Η χλομάδα έντονη.. άρχισε το ψιλόχιονο μέσα, έξω.
Στο ταβάνι είχε σβήσει το δρομολόγιο…
Κρύωνε.. ίσως στην Αμερική να έχει τώρα λιακάδα….
Από το "τετράδιο".
γιαγιά Αντιγόνη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου